...............................................................
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 - 1936)
·
Από
τους «ΦΑΣΟΥΛΗΔΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΣΙΠΟΡΡΑ» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936) (μτφ.
Ιουλία Ιατρίδη, εκδ. «Δωδώνη»)
…ΕΙΚΟΝΑ
ΠΡΩΤΗ
(Χαμηλή
σάλα στο σπίτι της Δόνιας Ροζίτας. Στο βάθος καγκελωτό παράθυρο και πόρτα. Από
το παράθυρο φαίνεται δασάκι με πορτοκαλιές. Η Ροζίτα είναι ντυμένη στα
τριανταφυλλιά, φοράει φραμπαλαδωτό φόρεμα γεμάτο στολίδια και κεντήματα. Όταν
σηκώνεται η αυλαία είναι καθισμένη και κεντάει πάνω σ’ ένα μεγάλο τελάρο)
ΡΟΖΙΤΑ
(Μετρώντας βελονιές): Μία,
δύο, τρεις, τέσσερις… (Τρυπιέται) Α!... (Φέρνει το δάχτυλο στο στόμα). Τέσσερις
κιόλας φορές τρυπήθηκα με τούτο το έψιλον του «στον αγαπημένο μου πατέρα…»
Τώρα, βέβαια, η σταυροβελονιά είναι δουλειά δύσκολη. Μία, δύο… (Αφήνει τη βελόνα). Αχ τι όρεξη που την
έχω να παντρευτώ. Θα βάλω κίτρινο άνθος στο μπουστάκι μου, κι ο πέπλος μου θα
σέρνεται σ’ ολάκερο το δρόμο. (Σηκώνεται.)
Κι όταν η θυγατέρα του μπαρμπέρη προβάλει στο παράθυρό της, θα της πω: Θα
παντρευτώ, και πριν από σένα, πολύ πριν από σένα, και θα έχω και βραχιόλια κι
απ’ όλα. Αμέ… (Σφύριγμα απ’ έξω) Αχαχαχ,
το αγόρι μου… (Τρέχει στο παράθυρο)
ΠΑΤΕΡΑΣ
(απ’ έξω) : Ροζίτα
α α α α!...
ΡΟΖΙΤΑ
(τρομάζοντας) : Τι
ι ι ι ι… (Σφύριγμα πιο δυνατό. Τρέχει,
κάθεται μπροστά στο τελάρο και στέλνει φιλιά στο παράθυρο).
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Μπαίνοντας) : Ήθελα
να δω αν κεντούσες. Κέντα, κόρη μου, κέντα κι απ’ αυτό τρώμε. Αχ τι άσχημα που
πάμε από λεφτά. Από τα πέντε πουγγιά που κληρονομήσαμε απ’ το θείο σου το
Δεσπότη, τίποτα δε μένει. Μήτε τόσο δα…
ΡΟΖΙΤΑ:
Αχ,
τι πλούσια γένια είχε ο θείος μου ο Δεσπότης. Τι όμορφος που ήτανε. (Σφύριγμα απ’ έξω). Και τι όμορφα που
σφύριζε. Τι όμορφα.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Τ’
είν’ αυτά που λες κόρη μου;
Τρελάθηκες;
ΡΟΖΙΤΑ
(Νευριασμένη) : Όχι..
όχι… Λάθος έκανα…
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Αχ,
Ροζίτα, τι φτώχειες που ‘χουμε. Στραγγίξαμε πια. Τι θ’ απογίνουμε;
ΡΟΖΙΤΑ
(Κλαίει) : Λοιπόν…
Αν… εσύ… εγώ…
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Αν
τουλάχιστον ήθελες να παντρευτείς, αλλιώς θα είμαστε… Όμως θαρρώ πως για την
ώρα…
ΡΟΖΙΤΑ:
Εγώ
πολύ το θέλω.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Αλήθεια;
ΡΟΖΙΤΑ:
Καλά,
δεν το ‘χες καταλάβει; Τι κουτοί που είσαστε οι άντρες. Τίποτα δε νιώθετε.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Α,
μα τότε, άλλο που δεν θέλω κι εγώ. Κουτί σου λέω μου ‘ρχεται…
ΡΟΖΙΤΑ:
Άλλο
που δε θέλω κι εγώ. Θα κάνω κότσο ψηλό, άρωμα θα βάλω και πούδρα στο πρόσωπο…
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Ώστε
συμφωνείς να…
ΡΟΖΙΤΑ
(χαρούμενα): Και
βέβαια, πατέρα.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Δε
θα μετανιώσεις;
ΡΟΖΙΤΑ:
Όχι
πατέρα.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Και
θα μ’ ακούς πάντα;
ΡΟΖΙΤΑ:
Ναι,
πατέρα.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Αυτό
ήταν που ήθελα να μάθω. (Φεύγοντας).
Σώθηκα από την καταστροφή. Σώθηκα. (Φεύγει).
ΡΟΖΙΤΑ:
Τι
να σημαίνει αυτό που είπε. «Σώθηκα από την
καταστροφή». Σώθηκα ; Γιατί ο αγαπημένος μου ο Κοκολίκος έχει λιγότερα
λεφτά από μας. Πολύ λιγότερα. Κληρονόμησε από τη γιαγιά του τρία τάλιρα κι ένα
ψάθινο κουτί, και τον αγαπάω, τον αγαπάω πολύ. (Αυτό το λέει πολύ γρήγορα). Και το παραδάκι ας μένει για τους
σπουδαίους, εμένα μου φτάνει η αγάπη του.
(Τρέχει και μ’ ένα τριανταφυλλί
μαντίλι κάνει σινιάλο έξω από το παράθυρο. Ακούγεται η φωνή του Κοκολίκου.
Τραγουδάει με συνοδεία κιθάρας.)
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Στον
αγέρα παν / της αγάπης μου / οι
στεναγμοί / στον αγέρα παν…
ΡΟΖΙΤΑ
(τραγουδώντας) : Στον αγέρα παν / της
αγάπης μου / οι στεναγμοί / στον αγέρα
παν…
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ
(προβαίνοντας στο
παράθυρο):
Τις
ει;
ΡΟΖΙΤΑ (Σκεπάζοντας
το πρόσωπό της με μεγάλη βεντάλια κι αλλάζοντας τη φωνή).
Άνθρωποι καλοί.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Μήπως κατά τύχη μένει εδώ κάποια Ροζίτα;
ΡΟΖΙΤΑ:
Κάνει το λουτρό της.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ
(κάνοντας πως φεύγει) : Με τις υγείες
της, λοιπόν.
ΡΟΖΙΤΑ
(ξεσκεπάζοντας το
πρόσωπό της): Και θα ήσουν άξιος να φύγεις έτσι;
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Δε θα μπορούσα. (Όλος γλύκα) : Δίπλα
σου τα πόδια μου γίνονται μολύβια.
ΡΟΖΙΤΑ:
Ξέρεις κάτι;
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Τι;
ΡΟΖΙΤΑ:
Αχ, ντρέπομαι.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Μη ντρέπεσαι.
ΡΟΖΙΤΑ
(σοβαρά) : Άκου δω, εγώ δεν είμαι
καμιά ξεδιάντροπη.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Τόσο το καλύτερο.
ΡΟΖΙΤΑ:
Μα ξέρεις, θέλω να πω…
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Άντε λοιπόν, πέστο.
ΡΟΖΙΤΑ:
Να
κρυφτώ πίσω απ’ τη βεντάλια.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ
(απελπισμένος) : Έλα λοιπόν. κοπέλα
μου.
ΡΟΖΙΤΑ
(σκεπάζοντας το πρόσωπο με τη βεντάλια)
: Θα σε παντρευτώ.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Τι λες;
ΡΟΖΙΤΑ:
Αυτό που άκουσες.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Αχ, Ροζίτα…
ΡΟΖΙΤΑ: Αμέσως
κιόλας.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Αμέσως; Τότε να γράψω γράμμα στο Παρίσι να παραγγείλω ένα παιδί.
ΡΟΖΙΤΑ:
Στο Παρίσι; Όχι. Ποτέ. Δε θέλω να μοιάζει μ’ αυτούς τους Γάλλους που όλο CHE, CHE, CHE λένε…
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Τότε;
ΡΟΖΙΤΑ:
Θα το παραγγείλουμε στη Μαδρίτη.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Μα το ξέρει ο πατέρας σου;
ΡΟΖΙΤΑ:
Το ξέρει και το θέλει. (Βγάζει τη
βεντάλια).
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Α, Ροζίτα μου! Έλα… Έλα πιο κοντά.
ΡΟΖΙΤΑ:
Στάσου ντε, μη νευριάζεις.
ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ:
Μυρμηγκιάζουν, σου λέω, οι πατούσες μου. Έλα πιο κοντά, λοιπόν.
ΡΟΖΙΤΑ:
Όχι. Όχι. Από μακριά θα σου δίνω φιλάκια… (Φιλιούνται
από μακριά. Θόρυβος από κουδουνάκια). Αχ, έτσι πάντα γίνεται. Όλο κάποιος
έρχεται. Άντε, το βράδυ πάλι.
(Ακούγονται
τα κουδουνάκια και μια καρότσα φαίνεται έξω από τα κάγκελα του βάθους. Την
τραβούν δυο αλογάκια χαρτονένια με λοφία από φτερά. Η καρότσα σταματάει).
ΚΡΙΣΤΟΜΠΙΤΑ
(Από την καρότσα) :
Σίγουρα είναι η πιο όμορφη κοπέλα του χωριού.
ΡΟΖΙΤΑ (κάνοντας υπόκλιση) : Ευχαριστώ πολύ.
ΚΡΙΣΤΟΜΠΙΤΑ: Αυτή θα
πάρω. Θα ‘ναι πάνω-κάτω ένα μέτρο ύψος. Σωστά. Η γυναίκα δεν πρέπει να ‘ναι
μήτε περισσότερο, μήτε λιγότερο απ’ αυτό. Και τι κορμί και τι λυγεράδα.
Κοντεύει να με μαγέψει. Άντε αμαξά. Πάμε. (Φεύγει
αργά η καρότσα).
ΡΟΖΙΤΑ (κοροϊδεύοντας) : Ορίστε μας. «Αυτή θα πάρω». Για δες ένας ασκημάνθρωπος, ένας πρόστυχος… Θα ‘ναι κανένας απ’ αυτούς τους βλαμμένους που ‘ρχονται απ’ το εξωτερικό. (Από το παράθυρο πέφτει μέσα ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο). Αχ, τ’ είν αυτό; Θεούλη μου, τι ακριβά μαργαριτάρια. (Το κρεμάει πάνω της και κοιτάζεται σ’ ένα μικρό καθρέφτη του χεριού). Η Γενοβέφα του Μπραμπάντε τέτοιο θα φόραγε σαν ανέβαινε στον πύργο του κάστρου της για να περιμένει τον άντρα της. Και ωραία που μου πάει… Όμως από ποιον να ‘ναι;
........................................................ ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) : Κόρη μου. Είμαι ευτυχισμένος. Έκλεισα συμφωνία για το γάμο σου.
ΡΟΖΙΤΑ:
Αχ,
πόσο χαίρομαι! Χαίρομαι και σ’ ευχαριστώ. Και να δεις ο Κοκολίκος πόσο θα σου
το αναγνωρίσει… Στάσου. Τώρα κιόλας.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Τι
Κοκολίκο μου λες και πράσιν’ άλογα. Παραμιλάς θαρρώ. Εγώ έδωσα το χέρι σου στον
Δον Κριστομπίτα, τον αστυνομικό, που τώρα μόλις πέρασε από δω με την καρότσα
του.
ΡΟΖΙΤΑ:
Κι
εγώ δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω. Ορίστε μας! Κι όσο για το χέρι μου, δεν
πρόκειται να μου το πάρεις για να το δώσεις εκεινού. Εγώ έχω αρραβωνιαστικό… Κι
ας πάει από κει πού ‘ρθε και το κολιέ.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Κι
όμως δε γίνεται αλλιώς. Έχει πολύ χρυσάφι ο άνθρωπος αυτός, πολύ χρυσάφι και
μένα με συμφέρει, γιατί αλλιώς, αύριο κιόλας θα βγούμε στη ζητιανιά.
ΡΟΖΙΤΑ:
Στη
ζητιανιά. Τόσο το καλύτερο.
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Εδώ
πέρα ορίζω εγώ. Γιατί εγώ είμαι ο πατέρας σου. Αυτό που είπα θα γίνει και τα
πολλά λόγια είναι φτώχεια. Τέλος η συζήτηση.
ΡΟΖΙΤΑ:
Μα
εγώ…
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Σιωπή!
ΡΟΖΙΤΑ:
Ναι,
αλλά εμένα…
ΠΑΤΕΡΑΣ:
Σκασμός!
(Φεύγει).
ΡΟΖΙΤΑ:
Αχ,
αχ, τι έπαθα! Αυτός ορίζει και μένα και το χέρι μου, κι άλλο δεν μπορώ να κάνω
παρά να σκύβω το κεφάλι γιατί έτσι το θέλει ο νόμος. (Κλαίει). Καλά θα ‘κανε ο νόμος να μην ανακατεύεται σε τούτα.
Τουλάχιστον να μπορούσα να πούλαγα την ψυχή μου στο διάβολο. (Φωνάζει). Διάβολε, βγες. Δε θέλω να
παντρευτώ τον Κριστομπίτα. Δε θέλω.
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Μπαίνοντας) : Τι
φωνές είν’ αυτές; Στο κέντημά σου και σκασμός! Τι καιροί και τούτοι. Να
προστάζουν τα παιδιά τους γονιούς… Δουλειά σου εσένα είναι να μ’ ακούς. όπως
εγώ άκουσα τον πατέρα μου όταν με πάντρεψε με τη μάνα σου που, ειρήσθω εν
παρόδω, είχε κάτι μούτρα σα φεγγάρι και… Τέλος πάντων.
ΡΟΖΙΤΑ:
Καλά…
σωπαίνω…
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Φεύγοντας) : Ορίστε
μας χάλια!
ΡΟΖΙΤΑ:
Πολύ
ωραία. Ανάμεσα στον παπά και στον πατέρα, τα δύστυχα κορίτσια βρίσκουμε κάθε
λογής μπελάδες. (Κάθεται, κεντάει). Κάθε
απόγευμα – τρία τέσσερα – μας το λέει ο παπάς: Θα πάτε στην Κόλαση… Θα
τσουρουφλιστείτε στο πυρ το εξώτερον… Σαν τα σκυλιά και χειρότερα. Όμως εγώ ένα
λέω: Πως τα σκυλιά παντρεύονται κατά το κέφι τους και την περνάνε φίνα. Αχ, πώς
θα ‘θελα να ‘μουνα σκυλί… Γιατί αν ακούσω τον πατέρα μου – τέσσερις, πέντε –
μπαίνω ίσια στην κόλαση, κι αν πάλι δεν τον ακούσω πάω στην άλλη κόλαση, εκεί ψηλά…
Ωχ, αδερφέ, κι αυτοί οι παπάδες, μπορούσαν να
μη λένε τόσα πολλά… Γιατί… (Σκουπίζει
τα δάκρυά της)… αν δεν πάρω τον Κοκολίκο, ο παπάς θα φταίει… Μάλιστα ο
παπάς… Που στο κάτω-κάτω, δεν τον ενδιαφέρει τίποτ’ απ’ όλα τούτα. Αχ, αχ, αχ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου