..............................................................
Δημήτρης Πετσετίδης
(1940 - 2017)
Δημήτρης Πετσετίδης
(1940 - 2017)
·
«Χρυσός
κοντυλοφόρος» διήγημα του Δημήτρη
Πετσετίδη (1940-2017) από τη συλλογή
διηγημάτων του «Λυσσασμένες αλεπούδες» (εκδ.
«Κέδρος», 2008, β’έκδοση)
Οι συνηθισμένες
βρισιές και τα παρατσούκλια που δίναμε ο ένας στον άλλο εκείνους τους καιρούς, τότε
που παιδιά παίζαμε στους δρόμους και στις γειτονιές της μικρής μας πόλης, ήταν
έντονα τσουχτερές και βωμολοχικές. Και φαίνονται εκείνα τα χρόνια, παρ’ όλο που
έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι, σαν να είναι χτεσινά. Ο πατέρας στα βαθιά
του γεράματα, βασανισμένος από την αρρώστια, θυμόταν με λεπτομέρειες
περιστατικά από την παιδική μας ηλικία, ενώ δεν μπορούσε να θυμηθεί γεγονότα
της περασμένης εβδομάδας.
Τι τσουλής, τι στραβοκώλιας, τι κόπρος, τι
βουδάλας, τι πρεζάς, τι γουρούνα, τι Ιούδας, τι σκυλομούρης κι άλλα κι άλλα
τέτοια πολλά και διάφορα δεν στόλιζαν δίκην επωνύμου, τα παιδιά της γειτονιάς.
Ο Κώστας ο βουδάλας, για να ξεχωρίζει από τον Κώστα τον μπλατσάρα κι αυτός από
τον Κώστα την αλεποπορδή.
Μερικοί, που λόγω γειτνιάσεως μετείχαν
εναλλάξ στα παιχνίδια και στις συντροφιές σε δύο γειτονιές, είχαν και διπλά
παρατσούκλια. Πλήρεις εκπλήξεως πληροφορηθήκαμε κάποτε στη δική μας γειτονιά
πως ο Θανάσης ο χοντροκώλιας εκοσμείτο και με το παρατσούκλι ρεταλίνα και ότι
με τούτο ήταν ευρέως γνωστός στην περιοχή της ενορίας του Αγίου Νικολάου.
Από τα κορίτσια, ελάχιστα είχαν ανάλογα
παρατσούκλια, κι αυτά όχι τόσο χυδαία όσο των αγοριών, πάντως αρκούντως
εύστοχα. Τα πιο πολλά κορίτσια ήσαν κλεισμένα στο σπίτι και δεν συμμετείχαν
τόσο συχνά στα παιχνίδια μας και στα ξεφαντώματα των δρόμων κι έτσι δεν είχαν
την τύχη να τους κολλήσει κάποιο παρατσούκλι.
Στο δρόμο κοντά στην αφετηρία των λεωφορείων
για το προάστιο του Αϊ-Γιάννη υπήρχε ένα πέτρινο διώροφο με έναν καγκελόφραχτο
κήπο που ήταν γεμάτος τριανταφυλλιές και πήλινα αγάλματα. Από τα μπαλκόνια του
σπιτιού κρέμονταν πρασινάδες που έφταναν μέχρι το έδαφος και ψηλά στη σκεπή του
υπήρχε ένα μικρό ορθογώνιο ταρατσάκι με τέσσερις μαρμάρινες κόρες στις γωνίες
του, που με τα κεφάλια τους, ωσάν Καρυάτιδες, στήριζαν τις σιδεριές ενός
σκέπαστρου από χρωματιστά τζάμια. Στο σπίτι εκείνο κατοικούσε ένα παιδί, αρκετά
χρόνια μεγαλύτερο από εμένα – πρέπει να πήγαινε στην ογδόη όταν εγώ γράφτηκα
στην τρίτη του οκτατάξιου Γυμνασίου. Μια ημέρα, βλέποντάς με να περνώ κάτω από το
μπαλκόνι του φορτωμένος μια τεράστια
πάνινη τσάντα γεμάτη με βιβλία, μου φώναξε:
«Πού πας, ρε χρυσέ κοντυλοφόρε;»
«Όπου μου γουστάρει, ρε χρυσέ κοντυλοφόρε!»
του απάντησα και απομακρύνθηκα χωρίς να δώσω σημασία στα γέλια που ακούστηκαν
στο μπαλκόνι. Γελούσε και ένα κορίτσι μαζί του. Ήταν η μικρότερη αδερφή του.
Έκτοτε, όταν τύχαινε να συναντηθούμε, με
φώναζε χρυσό κοντυλοφόρο, ξελιγωμένος στα γέλια κι εγώ του ανταπέδιδα την
προσφώνηση αποκαλώντας τον κι αυτόν χρυσό κοντυλοφόρο, ποτέ δεν έμαθα το όνομά
του, πιθανόν ούτε κι αυτός το δικό μου.
Οι προσφωνήσεις και οι αντιφωνήσεις αυτές
δεν είχαν τίποτε το υβριστικό, ούτε τη βιαιότητα και το πάθος με τα οποία
συνοδεύονταν οι συνηθισμένες βρισιές.
«Χρυσέ κοντυλοφόρε!»
«Χρυσέ κοντυλοφόρε!»
Και όταν περνούσα κάτω από το μπαλκόνι του,
ακούγονταν και τα συνοδευτικά γελάκια της αδερφής του.
Μια ημέρα, στη γιορτή του Αϊ-Γιαννιού,
είχαμε πάει οικογενειακώς να χαιρετήσουμε τον θείο Γιάννη. Εκεί, στο σπίτι του
θείου, μέσα στο μεγάλο σαλόνι που άνοιγε μόνο όταν είχαν γιορτή, βλέπω
καθισμένη μαζί με τους γονείς της την αδερφή του χρυσού κοντυλοφόρου. Έγινα
κατακόκκινος και έχασα τα λόγια μου όταν πήγα να πω τις τυπικές ευχές στον θείο
Γιάννη και στη θεία μου.
Έπειτα από λίγη ώρα, η εξαδέλφη μου η
Αφροδίτη, η οποία ήταν συμμαθήτρια της Αθηνάς, έτσι έλεγαν την αδερφή του
χρυσού κοντυλοφόρου, πρότεινε να πάμε οι τρεις μας και ο μικρός μου εξάδελφος
να παίξουμε στο χειμωνιάτικο. Η Αθηνά ήταν συνομήλική μου, είχε ένα καλλίγραμμο
κορμί και γλυκά καταπράσινα μάτια.
Εκείνο το βράδυ, τ’ Αϊ-Γιαννιού, την
ερωτεύτηκα. Παίξαμε για ώρα πολλή διάφορα παιχνίδια και το «δαχτυλίδι». Τότε,
όταν το μοίραζα εγώ ή εκείνη, σφίγγονταν τα χέρια μας και με δυσκολία
ξεκολλούσαν. Η Αφροδίτη χαμογελούσε πονηρά.
Δεν έτυχε να ξαναβρεθούμε με την Αθηνά
έκτοτε, ούτε τόλμησα ποτέ να τη σταματήσω στον δρόμο και να της εκμυστηρευτώ
τον έρωτά μου. Τα γυμνάσια αρρένων και θηλέων ήσαν σε διαφορετικά κτήρια,
μακριά το ένα από το άλλο. Αν το μυαλό κανενός πάει σε πιθανές νυχτερινές
συναντήσεις, το βράδυ απαγορευόταν αυστηρώς η κυκλοφορία.
Πέρασαν τα χρόνια, ήδη κοιμόμαστε χωρίς φόβο
τις νύχτες, το τσιμεντένιο φυλάκιο δίπλα στο γεφύρι έμεινε έρημο, χωρίς
οπλοφόρους φρουρούς, χώρος πλέον βιαστικών αφοδεύσεων.
Στο μεγάλο εκείνο πέτρινο διώροφο σπίτι του
χρυσού κοντυλοφόρου και της Αθηνάς δεν φαινόταν να κατοικεί πια κανένας. Ο
κήπος του ήταν στρωμένος με ξερά φύλλα, οι σοβάδες των τοίχων του σάπιζαν και
γκρεμίζονταν και από τα πήλινα αγάλματα, άλλα είχαν σωριαστεί στο χώμα κι άλλα
έστεκαν ακρωτηριασμένα στα σαθρά βάθρα τους.
Μερικοί έλεγαν ότι η οικογένεια είχε
μεταναστεύσει σε χώρα μακρινή, άλλοι ότι η σύζυγος του ιδιοκτήτη του σπιτιού,
διαπρεπή άλλοτε δικηγόρου, παρεφρόνησε και την είχαν μεταφέρει σε μια κλινική
στην πρωτεύουσα.
Κάποιος μου είπε ότι ο λόγος που ερήμωσε το
διώροφο εκείνο αρχοντικό ήταν άλλος. Ο δικηγόρος πατέρας είχε ανακατευτεί με
κόμματα και οργανώσεις. Κατηγορήθηκε μετέπειτα, όντας με το μέρος των χαμένων,
ως ηθικός αυτουργός για διάφορα ανομήματα και καταστράφηκε. Δεν αποκλείεται να
μην είχε κιόλας επιζήσει.
Και ποιον να ρωτήσω; Ο θείος Γιάννης, μαζί
του η Αφροδίτη και όλη τους η οικογένεια είχαν προ πολλού μεταναστεύσει στην
Αμερική.
Στην πρωτεύουσα της χώρας, εσωτερικοί
μετανάστες κι εμείς, μακριά από την πόλη μας, μακριά από το πέτρινο εκείνο
διώροφο, μακριά από τη γειτονιά και το σπίτι μας με τον μεγάλο του μπαξέ που
ήταν γεμάτος πορτοκαλιές, ζούσαμε σε ένα στενό διαμέρισμα με θέα τον σταθμό του
τρένου, η τριμελής οικογένεια, εγώ με τους γονείς μου.
Είχα τελειώσει τις σπουδές μου και έψαχνα
για δουλειά. Έτρεχα από γραφείο σε γραφείο, από εταιρεία σε εταιρεία,
τηλεφωνούσα απαντώντας στις αγγελίες των εφημερίδων, έστελνα βιογραφικά και
περίμενα.
Μια ημέρα, ύστερα από ένα κουραστικό
τρέξιμο, ύστερα από ένα σωρό ανεβοκατεβάσματα σε γραφεία πολυκατοικιών χωρίς
κανένα θετικό αποτέλεσμα – είχα πλέον βαρεθεί ν’ ακούω ξανά και ξανά τις ίδιες τυπικές
φράσεις, «αφήστε μας μια αίτηση, ένα βιογραφικό και το τηλέφωνό σας» - ,
βρέθηκα σε μια περιοχή της μεγαλούπολης την οποία περιοχή σπανίως άλλες φορές
είχα επισκεφτεί.
Στάθηκα να χαζεύω μπροστά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου.
Χωρίς να καταλάβω πώς, η προσοχή μου ξέφυγε από τα εξώφυλλα των βιβλίων και
άρχισα να παρατηρώ πίσω από το τζάμι τις κινήσεις ενός υπαλλήλου, καθώς
φαινόταν να υποδεικνύει διάφορα βιβλία από το ράφι σε μια γυναίκα με ένα
σκυλάκι στην αγκαλιά της.
Κάποτε η κυρία αποφάσισε να διαλέξει ένα
βιβλίο και απομακρύνθηκε προς το ταμείο. Τότε, παρατηρώντας τον υπάλληλο και
προσέχοντας τα χαρακτηριστικά του, είχα την αίσθηση ότι κάπου τον είχα ξαναδεί.
Και, ξαφνικά, σαν αστραπή ήρθε στο νου μου η εικόνα του χρυσού κοντυλοφόρου.
Τον παρατήρησα για μερικά δευτερόλεπτα προσεκτικά και στο τέλος ήμουν βέβαιος:
ήταν ο χρυσός κοντυλοφόρος.
Έσπρωξα την πόρτα του βιβλιοπωλείου και
προχώρησα προς το μέρος όπου στεκόταν ο υπάλληλος.
«Χαίρετε», του είπα.
«Χαίρετε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Η φωνή ήταν η ίδια, λίγο πιο βραχνή, αλλά το
μέταλλό της απαράλλαχτο.
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ περισσότερο και του
λέω απότομα:
«Είσαι ο χρυσός κοντυλοφόρος;»
Είδα ξαφνικά στο πρόσωπό του να ζωγραφίζεται
ένα χρώμα έκπληξης. Έκανε για μια στιγμή να γελάσει. Να τος είπα, όπως τότε.
Απότομα όμως, άλλαξε διάθεση και στη συνέχεια με σοβαρό ύφος:
«Όχι, φίλε μου! Τσίγκινος είμαι, δεν είμαι
χρυσός», μου είπε και απομακρύνθηκε προς το μέρος ενός πελάτη που είχε στο
μεταξύ πλησιάσει και εξέταζε ένα βιβλίο που βρισκόταν στο ράφι.
Στάθηκα για μερικές στιγμές αναποφάσιστος.
Τι, άραγε, μπορούσα να τον ερωτήσω; Γιατί εγκατέλειψαν το σπίτι εκείνο και έφυγαν;
Για την αδερφή του την Αθηνά; Να τον ρωτήσω αν έρχεται ποτέ στην πόλη μας κι αν
θυμάται το σχολείο μας με τον στυγνό γυμνασιάρχη;
Και πόσο θα τον ενδιέφερε αν του έλεγα για τους
δρόμους που άλλαξαν, για τα παλιά αρχοντικά που γκρεμίστηκαν, για τα παιδιά που
δεν παίζουν πια στους δρόμους, για τα πηγάδια που ξεράθηκαν; Δεν έβρισκα τρόπο.
Κι ενώ αυτός δεν γύριζε το βλέμμα του προς τη
μεριά μου, έκανα μεταβολή, άνοιξα την πόρτα και βγαίνοντας στον δρόμο φώναξα
ένα ταξί που περνούσε εκείνη τη στιγμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου