......................................................
Ασπρόμαυρη ομοιοπαθητική
Ας ξαναπούμε δυο-τρία κλισέ. Ισως έχουν
ακόμα σημασία. Το να προσπαθείς να καταλάβεις δεν σημαίνει ότι
υιοθετείς. Το να προσπαθείς να ερμηνεύσεις δεν σημαίνει ότι δικαιώνεις.
Το να λες μια-δυο σκέψεις πριν καταδικάσεις δεν σημαίνει ότι αμβλύνεις
δολίως την καταδίκη σου. Για την επιτοίχια ζωγραφική και σκιτσογραφία,
τώρα. Που έχει την ιστορία της, τις σχολές, τα εθνικά της γνωρίσματα.
Αντιμετωπίζεται πια σαν κομμάτι της τέχνης, κι ας μη συμφωνούν σ’ αυτό
οι βλοσυρότεροι εκ των «καθιερωμένων».
Για τους «γκραφιτίστας», όλος ο δημόσιος χώρος και μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού είναι μια τεράστια επιφάνεια προς εκμετάλλευση. Αλλοι, επειδή δεν έχουν τις προσβάσεις και άλλοι επειδή δεν θέλουν να τις αποκτήσουν ή από κάποια στιγμή αποστρέφονται την επισημότητα, επιλέγουν τον ανοιχτό χώρο αντί της κλειστής αίθουσας τέχνης, για να εκθέσουν εκεί ό,τι παράγουν τα χέρια τους. Και συχνά η δουλειά τους καθηλώνει το δημόσιο βλέμμα και δίνει λαβή για σενάρια καλλιτεχνικο-αστυνομικού μυστηρίου: «Ποιοι είναι; Τι θέλουν να πουν;»
Δεν είναι βέβαιο ότι «κάτι θέλουν να πουν» όλα τα αποτυπώματα της επιτοίχιας ζωγραφικής. Οπως δεν είναι βέβαιο ότι «κάτι θέλουν να πουν», κάτι βαρύ, όλα τα έργα της επίσημης τέχνης. Δεν έχει κάνει μικρή ζημιά στην ανάγνωση και την οικείωση της τέχνης το κλισέ «τι θέλει να πει ο ποιητής» - ή ο ζωγράφος. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να διαβάζουμε σαν μήνυμα ή σύνθημα οτιδήποτε εικαστικό βλέπουμε σε προσόψεις κτιρίων ή υπόγειες διαβάσεις, αρμονικό ή κακόγουστο, προϊόν στιγμιαίου αυτοσχεδιασμού ή οργανωμένης προσπάθειας. Ανάμεσα στην εξιδανίκευση και στην εκ προοιμίου απόρριψη υπάρχει πάντα ένα δρομάκι.
Το γκράφιτι επί του Πολυτεχνείου πρέπει να χρειάστηκε αρκετό χρόνο. Λόγω του μεγέθους του, όχι λόγω μιας απαιτητικής έμπνευσης. Στην περίπτωσή του, η όλη ιδέα συνοψίζεται στον στίχο του λαϊκού τραγουδιού «είν’ όλα μαύρα». Οι κατασκευαστές (για «ομάδα καλλιτεχνών» μίλησε στην «Athens Voice» «ένας γκραφιτάς που τους γνωρίζει») δεν θέλησαν απλώς να δείξουν κάτι, να στείλουν κι αυτοί ένα μήνυμα χρησιμοποιώντας ένα μνημείο βαρυφορτωμένο από συμβολισμούς. Θέλησαν να κυριέψουν το ίδιο το κτίριο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι είναι ήδη και ιστορία και τέχνη και αλλοιώνοντας βίαια σε ιδιωτικό τον δημόσιο χαρακτήρα του.
Αν πούμε ότι σκόπευαν να καταγγείλουν τη μαυρίλα της πόλης ή της ζωής αδειάζοντας κουβάδες μαύρο χρώμα, πρέπει επίσης να πούμε ότι η παράδοξη ομοιοπαθητική τους, αποτυπωμένη σ’ ένα άναρθρο, ασύντακτο σχέδιο, απέτυχε. Ακόμα κι αν επέλεξαν να μοιάζει το έργο τους με μια τεράστια καταθλιπτική μουντζούρα, ώστε να καταγγέλλεται έτσι η μουντζουρωμένη ζωή, η εξουσία που τη μουντζουρώνει κ.τ.λ., πιστεύω ότι μόνο οι φετιχιστές της πρόκλησης και του αυθορμητισμού, ο οποίος μάλιστα απουσιάζει εδώ, θα επέμεναν ότι το αποτέλεσμα διαθέτει καλλιτεχνική ή πολιτική αξία.
Για τους «γκραφιτίστας», όλος ο δημόσιος χώρος και μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού είναι μια τεράστια επιφάνεια προς εκμετάλλευση. Αλλοι, επειδή δεν έχουν τις προσβάσεις και άλλοι επειδή δεν θέλουν να τις αποκτήσουν ή από κάποια στιγμή αποστρέφονται την επισημότητα, επιλέγουν τον ανοιχτό χώρο αντί της κλειστής αίθουσας τέχνης, για να εκθέσουν εκεί ό,τι παράγουν τα χέρια τους. Και συχνά η δουλειά τους καθηλώνει το δημόσιο βλέμμα και δίνει λαβή για σενάρια καλλιτεχνικο-αστυνομικού μυστηρίου: «Ποιοι είναι; Τι θέλουν να πουν;»
Δεν είναι βέβαιο ότι «κάτι θέλουν να πουν» όλα τα αποτυπώματα της επιτοίχιας ζωγραφικής. Οπως δεν είναι βέβαιο ότι «κάτι θέλουν να πουν», κάτι βαρύ, όλα τα έργα της επίσημης τέχνης. Δεν έχει κάνει μικρή ζημιά στην ανάγνωση και την οικείωση της τέχνης το κλισέ «τι θέλει να πει ο ποιητής» - ή ο ζωγράφος. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να διαβάζουμε σαν μήνυμα ή σύνθημα οτιδήποτε εικαστικό βλέπουμε σε προσόψεις κτιρίων ή υπόγειες διαβάσεις, αρμονικό ή κακόγουστο, προϊόν στιγμιαίου αυτοσχεδιασμού ή οργανωμένης προσπάθειας. Ανάμεσα στην εξιδανίκευση και στην εκ προοιμίου απόρριψη υπάρχει πάντα ένα δρομάκι.
Το γκράφιτι επί του Πολυτεχνείου πρέπει να χρειάστηκε αρκετό χρόνο. Λόγω του μεγέθους του, όχι λόγω μιας απαιτητικής έμπνευσης. Στην περίπτωσή του, η όλη ιδέα συνοψίζεται στον στίχο του λαϊκού τραγουδιού «είν’ όλα μαύρα». Οι κατασκευαστές (για «ομάδα καλλιτεχνών» μίλησε στην «Athens Voice» «ένας γκραφιτάς που τους γνωρίζει») δεν θέλησαν απλώς να δείξουν κάτι, να στείλουν κι αυτοί ένα μήνυμα χρησιμοποιώντας ένα μνημείο βαρυφορτωμένο από συμβολισμούς. Θέλησαν να κυριέψουν το ίδιο το κτίριο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι είναι ήδη και ιστορία και τέχνη και αλλοιώνοντας βίαια σε ιδιωτικό τον δημόσιο χαρακτήρα του.
Αν πούμε ότι σκόπευαν να καταγγείλουν τη μαυρίλα της πόλης ή της ζωής αδειάζοντας κουβάδες μαύρο χρώμα, πρέπει επίσης να πούμε ότι η παράδοξη ομοιοπαθητική τους, αποτυπωμένη σ’ ένα άναρθρο, ασύντακτο σχέδιο, απέτυχε. Ακόμα κι αν επέλεξαν να μοιάζει το έργο τους με μια τεράστια καταθλιπτική μουντζούρα, ώστε να καταγγέλλεται έτσι η μουντζουρωμένη ζωή, η εξουσία που τη μουντζουρώνει κ.τ.λ., πιστεύω ότι μόνο οι φετιχιστές της πρόκλησης και του αυθορμητισμού, ο οποίος μάλιστα απουσιάζει εδώ, θα επέμεναν ότι το αποτέλεσμα διαθέτει καλλιτεχνική ή πολιτική αξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου