....................................................
Οι μεν ιππήων στράτον, οι δε πέσδων,
Οι δε νάων φαίσ’ επί γαμ μέλαινναν
Έμμεναι κάλλιστον, έγω δε κην
όττω τις έραται.
Μερικοί λένε ότι το λαμπρότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη
Είναι ένας στρατός καβαλάρηδων, κι άλλοι ένας στρατός πεζών –
Εγώ όμως λέω ότι το λαμπρότερο πράγμα είναι κείνο
που αγαπά ο καθένας.
Γλύκηα μάτερ, ού τοι δύναμαι κρέκην τον ίστον
πόθωι δάμεισα παίδος βραδίναν δι’ Αφρόδιταν.
Γλυκιά μου μάνα, δε μπορώ πια να χτυπώ το υφάδι
απ’ του παλικαριού τον πόθο λαβωμένη
που μού ’στειλε η λυγερή Αφροδίτη.
Ήλθες, κάλ’ επόησας, έγω δέ σ’ εμαιόμαν,
αν δ’ έφλυξας έμαν φρένα καιομέναν πόθωι
Ήρθες, καλά που έκανες, κι εγώ σε λαχταρούσα
τα σωθικά μου κόχλαζαν, καίγονταν απ’ τον πόθο.
και ποθήω και μάομαι
Και ποθώ και λαχταρώ
Έρως δ’ ετίναξέ μοι φρένας
Ως άνεμος κάτ’ όρος δρύσιν εμπέτων
Ο έρωτας συγκλόνισε την καρδιά μου (μου τίναξε το μυαλό)
όπως ο άνεμος που χυμά στις βελανιδιές στο βουνό
(και τα φύλλα θροϊζουν...)
Έρως δηύτέ μ’ ο λυσιμελής δόνει ,
Γλυκύπικρον αμάχανανον όρπετον.
Πάλι ο Έρωτας που λύνει τα μέλη, με συγκλονίζει,
αυτό το γλυκόπικρο ερπετό, που είναι αδύνατον να του ξεφύγεις.
οίον το γλυκύμαλον ερεύθεται άκρωι επ’ ύσδωι,
άκρον επ’ ακροτάτωι, λελάθοντο δε μαλοδρόπηες ·
ου μαν εκλελάθοντ’, αλλ’ ουκ εδύναντ’ επίκεσθαι.
Όπως το γλυκόμηλο κοκκινίζει στο πιο ψηλό κλαδί, πιο πάνω
και απ’ το πιο ψηλό κλαδί, οι μαζώχτρες το ξέχασαν -
όχι δεν το ξέχασαν ακριβώς, αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν τόσο ψηλά..
σοι χάριεν μεν είδος, όππατα δ’
μέλλιχ’ , έρος δ’ επ’ ιμέρτωι κέχυται προσώπωι
τετίμακ’ έξοχά σ’ Αφρόδιτα
Γλυκιά η θωριά σου, τα μάτια σου
μελένια, έρωτας χύνεται στο ποθητό σου πρόσωπο
ξεχωριστά σ’ έχει προικίσει η Αφροδίτη.
δέδυκε μεν α σελάννα και πληίαδες · μέσαι δέ
νύκτες, παρά δ’ έρχετ’ ώρα, έγω δε μόνα κατεύδω.
κρύφτηκαν το φεγγάρι κι οι πλειάδες ·
μεσάνυχτα· η ώρα περνά κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
Όλβιε γάμβρε, σοι μεν δη γάμος ως άραο
εκτετέλεστ’, έχηις δε παρθένον, αν άραο.
σοι χάριεν μεν είδος, όπτατα
μέλλιχ’, έρπς δ’ επ’ ιμέρτωι κέχυται προσώπωι
…τετίμακ’ έξοχά σ’ Αφροδίτα
Ευτυχισμένε γαμπρέ, ο γάμος σου έγινε όπως ευχήθηκες και να που
Έχεις στα χέρια σου μια κοπελιά όπως την επιθυμούσες. Εσύ έχεις
θελκτική ομορφιά όπως και ττης νύφης τα μάτια είναι γλυκά σα
μέλι, και χαμογελαστή αγάπη είναι απλωμένη στο αξιαγάπητο
πρόσωπό της. Η Αφροδίτη σε τίμησε περισσότερο από κάθε άλλον.
φαίνεταί μοι κήνος ίσος θέοισιν
έμμεν' ώνηρ, όττις ενάντιός τοι
ισδάνει και πλάσιον άδυ φωνεί-
σας υπακούει
και γελαίσας ιμέροεν, τό μ' η μάν
καρδίαν εν στήθεσιν επτόαισεν,
ως γαρ ές σ' ίδω βρόχε' ώς με φώναι-
σ' ούδ' έν έτ' είκει,
αλλά κάμ μεν γλώσσα έαγε, λέπτον
δ' αύτικα χρώ πυρ υπαδεδρόμηκεν,
οπτάτεσσι δ' ούδ' έν όρημμ' επιρρόμ-
βεισι δ' άκουαι,
εκ δέ μ' ίδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παίσαν άγρει, χλωροτέρα δε ποίας
έμμι, τεθνάκην δ'ολίγω 'πιδεύης
φαίνομ' έμ' αύτα.
Ίσος με τους θεούς , μου φαίνεται ο άντρας εκείνος που κάθεται
αντίκρυ και σιμά σου, ακούγοντάς σε να γλυκομιλείς.
Και να γελάς τόσο όμορφα. Αυτό στ’ αλήθεια κάνει την καρδιά μου
να σκιρτά μέσα στα στήθη μου. Γιατί κάθε που σε κοιτάζω για μια
έστω στιγμή, λέξη δε μού ’ρχεται στα χείλη,
Αλλά η γλώσσα μου παγώνει στη σιωπή, ευθύς μια λεπτή φλόγα
αρχινά να τρέχει πάνω από το δέρμα μου, τα μάτια μου παύουν να
βλέπουν και τα αυτιά μου αρχίζουν να βουίζουν.
Ιδρώτας με πλημμυρίζει και ένα τρέμουλο με συνεπαίρνει ολόκληρη,
Γίνομαι πιο χλωμή και από τη χλόη, και στο σκοτισμένο λογικό μου ,
μου φαίνεται πως πάω να ξεψυχήσω.
Και από μετάφραση Ελύτη:
Θεός μου φαίνεται στ’ αλήθεια εμένα κείνος
ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβάνει
και το γέλιο σου αχ που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος τήν καρδιά μου
σου τ’ ορκίζομαι· γιατί μόλις που πάω να
σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται η μιλιά μου
μες στο στόμα η γλώσσα μου
στεγνώνει· πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι
ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μα βου-
ίζουν τ’ αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει· τρέμω σύγκορμη αχ
και πρασινίζω σάν το χόρτο και λέω πώς
λίγο ακόμη· λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυχήσω.
Άλλη μετάφραση:
Ίδιος θεός μου φαίνεται εκείνος εκεί ο άντρας
που απέναντί σου κάθεται,
κι από κοντά το γλυκομίλημά σου
ακούει
και τ' όμορφο το γέλιο σου,
τούτο που την καρδιά μου, αληθινά, ταράζει μες στα στήθη'
όταν για λίγο σε κοιτώ, μήτε φωνή μήτε μια λέξη
βγάζω,
καθώς η γλώσσα μου έχει παγώσει στη σιωπή
κι ευθύς, κάτω απ' το δέρμα μου, μικρή φωτιά χυμάει.
Τα μάτια μου δεν βλέπουν τίποτε, βουίζουνε
τ' αυτιά μου,
κι ιδρώτα χύνει το κορμί' ολόκληρη ένα τρέμουλο
μ' αδράχνει, πιο πράσινη κι απ' το γρασίδι γίνομαι
και φαίνομαι απ' το θάνατο λίγο εγώ ν' απέχω,
με σαλεμένα τα μυαλά.
EΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΜΕΛΙΧΟΜΕΙΔΗ ΣΑΠΦΩ
http://www.zougla.gr, Τετάρτη, 13 Ιουλίου 2011
Οι μεν ιππήων στράτον, οι δε πέσδων,
Οι δε νάων φαίσ’ επί γαμ μέλαινναν
Έμμεναι κάλλιστον, έγω δε κην
όττω τις έραται.
Μερικοί λένε ότι το λαμπρότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη
Είναι ένας στρατός καβαλάρηδων, κι άλλοι ένας στρατός πεζών –
Εγώ όμως λέω ότι το λαμπρότερο πράγμα είναι κείνο
που αγαπά ο καθένας.
Γλύκηα μάτερ, ού τοι δύναμαι κρέκην τον ίστον
πόθωι δάμεισα παίδος βραδίναν δι’ Αφρόδιταν.
Γλυκιά μου μάνα, δε μπορώ πια να χτυπώ το υφάδι
απ’ του παλικαριού τον πόθο λαβωμένη
που μού ’στειλε η λυγερή Αφροδίτη.
Ήλθες, κάλ’ επόησας, έγω δέ σ’ εμαιόμαν,
αν δ’ έφλυξας έμαν φρένα καιομέναν πόθωι
Ήρθες, καλά που έκανες, κι εγώ σε λαχταρούσα
τα σωθικά μου κόχλαζαν, καίγονταν απ’ τον πόθο.
και ποθήω και μάομαι
Και ποθώ και λαχταρώ
Έρως δ’ ετίναξέ μοι φρένας
Ως άνεμος κάτ’ όρος δρύσιν εμπέτων
Ο έρωτας συγκλόνισε την καρδιά μου (μου τίναξε το μυαλό)
όπως ο άνεμος που χυμά στις βελανιδιές στο βουνό
(και τα φύλλα θροϊζουν...)
Έρως δηύτέ μ’ ο λυσιμελής δόνει ,
Γλυκύπικρον αμάχανανον όρπετον.
Πάλι ο Έρωτας που λύνει τα μέλη, με συγκλονίζει,
αυτό το γλυκόπικρο ερπετό, που είναι αδύνατον να του ξεφύγεις.
οίον το γλυκύμαλον ερεύθεται άκρωι επ’ ύσδωι,
άκρον επ’ ακροτάτωι, λελάθοντο δε μαλοδρόπηες ·
ου μαν εκλελάθοντ’, αλλ’ ουκ εδύναντ’ επίκεσθαι.
Όπως το γλυκόμηλο κοκκινίζει στο πιο ψηλό κλαδί, πιο πάνω
και απ’ το πιο ψηλό κλαδί, οι μαζώχτρες το ξέχασαν -
όχι δεν το ξέχασαν ακριβώς, αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν τόσο ψηλά..
σοι χάριεν μεν είδος, όππατα δ’
μέλλιχ’ , έρος δ’ επ’ ιμέρτωι κέχυται προσώπωι
τετίμακ’ έξοχά σ’ Αφρόδιτα
Γλυκιά η θωριά σου, τα μάτια σου
μελένια, έρωτας χύνεται στο ποθητό σου πρόσωπο
ξεχωριστά σ’ έχει προικίσει η Αφροδίτη.
δέδυκε μεν α σελάννα και πληίαδες · μέσαι δέ
νύκτες, παρά δ’ έρχετ’ ώρα, έγω δε μόνα κατεύδω.
κρύφτηκαν το φεγγάρι κι οι πλειάδες ·
μεσάνυχτα· η ώρα περνά κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
Όλβιε γάμβρε, σοι μεν δη γάμος ως άραο
εκτετέλεστ’, έχηις δε παρθένον, αν άραο.
σοι χάριεν μεν είδος, όπτατα
μέλλιχ’, έρπς δ’ επ’ ιμέρτωι κέχυται προσώπωι
…τετίμακ’ έξοχά σ’ Αφροδίτα
Ευτυχισμένε γαμπρέ, ο γάμος σου έγινε όπως ευχήθηκες και να που
Έχεις στα χέρια σου μια κοπελιά όπως την επιθυμούσες. Εσύ έχεις
θελκτική ομορφιά όπως και ττης νύφης τα μάτια είναι γλυκά σα
μέλι, και χαμογελαστή αγάπη είναι απλωμένη στο αξιαγάπητο
πρόσωπό της. Η Αφροδίτη σε τίμησε περισσότερο από κάθε άλλον.
φαίνεταί μοι κήνος ίσος θέοισιν
έμμεν' ώνηρ, όττις ενάντιός τοι
ισδάνει και πλάσιον άδυ φωνεί-
σας υπακούει
και γελαίσας ιμέροεν, τό μ' η μάν
καρδίαν εν στήθεσιν επτόαισεν,
ως γαρ ές σ' ίδω βρόχε' ώς με φώναι-
σ' ούδ' έν έτ' είκει,
αλλά κάμ μεν γλώσσα έαγε, λέπτον
δ' αύτικα χρώ πυρ υπαδεδρόμηκεν,
οπτάτεσσι δ' ούδ' έν όρημμ' επιρρόμ-
βεισι δ' άκουαι,
εκ δέ μ' ίδρως κακχέεται, τρόμος δέ
παίσαν άγρει, χλωροτέρα δε ποίας
έμμι, τεθνάκην δ'ολίγω 'πιδεύης
φαίνομ' έμ' αύτα.
Ίσος με τους θεούς , μου φαίνεται ο άντρας εκείνος που κάθεται
αντίκρυ και σιμά σου, ακούγοντάς σε να γλυκομιλείς.
Και να γελάς τόσο όμορφα. Αυτό στ’ αλήθεια κάνει την καρδιά μου
να σκιρτά μέσα στα στήθη μου. Γιατί κάθε που σε κοιτάζω για μια
έστω στιγμή, λέξη δε μού ’ρχεται στα χείλη,
Αλλά η γλώσσα μου παγώνει στη σιωπή, ευθύς μια λεπτή φλόγα
αρχινά να τρέχει πάνω από το δέρμα μου, τα μάτια μου παύουν να
βλέπουν και τα αυτιά μου αρχίζουν να βουίζουν.
Ιδρώτας με πλημμυρίζει και ένα τρέμουλο με συνεπαίρνει ολόκληρη,
Γίνομαι πιο χλωμή και από τη χλόη, και στο σκοτισμένο λογικό μου ,
μου φαίνεται πως πάω να ξεψυχήσω.
Και από μετάφραση Ελύτη:
Θεός μου φαίνεται στ’ αλήθεια εμένα κείνος
ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβάνει
και το γέλιο σου αχ που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος τήν καρδιά μου
σου τ’ ορκίζομαι· γιατί μόλις που πάω να
σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται η μιλιά μου
μες στο στόμα η γλώσσα μου
στεγνώνει· πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι
ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μα βου-
ίζουν τ’ αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει· τρέμω σύγκορμη αχ
και πρασινίζω σάν το χόρτο και λέω πώς
λίγο ακόμη· λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυχήσω.
Άλλη μετάφραση:
Ίδιος θεός μου φαίνεται εκείνος εκεί ο άντρας
που απέναντί σου κάθεται,
κι από κοντά το γλυκομίλημά σου
ακούει
και τ' όμορφο το γέλιο σου,
τούτο που την καρδιά μου, αληθινά, ταράζει μες στα στήθη'
όταν για λίγο σε κοιτώ, μήτε φωνή μήτε μια λέξη
βγάζω,
καθώς η γλώσσα μου έχει παγώσει στη σιωπή
κι ευθύς, κάτω απ' το δέρμα μου, μικρή φωτιά χυμάει.
Τα μάτια μου δεν βλέπουν τίποτε, βουίζουνε
τ' αυτιά μου,
κι ιδρώτα χύνει το κορμί' ολόκληρη ένα τρέμουλο
μ' αδράχνει, πιο πράσινη κι απ' το γρασίδι γίνομαι
και φαίνομαι απ' το θάνατο λίγο εγώ ν' απέχω,
με σαλεμένα τα μυαλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου