..............................................................
Α'. Την επόμενη μέρα
Διήγημα του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Το βροχερό δειλινό κηδέψαμε τη νεαρή Ιουλία που αυτοκτόνησε. Από έρωτα, είπαν, προδομένο. Την επομένη την είδαν πολλοί. Άλλος ντυμένη μ’ άσπρο νυφικό να κάνει ισορροπία σε μονόκυκλο ποδήλατο παίζοντας στον αέρα πέντε πορτοκάλια και την καρδιά του προδότη. Άλλος στη θάλασσα μ’ ανεβασμένο το φόρεμα, με το νερό μέχρι τα κρουστά της σφυρά και γύρω της να πετάνε πετροχελίδονα. Άλλος να πετάει πάνω από τις κεραμοσκεπές, έχοντας αγκαλιά την κατσίκα που την έλεγε Πηνελόπη. Και, τέλος, άλλος ντυμένη στα μαύρα, ανεβασμένη στη θεόρατη αχλαδιά, δίχως εσώρουχο, να στολίζει μ’ ανθάκια λευκά το σγουρό της εφηβαίο. Όσοι την είδαν, την επόμενη μέρα, έχασαν τη φωνή τους, μέχρι την μεθεπόμενη. Όταν η φωνή τους επανήλθε, το βλέμμα τους είχε αλλάξει τελεσίδικα.
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδας. Από το 1965 διαμένει στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Είναι ποιητής, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό “Εμβόλιμον” που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Συμμετείχε, επίσης, στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας “Book Press”. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία ποίησης και έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο ιστορικών μαρτυριών “Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: Το Oλοκαύτωμα” (Σύγχρονη Έκφραση, 2010), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας.
Διήγημα του Γιάννη Κονδυλόπουλου
Πριν σαραντίσει η Δέσποινα, οι γείτονές της ρίξανε τον φράχτη από το σπίτι της. Γυρνούσε η ψυχή της δυο βδομάδες γυρεύοντας τα ίχνη του, ψάχνοντας πού τελείωνε το βιος της. Σαράντα μέρες πέρασαν και κίνησε για τ’ άστρα. Ξέχασε φράχτες κι όρια, κι έφυγε λυτρωμένη. Κείνοι που πράξαν τ’ άδικο καμάρωναν ερήμην της για το κατόρθωμά τους, για ό,τι όσο ανέπνεε είχανε τόσο μάταια πασχίσει. Πού να ’ξεραν την ώρα που λυγίζανε τα σύρματα πως ένας άλλος φράχτης στο μυαλό τους υψωνότανε, ενόσω η ψυχούλα της ελεύθερη πετούσε.
Ο Γιάννης Κονδυλόπουλος είναι εκπαιδευτικός και ποιητής.
Γ'. Η ΒΑΛΙΤΣΑ
Διήγημα της Κλεονίκης Δρούγκα
Ο παππούς ζητά από τη γυναίκα του να ετοιμάσει ρούχα για το νοσοκομείο. Η καρδιά του δεν είναι καλά και θα κάνει εξετάσεις. Η γιαγιά τού βάζει ένα σατέν πουκάμισο, κάλτσες τρύπιες -δεν πρόλαβε να τις μαντάρει-, δυο σώβρακα που είχε για καλά από τα νιάτα του, την πολύχρωμη ρόμπα της· δεν έβρισκε τη δική του. Η βαλίτσα έχει χώρο. Κοιτάζει στο δωμάτιο έναν παλιό πίνακα, τον κατεβάζει, τον ξεσκονίζει, τον τυλίγει σε εφημερίδα και τον βάζει μέσα. Μετά προσθέτει και την παλιά εφημερίδα, για να ΄χει ο παππούς να διαβάζει. Ρίχνει και δυο ζευγάρια γυαλιά πρεσβυωπίας. Αυτά δεν τα φορά ο παππούς -είναι ραγισμένα. Η γιαγιά συνεχίζει να γεμίζει τη βαλίτσα. Διαπιστώνει ότι υπάρχει κι άλλος χώρος. Βάζει φρούτα μήπως και ο παππούς πεινάσει. Δεν βλέπει καλά και επιλέγει τα σάπια. Προσθέτει κι ένα ζευγάρι παπούτσια που πάντα τον χτυπούσαν, ρίχνει μια ομπρέλα φθαρμένη απ΄ τον καιρό και κλείνει τη βαλίτσα, που γέμισε. Ο παππούς κάνει εξετάσεις.
Στην αναμονή η γιαγιά διαπιστώνει πόσα καλαμπαλίκια έβαλε. Αδειάζει τη βαλίτσα και πετά πράγματα. Σταδιακά η λειτουργία της καρδιάς του παππού βελτιώνεται.
Η Κλεονίκη Δρούγκα είναι πτυχιούχος Φιλοσοφικής ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο. Ανήκει στοι Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό, Τμήμα Κινηματογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου