Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Τρία διηγήματα του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου (1935 -2024) από τη συλλογή «Διέφυγε το μοιραίον-Επάλληλα Διηγήματα» (εκδ. «Νεφέλη», 2003)

 ...............................................................





Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου (1935 -2024)


·        Τρία διηγήματα του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου (1935 -2024) από τη συλλογή «Διέφυγε το μοιραίον-Επάλληλα Διηγήματα» (εκδ. «Νεφέλη»,  2003)

 

·        …11. «Εσθήρ»

 

ΝΑΥΤΙΑ. Όπως εκείνα τα μακρόσυρτα καλοκαίρια της Κατοχής. Να μασάμε φύλλα και ρίζες. Γυρνούσαμε στις γειτονιές και σκοτώναμε γάτες. Ξαπλωμένες στις σκιερές γωνιές. Με πέτρες τις σκοτώναμε, με ξύλα. Κι ύστερα εκείνο το σπαρακτικό βλέμμα της παραίτησης. Στο φούρνο τις ψήνανε. Μου γυρίζει το στομάχι. Ναυτία.

   Βρέχει. Τα κλαδιά της συκιάς χτυπούν στο παράθυρο. Φυσάει αγέρας. Τα παντζούρια βροντούν. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα. Πέφτει η βροχή με δύναμη. Λιμνάζει στο μπαλκόνι. Η πόλη άφαντη. Κάπου ο ρόγχος της θάλασσας. Και τότε είδα την Εσθήρ. Εκεί στο μπαλκόνι, στη βροχή, μ’ ένα παλιό καλοκαιρινό φόρεμα. Να στάζει. Κι ήταν σαν να μην είχαν περάσει καθόλου τα χρόνια. Την τράβηξα μέσα. Έκλεισα την πόρτα. Σιωπή. Τα μάτια της γυάλιζαν. Το βρεγμένο έβγαλα φόρεμά της. Ισχνό κλαδάκι το σώμα. Μια γριά τώρα, μάζεψε απ’ τα χρόνια. Μαύρο πετσί. Με την κουβέρτα την τύλιξα. Δίπλα την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Τα μάτια γυαλίζουν. Το νιώθω, γλιστράει στο θάνατο.

   Ναυτία.

   Φύγαν οι Ασσέρ για τη Θεσσαλονίκη. Αρχή της Κατοχής. Χάθηκαν. Το σπίτι τους ρήμαξε απ’ τους ξένους και τους δικούς μας. Κι ακούω τώρα τον πατέρα να συζητά με τον αδερφό του. Συζητούν για τη φοβερή τύχη των Εβραίων. Γενοκτονία. Εξολοθρεμός. Πέθαναν, ναι. Πέθανε και η Εσθήρ. Δεν έζησε. Ακριβώς. Πέθανε. Αλλά πώς; Ναι. Εννοώ, δηλαδή πέθανε. Όμως τι είναι αυτά που κουβεντιάζετε έτσι; Νεκροί. Κι η Εσθήρ; Νεκρά. Κάπως. Έτσι. Πώς εννοώ. Πέθανε σαν τις γάτες. Τις εξαθλιωμένες λέω. Τις νεκρές. Σαν τις χελώνες. Στην Κατοχή. Τις χελώνες λέω που μαζεύαμε σε κήπους, πλαγιές και βουνά να στομώσουμε την πείνα. Μ’ ένα σκεπάρνι τις σχίζαν, πέταγαν τα εντόσθια, το σώμα στο φούρνο. Έτσι στο φούρνο λοιπόν. Σάρκες κι αίμα και κόκαλα και φτωχιές καρδιές.  Εκεί στο πυρ το εξώτερον. Σαφέστατα, ναι, κατάλαβα.

   Μπουλντόζες στοίβες κουβαλούσαν τα κόκαλα. Αργότερα, χρόνια μετά, είδα τις φωτογραφίες. Στους ομαδικούς λάκκους. Τι σημαίνει ποιος είναι ο τόπος; Τι σημαίνει ο χρόνος. Αφού εκεί τελείωσαν. Καπνός οι σάρκες, χώμα τα όνειρα, σκόνη οι λέξεις. Ναι. Και βέβαια όλα είναι απλά. Απλά και σαφή.

   Την άλλη μέρα. Καθώς πλένομαι στο νεροχύτη, βλέπω στο ράφι δίπλα, δύο πλάκες πράσινο σαπούνι. Εκεί αφημένες να τραβήξουν. Τις μαζεύω, καθώς ακόμη στάζουν νερά απ’ το πρόσωπό μου, σε μια χαρτοσακούλα τις βάζω. Κατεβαίνω στον κήπο. Εκεί στον ανατολικό τοίχο. Στον τοίχο που χωρίζει τον κήπο μας απ’ το σπίτι των Ασσέρ. Σκάβω και παραχώνω το δέμα. Στη ρίζα εκεί της πικροδάφνης. Καταχωρώ το σώμα.

 

·        …15. «Μίσθαρνα όργανα»

 

ΚΑΘΟΜΑΣΤΑΝ γύρω απ’ τη λάμπα πετρελαίου και κουβεντιάζαμε. Η ηλεκτρική εταιρεία σταματούσε την ηλεκτροδότηση στις οχτώ. Τυχεροί όσοι είχαν σπίτι κοντά σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Ο πατέρας μας έλεγε αυτά που άκουγε στην αγορά. Για γνωστούς τύπους που, όντας συνεργάτες των Γερμανών και των Βουλγάρων, συνεργάζονταν τώρα με τους Άγγλους. Θησαύριζαν πάλι πουλώντας στη μαύρη αγορά τα είδη της βοήθειας που φτάναν από διάφορες πλευρές για τον κοσμάκη. Όπως πάντα.

   Ακούσαμε θόρυβο στην αυλή και ταυτόχρονα χτυπήματα στην πόρτα. Μπήκαν τρεις σπρώχνοντας τον πατέρα στο δωμάτιο. Ήταν με πολιτικά, κρατούσαν περίστροφα, ούρλιαζαν. Σίγουρα ήταν Χίτες. Τον ένα τον γνώριζα εξ όψεως. Τον ήξερε κι ο πατέρας. Τώρα ήταν βλοσυρός. Τον έβλεπα ν’ ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες της Ασφάλειας στη γωνία Ρούσβελτ. Κοντός με βλογιοκομμένο πρόσωπο. Αρτεργάτης κάποτε, δούλευε σ’ ένα φούρνο, του Ζηκίδη, κοντά στο εργαστήρι του πατέρα. Ο επικεφαλής, ένας κεφάλας, άρπαξε τον πατέρα απ’ το γιακά της μπλούζας του. «Πού κρύβετε τον Κλέωνα Παυλίδη;» φώναξε.

   Ο Κλέων ήταν άντρας της Φωτεινής, της αγαπημένης ξαδέρφης της μητέρας. Υποδηματεργάτης αλλά και τυπογράφος για ένα διάστημα πριν τον πόλεμο. Τον θυμάμαι να μπαινοβγαίνει στο σανατόριο. Δραστήριο μέλος του κόμματος. Στην Κατοχή, με πλαστό όνομα, δούλεψε στο μοναδικό βουλγαρικό τυπογραφείο της πόλης μας. Μάζεψε απ’ εκεί υλικό και μαζί με άλλους, τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, στήσανε ένα παράνομο τυπογραφείο για τις ανάγκες του ΕΑΜ.

   Δούλευαν στο υγραντήριο μιας παλιάς ερειπωμένης καπναποθήκης. Μπαίναν μέσα από μια σήραγγα που κάποτε ήταν αγωγός για τα νερά μιας υπόγειας στέρνας. Εκεί τύπωναν τις προκηρύξεις κι αργότερα μια μικρή εφημερίδα. Σ’ ένα μπλόκο οι Βούλγαροι σκότωσαν τον σύντροφο του Κλέωνα, ενώ εκείνος γλίτωσε από τύχη. Έφυγε τότε για τις Σέρρες και βγήκε στο βουνό. Τη μέρα που μπήκε ο ΕΛΑΣ στην πόλη ξαναεμφανίστηκε. Δούλεψε για την εφημερίδα του κόμματος Νίκη. Έμενε στο τυπογραφείο, εκεί έτρωγε, εκεί κοιμόταν. Μετά το δημοψήφισμα, την επιστροφή του βασιλιά, τον Σεπτέμβρη του 1946, τον συνέλαβαν. Η τρομοκρατία ήταν πια άγρια. Οι Χίτες αλώνιζαν, βασάνιζαν, σκότωναν τον κόσμο. Ο Κλέων δραπέτευσε, δούλευε παράνομα.

   Δύο ανέβηκαν πάνω και ψάχναν, μπήκαν στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς και τους χτύπησαν. Η Αρετή έκλαιγε. Ψάχναν. Δεν βρήκαν βέβαια τίποτε που να τους δικαιολογεί. Κατέβηκαν ουρλιάζοντας. Ο κεφάλας κρατούσε μια φωτογραφία. Εκεί ήταν ο Κλέων με την Φωτεινή και την μητέρα μου πριν τον πόλεμο. «Να, ο εγκληματίας που τον έχετε και φωτογραφία». «Αφού είναι άντρας της ξαδέρφης μου», είπε η μητέρα, «κι ύστερα δεν βλέπεις ότι είναι πριν τον πόλεμο;». «Πάψε», είπε ο άλλος και την χτύπησε. Χτύπησαν και τον πατέρα φωνάζοντας: «Πού είναι, πού τον έχεις κρύψει;» Ο πατέρας έλεγε πως έχουμε να τον δούμε πριν από τις εκλογές. Τέλος έφυγαν απειλώντας πως σύντομα θα ξανάρθουν.

   Τον Κλέωνα τον αγαπούσα. Ήταν γοητευτικός, αστείος, μιλούσε με ειρωνεία. Έλεγε ιστορίες με παρατηρήσεις και μιμήσεις, έτσι που οι πιο τραγικές αφηγήσεις, με τον τρόπο του, κατέληγαν σε ακράτητα γέλια. Κάποτε μας διηγήθηκε για τη ζωή του όταν ήταν στα τάγματα  εργασίας του τουρκικού στρατού στα σύνορα με τη Συρία. Εκεί ήταν χωρισμένοι σε ομάδες των είκοσι ανδρών. Η δουλειά, στην κατασκευή των δρόμων, ήταν εξουθενωτική. Ρακένδυτοι και πεινασμένοι. Τους δίναν φαγητό μια φορά την ημέρα. Σε κάθε ομάδα δίναν ένα μεταλλικό σκεύος με φαγητό. Πέφταν πεινασμένοι στο σκεύος κι όποιος προλάβει. Η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Τους έπεισε να μοιράζει το φαγητό σ’ όλους της ομάδας ίσα και δίκαια. Όμως, καθώς όλοι γκρίνιαζαν, έμενε στο τέλος ο ίδιος νηστικός. Άλλαξε, έβγαζε πρώτα τη δική του μερίδα και μετά τους το μοίραζε. Έγιναν ομηρικοί καβγάδες επειδή έλεγαν ότι η πρώτη μερίδα ήταν και η καλύτερη. Ξαναγύρισαν στη διαρπαγή. Μετά από μέρες του ζήτησαν να κάνει και πάλι αυτός τη μοιρασιά. Τότε τους έβαλε όρο, θα παίρνει αυτός, πρώτος, την καλύτερη μερίδα χωρίς διαμαρτυρίες. Τέλος απ’ τις κακουχίες χάθηκαν οι μισοί. Κι όλα αυτά τα έλεγε μ’ έναν αστείο τρόπο.

   Ακόμη ήταν πρώτος στα γιατροσόφια. Κάποτε που είχα φοβερό πόνο στο αυτί, σφάδαζα, έφερε ένα μπουκαλάκι λάδι που μέσα του είχε ένα μικρό ψόφιο ποντίκι. Μόλις το είδα σηκώθηκα να φύγω. Εκείνος όμως με γκριμάτσες και ιστορίες μ’ έπεισε. Το ποντίκι εκείνο ήταν ο πρίγκιπας των ποντικών. Είχε θεραπευτικές ιδιότητες επειδή το είχαν αφήσει σαράντα νύχτες στο φως του φεγγαριού. Έτσι μ’ έπεισε να ρίξει τρεις σταγόνες, απ’ το μαγικό λάδι, στο αυτί μου. Πράγματι σε λίγο πέρασε ο πόνος και βγήκα έξω να παίξω. Εκείνο το μπουκάλι έμεινε χρόνια στο ντουλάπι για πιθανή ανάγκη.

   Τον Κλέωνα τον είχαμε πραγματικά φιλοξενήσει για λίγες μέρες στο σπίτι μας. Κρυβόταν σε μια παλιά δεξαμενή. Μετά τον παρέλαβαν οι σύντροφοι για ένα ασφαλέστερο καταφύγιο. Έφυγε μια νύχτα που έβρεχε. Δεν τον ξαναείδα. Είχα όμως την υποψία πως ο πατέρας τον είχε κρύψει και στο εργαστήριό του για ένα διάστημα, χωρίς να μας το πει βέβαια.

   Αργότερα τον πιάσανε με προδοσία. Το 1948 δικάστηκε από το στρατοδικείο και εκτελέστηκε στη Δράμα.

   Ήμασταν μίσθαρνα όργανα του εχθρού, είχε πει ο Χίτης. Κι εγώ, μη γνωρίζοντας τι σημαίνει η λέξη, νόμιζα τότε πως εννοούσε κάτι σαν αρνιά που τα πάνε για σφαγή.

 

·        …16. «Αρετή και Εσθήρ»

 

ΣΤΟ ΒΡΑΧΟ ΚΑΘΟΜΑΙ. Εμετική μέρα. Πεύκα. Ρετσίνι. Άπνοια. Το δέρμα μου με τραβάει στη θάλασσα. Καπνίζω.

   Χθες κηδέψαμε την Αρετή. Στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής εκδηλώθηκε η φυματίωση. Χιόνι. Με προσευχές η μητέρα κι η γιαγιά ενδυναμώναν τις παρακλήσεις. Με το τέλος του πολέμου τώρα θαύματα επί θαυμάτων. Βάζαν πάλι οι παπάδες χέρι στις ψυχές των ανθρώπων. Στον σπαρακτικό πόνο.

    Παρατηρώ το σπίτι μας. Άσπρο. Κλειστά τα παράθυρα. Ψήλωσαν τα πεύκα της αυλής πάνω απ’ τα κεραμίδια. Βάζουν νερό στις μεγάλες μπόρες. Θεριέψαν τα βατόμουρα δίπλα στις σκάλες. Στο πλάι το σπίτι των Ασσέρ. Χάσκουν τώρα τα ντουβάρια μες στα χόρτα. Ρήμαξε από ξένους και δικούς μας. Μένει μόνο η μεγάλη δαμασκηνιά.

   Το βράδυ, μετά την κηδεία, κάθισαν όλοι στο τραπέζι.  Έστρωσε η γιαγιά. Η μητέρα στο κρεβάτι. Κάτω το κεφάλι απ’ την κουβέρτα. Δεν μιλούσε. Την παράστεκε η ξαδέρφη της η Φωτεινή. Στο τραπέζι οι κουβέντες ξεστράτισαν. Ο πατέρας κοιτούσε το πιάτο του.

   Ανέβηκα στο πάνω δωμάτιο. Ήθελα να φύγω. Δεν ήθελα χώμα να ρίξω στον ρόδινο ύπνο της Αρετής. Να φύγω μακριά.

   Η μητέρα της μητέρας μου τα λίγα πράγματα μάζεψε της Αρετής σ’ ένα καλάθι. Να πάω, είπε, να τα δώσω στην Θάλεια, στην φίλη της αδερφής μου. Ήθελε ν’ ανακουφίσει το πένθος της μάνας μου. Φεύγοντας έριξα στο καλάθι και το μαγιό μου. Δεν πήγα στο σπίτι της Θάλειας, τράβηξα ευθεία στη θάλασσα.

   Στο Φάληρο κατέβηκα, στα βράχια, στο Βαθάκι. Ημέρα ζεστή. Στην άκρη κάθισα ενός κολπίσκου, κοιτούσα το βυθό. Στη θάλασσα βούτηξα να δροσιστώ, βγήκα αμέσως. Κάθισα πάλι στο βράχο. Τράβηξα απ’ το καλάθι μια κούκλα. Την είχε φτιάξει η μάνα από μια παλιά κλαδωτή φούστα. Είχε για πρόσωπο κομμάτι άσπρο πανί. Με μολύβι μελανί γραμμένα τα χαρακτηριστικά. Μάτια με αγκαθωτές βλεφαρίδες αλλήθωρα, μύτη πλατιά, χείλη λεπτά σε μεγάλο στόμα. Σώμα παραμορφωμένο. Είχε σχιστεί το πόδι, απ’ εκεί βγαίναν κίτρινα κουρέλια. Γιατί άραγε ήταν αυτή η αγαπημένη κούκλα της αδερφής μου;

   Βούτηξα στη θάλασσα να δροσιστώ, κάθισα πάλι στο βραχάκι. Απ’ το καλάθι τράβηξα ένα τόπι φτιαγμένο απ’ τη μητέρα του πατέρα μου. Έβαζε στην καρδιά ένα χαρτί δεμένο με σπάγγους. Μετά κουρέλια σε λουρίδες που τα τύλιγε σε αμφίδρομες σειρές, έτσι που να παίρνει μια στροογγυλάδα. Τέλος, μάλλινες κλωστές, πολύχρωμες, σε επικαλυπτόμενες σειρές κι επίπεδα, αμφίδρομα πάλι τυλιγμένες μέχρι να πάρει το επιθυμητό μέγεθος. Πηδούσε στο τσιμέντο σαν λαστιχένια. Είχε η μπάλα μιαν εκπληκτική ομορφιά.

   Πέταξα τα πράγματα στη θάλασσα. Κράτησα μόνον κάτι φωτογραφίες. Βούτηξα στο νερό. Κολυμπούσα γρήγορα. Αλλάζει ο βυθός χρώμα στο βαθύ πράσινο. Το νερό σχίζω με δύναμη. Κολυμπώ άδειος, χωρίς σκέψεις, μ’ ένα αίσθημα ηδονής. Ακούω μόνο τα χτυπήματα απ’ τα χέρια και τα πόδια μου. Γυρνώ ύπτια, ξαναγυρνώ προς τα βράχια με τον ήλιο στα μάτια. Μέρα εμετική χωρίς νόημα. Δυτικά προς τις μπανιέρες ο κόσμος πληθαίνει. Εκεί κάπου βρίσκεται και η Ρωξάνη. Με τα μακριά μαύρα μαλλιά, μαύρο το σώμα απ’ τον ήλιο, με βυζιά σαν τυφλοί μικροί σκύμνοι. Η Ρωξάνη με τα αστραφτερά μάτια.

   Κάθομαι στο βράχο, τις φωτογραφίες τράβηξα απ’ το φάκελο.

   Η Αρετή γυμνή, μόλις ενός χρόνου, σ’ ένα χαλάκι στο μπαλκόνι. Τη φωτογραφία αυτή η Αρετή την έκρυβε, ντρεπόταν που, καθώς είχε τα πόδια ανοιχτά, φαινόταν το νήπιο αιδοίο της.

   Η Αρετή σ’ ένα καροτσάκι μ’ έναν τεράστιο φιόγκο στα μαλλιά.

   Η Αρετή με φόρεμα άσπρο, ένα μπαλόνι στο χέρι.

   Η Αρετή με τον πατέρα και την μητέρα κοντά στη θάλασσα στο λιμάνι, στο βάθος καΐκια.

   Η Αρετή με την μάνα και την γιαγιά καθισμένες στις σκάλες του σπιτιού. Η Αρετή με μια αγκαλιά λουλούδια. Πρώτη του Μάη.

   Η Αρετή στην αυλή του σχολείου μαζί με άλλα παιδιά.

   Η Αρετή κι η Εσθήρ στη βρύση.

   Κρατώ τη φωτογραφία και την κοιτώ με προσοχή. Με συγκίνηση. Είναι κίτρινη, ενώ σε πολλά σημεία έχουν δημιουργηθεί στίγματα με βαθύ καφέ χρώμα. Η βρύση στη μέση των δύο παιδιών. Αριστερά η Αρετή, δεξιά η Εσθήρ. Κάθονται στο πεζούλι, στο ύψος της βρύσης. Το νερό τρέχει. Η Αρετή με φόρεμα ανοιχτό στο λαιμό, τα μαλλιά χωρισμένα στη μέση φτάνουν σε κοτσιδάκια. Χαμογελάει, τα μάτια της σχεδόν κλείνουν, έχει στο δεξί χέρι ένα κλαδάκι. Η Εσθήρ καθισμένη με τα πόδια να κρέμονται μακριά κι αδύνατα, να λάμπουν τα γόνατα, το φόρεμα να κλείνει στο λαιμό με δαντέλα, τα μαλλιά κομμένα κοντά, δεν χαμογελάει. Πίσω από τη βρύση μια καρυδιά, μια συκιά, μια αμυγδαλιά, στο βάθος χαμηλός τοίχος με λουλούδια και χόρτα. Το νερό στη βρύση τρέχει. Ακόμη τρέχει. Στο βάθος πίσω το σπίτι των Ασσέρ. Το σπίτι έχει μπροστά μια μικρή αυλή, οδηγεί σε τέσσερα σκαλοπάτια κι από κει στην κάτω κυρία είσοδο. Μια πόρτα με ωραία διακόσμηση. Από δίπλα άλλη σκάλα οδηγεί στην πόρτα του πάνω πατώματος.

   Στα τελευταία γενέθλια της Εσθήρ το σπίτι ολόφωτο. Στο μεγάλο σαλόνι με τους καθρέφτες, το πολύφωτο με τους κρυστάλλους έλαμπε. Το τραπέζι με το πράσινο βελούδο σπίθιζε. Η μητέρα της έκοβε και μας έδινε σε χρυσοανθισμένα πιάτα ένα υπέροχο γλυκό με σοκολάτα. Τα παιδιά. Φωνές και γέλια.

   Έφυγαν οι Ασσέρ, με την εισβολή των Βουλγάρων, στη Θεσσαλονίκη με φορτηγό. Η Εσθήρ μας χαιρετούσε χαμογελώντας πίσω απ’ το σκονισμένο τζάμι. Μας χαιρετούσε και φεύγανε μες στη σκόνη του χωματόδρομου. Για τη Θεσσαλονίκη.

   Εκεί στο πεζούλι της βρύσης κάθονται η Αρετή και η Εσθήρ. Κάθονταν. Δεν θα ξανακαθίσουν.

   Στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής άρχισε της αιμοπτύσεις. Τώρα εκοιμήθη. Δηλαδή πέθανε. Η Αρετή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: