Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Από τον "Θείο Βάνια" του Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904) (Α' Πράξη, μετάφραση Λ.Καλλέργη, εκδόσεις Γκόνη, 1960)

................................................................

Από τον "Θείο Βάνια" του Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)


(Α' Πράξη, μετάφραση Λ.Καλλέργη, εκδόσεις Γκόνη, 1960)

...ΕΡΓΑΤΗΣ: Δεν είναι δω ο γιατρός; (Στον ΑΣΤΡΩΒ) Με συγχωρείτε, Μιχαήλ Λβόβιτς, σας ζητάνε. 
ΑΣΤΡΩΒ:  Από πού;
ΕΡΓΑΤΗΣ: Από το εργοστάσιο.
ΑΣΤΡΩΒ (με αγανάκτηση): Σας είμαι υπόχρεος!... Ε, λοιπόν, πρέπει να φεύγω... (Ψάχνει γύρω για το καπέλο του) Δουλειά κι αυτή να πάρει ο διάολος!
ΣΟΝΙΑ: Τι δυσάρεστο, αλήθεια! Να 'ρθείτε πάλι από το εργοστάσιο για να δειπνήσουμε.
ΑΣΤΡΩΒ: Όχι. Θα ΄ναι πια αργά. "Τι θέλω;... Τι ζητάω;"... (Στον ΕΡΓΑΤΗ) Άκουσε, φίλε μου, φέρε μου ένα ποτηράκι βότκα. (Ο ΕΡΓΑΤΗΣ βγαίνει) "Τι θέλω;... Τι ζητάω;"... (Βρίσκει το καπέλο του) Σε κάποιο έργο του Οστρόφσκι, υπάρχει ένας άνθρωπος με μεγάλα μουστάκια και με μικρές ικανότητες - τέτοιος είμαι κι εγώ. Λοιπόν σας χαιρετώ και στο επανιδείν. (Στην ΕΛΕΝΑ) Αν θέλατε να μ' επισκεφθείτε καμιά φορά μαζί με τη Σοφία Αλεξαντρόβνα, θα χαιρόμουνα ειλικρινά. Έχω ένα μικρό χτηματάκι, κάπου ενενήντα στρέμματα, αλλά έχει έναν πρωτότυπο κήπο κι ένα φυτώριο που τέτοιο δε θα βρείτε  ούτε σε χίλια μίλια ολόγυρα από δω - αν αυτό σας ενδιαφέρει... Δίπλα ακριβώς στο χτήμα μου είναι το δασονομείο. Ο δασονόμος είναι γέρος και πάντα άρρωστος, έτσι ουσιαστικά, όλες τις δουλειές τις διευθύνω εγώ.
ΕΛΕΝΑ: Έχω μάθει πως αγαπάτε πολύ τα δάση. Βέβαια, αυτό μπορεί να 'ναι πολύ ωφέλιμο, αλλά δε σας εμποδίζει άραγε από την πραγματική αποστολή; Είσαστε γιατρός. 
ΑΣΤΡΩΒ: Μόνο ένας θεός ξέρει ποια είναι η πραγματική μας αποστολή.
ΕΛΕΝΑ: Και έχει ενδιαφέρον αυτό;
ΑΣΤΡΩΒ: Ναι, είναι μια δουλειά ενδιαφέρουσα.
ΒΟΪΝΙΤΣΚΙ (ειρωνικά): Βέβαια, πάρα πολύ!
ΕΛΕΝΑ: Είστε ακόμα νέος - δεν φαίνεστε παραπάνω από τριανταέξι-τριανταεφτά χρονών... και δε μπορεί να 'ναι για σας  αυτή η δουλειά τόσο ενδιαφέρουσα όσο λέτε. Όλο τα δέντρα, τα δέντρα... Φαντάζομαι μια τέτοια ασχολία θα 'ναι μονότονη.
ΣΟΝΙΑ: Όχι, έχει φοβερό ενδιαφέρον. Ο Μιχαήλ Λβόβιτς φυτεύει κάθε χρόνο καινούργια δάση. Τού στείλανε κιόλας ένα χάλκινο μετάλλιο κι ένα δίπλωμα. Προσπαθεί να προφυλάξει τα παλιά δάση, να μην τα καταστρέψουν. Αν τον ακούσετε θα συμφωνήσετε κι εσείς μαζί του. Λέει πως τα δάση στολίζουν κι ομορφαίνουν τη γη, πως μαθαίνουν τον άνθρωπο να καταλαβαίνει την ομορφιά και πλουτίζουν την ψυχή του με ωραία αισθήματα. Τα δάση μαλακώνουν το σκληρό κλίμα. Κι εκεί που το κλίμα είναι μαλακό, ο άνθρωπος ξοδεύει λιγότερες δυνάμεις στον αγώνα με τη φύση και γίνεται πιο καλός, πιο τρυφερός. Εκεί οι άνθρωποι είναι όμορφοι, λυγεροί, ευαίσθητοι. Η γλώσσα τους είναι ωραία, οι κινήσεις τους χαριτωμένες... Σε τέτοιους τόπους ακμάζουν οι Τέχνες και οι επιστήμες, η φιλοσοφία τους δεν είναι απαισιόδοξη και οι σχέσεις τους με τη γυναίκα είναι όλο λεπτότητα, ευγένεια...
ΒΟΪΝΙΤΣΚΙ (γελώντας): Μπράβο, μπράβο! Όλ' αυτά είναι πολύ ωραία, αλλά εμένα δε μου λένε τίποτα. Επομένως (στον ΑΣΤΡΩΒ) επίτρεψέ μου, αγαπητέ μου φίλε, να καίω τη σόμπα μου με ξύλα και να χτίζω τις αποθήκες μου με ξυλεία.
ΑΣΤΡΩΒ: Μπορείς να καις τη σόμπα σου με πετροκάρβουνο και να χτίζεις τις αποθήκες σου με τούβλα! Ε, λοιπόν, παραδέχομαι να κόψεις ξύλα, αφού έχεις ανάγκη, αλλά γιατί να καταστρέφεις τα δάση; Τα ρωσικά δάση τρίζουνε κάτω απ' το τσεκούρι. Καταστρέφονται δισεκατομμύρια δέντρα, ερημώνονται οι φωλιές των άγριων ζώων και των πουλιών, τα ποτάμια λιγοστεύουνε και ξεραίνονται και θαυμάσια τοπία αφανίζονται για πάντα. Κι όλ' αυτά γιατί; Γιατί του τεμπέλη του ανθρώπου δεν το κόβει το μυαλό να σκύψει και να βγάλει μέσα από τη γη την καύσιμη ύλη. (Στην ΕΛΕΝΑ) Δεν έχω δίκιο, κυρία μου; Πρέπει να 'ναι κανείς απερίσκεπτος, βάρβαρος, για να καίει στη σόμπα του αυτή την ομορφιά, να καταστρέφει εκείνο που δεν μπορεί να δημιουργήσει. Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογικό και δημιουργική δύναμη για να μεγαλώνει και να πληθαίνει αυτό που του δόθηκε. Όμως ως τώρα δεν δημιούργησε τίποτα - κατάστρεψε μόνο. Τα δάση όλο και λιγοστεύουνε, τα ποτάμια ξεραίνονται, τα άγρια ζώα εξαφανίζονται, το κλίμα καταστρέφεται και η γη από μέρα σε μέρα γίνεται όλο και πιο φτωχή, πιο άσχημη. (Στον ΒΟΪΝΙΤΣΚΙ) Εσύ όμως κάθεσαι κει πέρα, με κοιτάζεις με ειρωνεία κι όλα αυτά που λέω δε σου φαίνονται σοβαρά. Νομίζεις πως είναι ιδιοτροπίες και παραξενιές. Μα όταν περνάω κοντά από τα δάση αυτής της επαρχίας, που τα 'σωσα από το πελέκημα και την καταστροφή, κι όταν ακούω να βουίζει το καινούργιο μου δάσος, που το φύτεψα με τα ίδια μου τα χέρια, νιώθω πως το κλίμα αυτό είναι λιγάκι και στη δική μου εξουσία, και πως αν ο άνθρωπος σε χίλια χρόνια θα 'ναι ευτυχισμένος, θα 'χω βάλει κι εγώ λίγο το χεράκι μου. Όταν φυτεύω τη σημύδα και τη βλέπω ύστερα να πρασινίζει, να φουντώνει και να κουνιέται στον αέρα, η ψυχή μου γιομίζει από περηφάνια και... (βλέποντας τον ΕΡΓΑΤΗ που του έφερε στο δίσκο ένα ποτηράκι βότκα). Ναι... ωστόσο... (πίνει)... Είναι ώρα να πηγαίνω. Τώρα, βέβαια, όλ' αυτά μπορεί να 'ναι και ιδιοτροπίες, δε λέω... Λοιπόν έχω την τιμή να σας υποβάλω τα σέβη μου! (Προχωρεί προς το σπίτι).
ΣΟΝΙΑ (τον πιάνει από το μπράτσο και προχωρεί μαζί του). Πότε θα μας ξανάρθετε;
ΑΣΤΡΩΒ: Δεν ξέρω.
ΣΟΝΙΑ: Πάλι ύστερ' από κανένα μήνα;...


Δεν υπάρχουν σχόλια: