Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

"Η ορατή και αόρατη πόλη μας" γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 25.09.24)

 ..............................................................


           Η ορατή και αόρατη πόλη μας







γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 25.09.24) 



Ταξιδεύω στις «Αόρατες Πόλεις». Ο Καλβίνο μού λέει πως ο Μάρκο Πόλο θα γίνει οδηγός μου. Δίπλα μου έχω έναν μελαγχολικό αυτοκράτορα, «που κατάλαβε ότι η τεράστια εξουσία του μετράει λίγο, αφού έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πάει κατά διαβόλου».


Ο οδηγός μας είναι ένας οραματιστής ταξιδιώτης που περιγράφει ασύλληπτες για τον νου πόλεις. Φανταστείτε, υπάρχει και μία που μου θυμίζει πολύ τη δική μου, που αν και μικρή διευρύνεται συνεχώς και τελικά αποκαλύπτεται πως αποτελείται από πολλές ομόκεντρες πόλεις που επεκτείνονται διαρκώς. Μια πόλη-αράχνη.

Ο οδηγός μού δείχνει παλιές καρτποστάλ αυτής της πόλης. Συμφωνούμε πως ήταν πολύ όμορφη. Στα αφώτιστα στενά ζουν οι παλιοί θεοί της. Κοιμούνται σε παγκάκια. Δεν ταιριάζουν με τη σύγχρονη εικόνα, δεν ξέρουν να οδηγούν αυτοκίνητο, δεν έχουν κινητό, και διαβάζουν ποίηση.

Σήμερα; Σήμερα είναι μια μητρόπολη. Ολα μοιάζουν πολύ, τα καταστήματα είναι πανομοιότυπα, τα καφέ είναι πανομοιότυπα, τα ρούχα είναι πανομοιότυπα... Ομως, στο πίσω μέρος του μυαλού μας θυμόμαστε μια γοητευτική πόλη φτιαγμένη από διαφορές, «μια πόλη χωρίς σχήματα και χωρίς μορφή, μια πόλη γεμάτη από ιδιαιτερότητες». Ο συνεπιβάτης μου με ρωτά αν ζω σε μια ευτυχισμένη ή μια δυστυχισμένη πόλη. Του είπα ότι μου θυμίζει σε έναν βαθμό μια πόλη της αυτοκρατορίας του. Την πόλη «Χλόη». Οι πολίτες αμέτρητοι, σε κάθε τους συναπάντημα «φαντάζονται χίλια πράγματα ο ένας για τον άλλον, τις συναντήσεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μεταξύ τους, τις συζητήσεις, τις εκπλήξεις, τα χάδια, τις δαγκωματιές. Κανένας όμως δεν χαιρετά κανέναν, τα βλέμματα διασταυρώνονται για μια στιγμή, ύστερα δραπετεύουν, ψάχνουν άλλα βλέμματα, δεν σταματάνε πουθενά». Σε αυτό το αστραπιαίο βλέμμα έχουν προλάβει να αξιολογήσουν την ανταλλακτική σου αξία. Πόσο χρήσιμος τους είσαι, πόσο κοστίζουν αυτά που φοράς, πόση λάμψη διαθέτεις. Δεν ξέρω αν είναι ευτυχισμένοι ή δυστυχείς. Εδώ στο τώρα, στις αρχές του φθινοπώρου, θα έλεγα πως η ευτυχία και η δυστυχία έχουν δώσει τη θέση του στη συνεχή αγωνία. Ολοι κάτι θέλουν να καταφέρουν.

Ισως αυτή την εποχή η πόλη μου να μου θυμίζει περισσότερο την ένδοξη πόλη «Κλαρίσα» της αυτοκρατορίας σου, του λέω. Η Κλαρίσα γνώρισε πολλές ακμές και παρακμές. «Στημένη από τα παράταιρα κομμάτια μιας άχρηστης πλέον Κλαρίσας, άρχισε να παίρνει μορφή η Κλαρίσα της επιβίωσης». Οσοι μένουν εδώ ψάχνουν με αγωνία να βρουν ένα σπίτι που μπορούν να πληρώσουν. Λίγοι τα καταφέρνουν, γι’ αυτό πολλοί απελπίζονται και φεύγουν. Μένουν για λίγο στα παγκάκια και μαζί με τους παλιούς θεούς αποχαιρετούν την πόλη που έχασαν, την πόλη που τώρα τους διώχνει.

Δεν είναι μόνο η πόλη σου, οι περισσότερες έχουν γίνει έτσι, η κρίση της πολύ μεγάλης πόλης είναι η άλλη κρίση της φύσης, λέει ο συγγραφέας των «Αόρατων Πόλεων». Δεν είναι όμως όλα μαύρα. Στις αρχές του φθινοπώρου, μέσα στη μεγάλη δυστυχισμένη πόλη-αράχνη κρύβονται πολλές μικρές αόρατες ευτυχισμένες πόλεις. Τις καλλιεργούν με αλληλεγγύη και συναίσθημα οι πιο ευαίσθητοι κάτοικοι. Αυτές οι μικρές πόλεις είναι που κάνουν τη διαφορά, που επιτρέπουν στη μεγάλη πόλη να χαμογελά και αυτό το φθινόπωρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: