...............................................................
Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986)
· «Ιωάννης Ι, 14» ποίημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986) από τη συλλογή «Το εγκώμιο της σκιάς» (“Elogio de la sompra”) (μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. «Ύψιλον», 1999)
ΔΕΝ θα είναι λιγότερο
αινιγματική αυτή η σελίδα
απ’ ό,τι οι σελίδες
των ιερών βιβλίων Μου
ούτε από κείνες που
επαναλαμβάνουν
στόματα αγνοούντων,
πιστεύοντάς τις για
έργο ανθρώπων, και όχι σκοτεινά
κάτοπτρα του
Πνεύματος.
Εγώ ο Ήν, και ο Ών
και ο Ερχόμενος
συγκατατίθεμαι και
πάλι στον λόγο
που είναι χρόνος
αλλεπάλληλος και σύμβολο.
Όποιος παίζει μ’ ένα
παιδί παίζει με κάτι
κοντινό και μυστήριο·
θέλησα κάποτε να
παίξω με τα παιδιά Μου.
Βρέθηκα ανάμεσά τους
με δέος και τρυφερότητα.
Με τρόπο θαυμαστό
γεννήθηκα παράξενα
από μια γαστέρα.
Έζησα γητεμένος,
έγκλειστος σ’ ένα σώμα
και στην ταπεινοσύνη
μιας ψυχής.
Γνώρισα τη μνήμη,
αυτό το νόμισμα που
δεν επαναλαμβάνεται ποτέ.
Γνώρισα την ελπίδα
και τον τρόμο
τις δύο όψεις του
αβέβαιου μέλλοντος.
Γνώρισα την αγρύπνια,
τον ύπνο και τα όνειρα,
την άγνοια, τη σάρκα,
του λογισμού τους
δύσβατους λαβύρινθους,
τη φιλία των
ανθρώπων,
του σκυλιού τη
μυστήρια αφοσίωση.
Μ’ αγάπησαν, με
κατάλαβαν, με λάτρεψαν και με κρέμασαν στο
σταυρό.
Άδειασα το ποτήρι ως
τον πάτο.
Με τα μάτια μου είδα
εκείνο που δεν είχα ξαναδεί:
Τη νύχτα και τ’
αστέρια της.
Γνώρισα το απαλό, το
αμμώδες, το τραχύ, το παράταιρο,
τη γεύση που σ’
αφήνει το μέλι και το μήλο,
το νερό στο διψασμένο
λαρύγγι,
το βάρος του μετάλλου
στην παλάμη,
την ανθρώπινη φωνή,
τον ήχο των βημάτων στο γρασίδι,
τη μυρουδιά της
βροχής στη Γαλιλαία,
το κελάηδισμα του
πουλιού στα ύψη.
Γνώρισα ακόμα και την
πίκρα.
Εμπιστεύτηκα τη γραφή
τούτη σ’ έναν συνηθισμένο άνθρωπο:
δε θ’ αποδώσει αυτά
που ήθελα να πω,
παρά μονάχα τον
απόηχό τους.
Απ’ την αιωνιότητά
μου κατεβαίνουν αυτά τα σημάδια.
Ας γράψει κανείς
άλλος το ποίημα, όχι ετούτος ο γραφιάς που το
γράφει τώρα.
Αύριο θα ‘μια μια
τίγρη ανάμεσα σε τίγρεις,
κηρύσσοντας το νόμο
Μου στο δάσος τους,
ή ένα μεγάλο δέντρο
στην Ασία.
Καμιά φορά κάτι με
πιάνει, νοσταλγώ
τη μυρουδιά κείνου
του ξυλουργείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου