.............................................................
Γιώργος Σεφέρης (1900 - 1971)
Τρίτη, 4 Οκτώβρη
Που μ’ άστραψε στα μάτια.
Γιώργος Σεφέρης (1900 - 1971)
·
Από
τις «Μέρες Α’, 1925 – 1931» του
Γιώργου Σεφέρη
Κηφισιά,
7 Σεπτέμβρη 1926
Γράφω όπως
ανοίγει κανείς τις φλέβες του.
Γράφω για ν’ αναβάλω μιαν ομολογία· κάθε
γραφή πρέπει να ήταν για μένα κάτι σαν αναστολή μιας ποινής.
Κανένας δεν ομολογεί, γιατί δεν μπορεί να το
θέλει. Η πιο δυνατή θέληση σταματά στο σύνορο της ουσιαστικής ομολογίας.
Ω να
πεθάνει κανείς…
Αισθάνομαι άρρωστος· δεν μπορώ να κυβερνήσω
την καρδιά μου, τη σκέψη μου – μόλις την έκφρασή μου. Δεν ξέρω πια ν’ αγαπήσω,
δεν ξέρω να θαυμάσω.
Είμαι ένα άρρωστο ζώο· άδολη θλίψη. Θυμούμαι
εκείνο το λυσσασμένο σκυλί που το φαρμάκωσαν τις πρώτες μέρες που ήρθαμε στην
Κηφισιά. Πόσος καιρός τού χρειάστηκε για να ψοφήσει; Ένα ολόκληρο απόγεμα. Ένα
απόγεμα για ένα σκυλί· πρέπει να ισοδυναμεί με πολλές μέρες δικές μας. Μόλις
μπορούσε να κρατηθεί όρθιο· η φουσκωμένη του κοιλιά σα φυσητήρι. Έπειτα, όταν
έπεσε, τα πόδια του έγραφαν, για κάμποση ώρα, τόξα στη σκόνη του δρόμου.
Κάποτε βλέπω τον εαυτό μου να τελειώνει έτσι·
κι όταν φτάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, μόνο η δειλία τον βαστά.
Είμαι βαθιά άρρωστος· δεν είναι μήτε το
κορμί μήτε το πνεύμα· είναι αυτή η φριχτή ζωή μου. Συζητώ ψιθυριστά. Με ποιον;
Είμαι βέβαιος πως υπάρχει ένας κάποιος, ή περισσότεροι, και ψιθυρίζω ατέλειωτα
μαζί τους. Ξεχωρίζω το σύρσιμο από ορισμένα σύμφωνα που προφέρουν.
Τ’ άψυχα πράγματα μπαίνουν με τι δική τους βούληση μέσα στη
συνειδητή ζωή μου…
Κηφισιά, 9 Σεπτέμβρη
1926
Σάββατο 2 Οκτώβρη,
Αθήνα
Άφησα στο προηγούμενο τετράδιο τις τελευταίες
σελίδες αδειανές. Θα γράψω, όταν έχω τη δύναμη, για την καταστροφή του
περασμένου μήνα.
Πώς να μάθει κανείς
τον πόνο;
Σεπτέμβρης 1927
Θυσίασα στον Ήφαιστο τον περσινό Montaigne. Τον είχα αρχίσει
αστόχαστα, νομίζοντας πως τα γαλλικά του ΙΣΤ’ αι. θα ήταν πιο βολικά για τη
γλώσσα μας μετά τον Malherbe.
Βρήκα άλλες δυσκολίες, όχι της ακρίβειας, αλλά της αστάθειας και της ζωηράδας.
Σχεδίαζα να τον συνεχίσω για άσκηση σε ώρες πιο ελεύθερες· έβγαλα μόνο κουτσά
στραβά το: «Φιλοσοφώντας διδάσκεσαι να πεθαίνεις». Κρατώ τούτα για τον
κουμπαρά:
«Και για ν’ αρχίσουμε να του αφαιρούμε [του
θανάτου] το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που έχει απέναντί μας, ας πάρουμε δρόμο
ολωσδιόλου αντίθετο από τον κοινό. Ας του βγάλουμε την αλλοκοτιά του, ας τον
ασκούμε, ας τον συνηθίζουμε, ας μην έχουμε τίποτε πιο συχνά στο νου από το
θάνατο.
»Δεν είναι βέβαιο πού μπορεί ο θάνατος να μας
περιμένει, εμείς ας τον περιμένουμε παντού. Η προμελέτη του θανάτου είναι
προμελέτη της ελευθερίας. Όποιος έμαθε να πεθαίνει, ξέμαθε να είναι δούλος.
»Και το ψέλνω μοναχός μου αδιάκοπα: Ό,τι
μπορεί να γίνει άλλη μέρα, μπορεί να γίνει σήμερα.
»…Είναι ένα κομμάτι δικό σου ο θάνατος:
[γυρεύοντας να του ξεφύγεις] ξεφεύγεις τον ίδιο τον εαυτό σου.
»Ό,τι ζεις, το κλέβεις από τη ζωή, αυτή το
ξοδεύει. Το ακατάπαυστο έργο της ζωής είναι να χτίζει το θάνατό σου. Όσο είσαι
ζωντανός, είσαι μέσα στο θάνατο. Ή, αν το προτιμάς έτσι: είσαι πεθαμένος μετά
τη ζωή, αλλά όσο κρατά η ζωή σου είσαι ετοιμοθάνατος· και ο θάνατος αγγίζει
πολύ πιο σκληρά τον ετοιμοθάνατο από τον πεθαμένο, και πιο ζωντανά, και πιο
ουσιαστικά.
»Η ζωή δεν είναι καθαυτή μήτε καλό μήτε κακό·
είναι η θέση του καλού και του κακού κατά πού τους την αφήνεις.
»Κάμε τόπο στους άλλους, όπως άλλοι έκαμαν
τόπο σ’ εσένα».
Και τέλος:
«Γεννήθηκα ανάμεσα έντεκα και μεσημέρι την
τελευταία μέρα του Φλεβάρη 1533, καθώς λογαριάζουμε τώρα, αρχίζοντας το χρόνο
από τον Γενάρη»(Ι, ΧΧ). Πρέπει λοιπόν να ‘χουμε, στην ημερομηνία της γέννησής μας,
μια ή δέκα μέρες διαφορά. Είναι άραγε το αστρικό μας που το θέλει να είμαστε
άνθρωποι με καλή πίστη («είναι βιβλίο καλής πίστης…»), εμπειρικοί, «κενοστόχαστοι»
(αν μπορώ να τολμήσω τη λέξη για το «songe-creux»), «κυματιστοί και ποικίλοι» (δες και τον «suffisant lecteur»). Και μας αρέσει να
κουδουνίζουμε τη λέξη «ηδονή» στ’ αυτιά εκείνων που στραβομουτσουνιάζουν στ’
άκουσμά της (πάλι Ι, ΧΧ).
Και τούτη η άλλη αξιοπρόσεχτη λεπτομέρεια της
βιογραφίας του: Ο Montaigne,
από μια λόξα του πατέρα του, δε μίλησε παρά μόνο λατινικά ως την ηλικία έξι
χρονώ.
Σάββατο, 1 Οκτώβρη
1927
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΛΟΥ
Μας είχε πάρει ο
ύπνος κάτω από ένα πεύκο. Όταν ανοίξαμε τα μάτια, ο ήλιος κρύβουνταν στο
αντικρινό βουνό. Οι βελόνες των πεύκων έμοιαζαν αναμμένες στην άκρη, σα να τις είχαν
ετοιμάσει με σούρφανο και φώσφορο, όπως τα σπίρτα. Αναρωτήθηκα πού βρισκόμασταν.
Η πριγκίπισσα Λου μού έδειξε ένα κωνικό λοφάκι τυλιγμένο από την πάχνη του
κάμπου. Είπε: «Κακό σημάδι, φόρεσε το άσπρο του πένθος». Έπειτα άπλωσε τις δυο
παλάμες απάνω στις ξερές βελόνες που είχανε στρώσει το χώμα, χαμήλωσε το κεφάλι
ανάμεσα στους αγκώνες της και αφουγκράστηκε τη γη. «Δεν είναι για μας το κακό
σημάδι» ψιθύρισε χαμογελώντας.
Το μυαλό μου ήταν βαρύ από τους καπνούς του
ύπνου κι ένιωθα ακόμη στη γλώσσα την πίκρα από το ρετσίνι που είχαμε δαγκάσει
πριν κοιμηθούμε, για να ξεδιψάσουμε τάχα. Ένα σκυλί γάβγισε· ένα αεράκι μάς έφερε
το ζεστό ανάδοσμα μιας γειτονικής φωτιάς. Πέρασε μια γύφτισσα· η πριγκίπισσα
Λου της έτεινε το χέρι: «Εσύ, κερά μου, δούλα σε σπίτι είσαι, στρατιώτη αγαπάς…
καρδιά σου του κρύβεις, φαΐ του κρύβεις να του δώσεις, στρατιώτη κακό σκοπό
έχει, παρθενιά σου μονάχα γυρεύει· στεφάνια δε βλέπω…». Έδωσα ένα τάλιρο στη
γύφτισσα κι έφυγε. Η πριγκίπισσα Λου με κοίταξε πάλι, με το ίδιο χαμόγελο. «Δεν
είναι η δική μου τύχη αυτή». Είπε και μου ‘δειξε τις παλάμες της αυλακωμένες
από τις πευκοβελόνες.
Σκοτείνιαζε. Πήραμε το μονοπάτι γλιστρώντας
και βγήκαμε στο μεγάλο δρόμο. Περπατούσαμε σιωπηλοί. Κουδούνια κοπαδιού. Μια
νυχτερίδα έγραψε δυο τρία τρίγωνα κι εχάθη. Κοίταξα λοξά. Είδα τα μικρά της πόδια
σκονισμένα στις άκρες· ένιωθα πως αν έλεγε μια μόνο λέξη, θα μ’ έπαιρναν τα
δάκρυα. Γύρισα τα μάτια στ’ άλλο πλευρό του δρόμου· μια σειρά κυπαρίσσια, το
τελευταίο, μεγάλο και δυνατό, και το πρώτο φιντανάκι ακόμα. Μοιάζαν, έτσι κατά
σειρά, σαν τους αυλούς της σύριγγας του Πάνα. Στάθηκα και τα πρόσεχα.
Η πριγκίπισσα Λου ήρθε κοντά μου και κοίταζε
κι εκείνη ρίχνοντας πού και πού ένα κλεφτό βλέμμα προς εμένα, σα να ήθελε να
καταλάβει. Ξαφνικά, μ’ ένα μικρό απότομο πήδημα, άρπαξε την κορυφή του
μικρότερου κυπαρισσιού, ζυγιάστηκε, πήρε ορμή και τινάχτηκε στην κορυφή του
πλαϊνού μεγαλύτερου δέντρου. Έτσι συνέχισε από το πιο μικρό στο πιο μεγάλο. Την
έβλεπα να υψώνεται, από κορυφή σε κορυφή, ανεβαίνοντας τούτη την αέρινη σκάλα.
Όταν έφτασε στο τελευταίο κυπαρίσσι, το πιο αψηλό, αδιαφορώντας πως αυτό ήταν
πραγματικά το τελευταίο, ξανάρχισε την ίδια γυμναστική. Την παρακολουθούσα
λαχανιασμένος. Είδα με αγωνία το μικρό κορμί της να γράφει μια σκοτεινή καμπύλη
και να πέφτει δυο μέτρα μακρύτερα. Δεν άκουσα γδούπο ή θόρυβο. Σκέφτηκα για μια
στιγμή πως είχε φύγει, πως αυτός ήταν ο τρόπος της να φύγει, κι έκαμα να γυρίσω
πίσω στο σταθμό. Ύστερα υπάκουσα στη δεύτερη σκέψη, τη λογική, που μου έλεγε
πως πρέπει να πάω να ιδώ. Υπάκουσα· εδώ και χρόνια, το συναισθάνομαι, μ’ έχει
χαλάσει η λογική της ευθύνης. Έψαξα, έψαξα στον τόπο που λογάριαζα πως είχε
πέσει. Τίποτα. Ήμουνα πια εξαντλημένος, όταν η τελευταία ματιά μου προς το χώμα
πήρε, κοντά σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, το κορμάκι ενός σπουργίτη που θα ‘χε ψοφήσει
ίσως από το πρωί. Αυτό δεν είχε βέβαια σχέση με την υπόθεσή μου. Καμιά σχέση,
απολύτως. Το βράδυ σπίτι μου κοίταξα παλιές φωτογραφίες.
Πρώτη χειμωνιάτικη μέρα. Προπορεύεται μια
μουσική αυλών ζαλιστική. Σύρσιμο φτυαριού στο δρόμο· άσπρο απόγευμα. Η ακοή
μου, εξαντλημένη από την ένταση της αναμονής, γεννά ηχητικά φαντάσματα. Τα
αντικείμενα που με περιστοιχίζουν προβάλλουν, σχεδόν προκλητικά, τις γραμμές τους.
«ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ»
Κηφισιά, Κηφισά!
Φεύγω με το μπούσι
Και τ’ αγέρι που φυσά
Σκώνει σκόνη πούσι.
Ρηχή ψυχή, καρδιά φαρδιά,
Της ερωτιάς πραμάτεια,
Κηφισιά, πού ‘ναι η κοπελιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου