Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

"Τι σημαίνει: Ετεροντροπή" έγραψε ο Παύλος Μεθενίτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" / ΝΗΣΙΔΕΣ 29.11.25)

 ...............................................................



Τι σημαίνει: Ετεροντροπή

 


έγραψε ο Παύλος Μεθενίτης   ("Εφημερίδα των Συντακτών" / ΝΗΣΙΔΕΣ 29.11.25)




Και μάλιστα νιώθω ετεροντροπή για την Αριστερά ακριβώς επειδή την πονάω, επειδή τοποθετώ τον εαυτό μου στο φάσμα της. Δεν νιώθεις ετεροντροπή για κάποιον που σου είναι εντελώς αδιάφορος ή ακόμα και αντιπαθής


Ομολογώ πως δεν γνώριζα τον νεολογισμό «ετεροντροπή». Ισως και να τον είχα δει κάπου, αλλά μου φάνηκε τόσο αδόκιμος, τόσο δυσάρεστος, που τον είχα απωθήσει. Ομως πρόσφατα τον εντόπισα σε ένα κείμενο, που στηλίτευε τον καλπάζοντα ναρκισσισμό μιας κομματικής ηγέτιδας. Ο συντάκτης ένιωθε ντροπή για λογαριασμό κάποιου άλλου, εν προκειμένω αυτής της κυρίας, που το επιθετικό μάρκετινγκ αυτοπροβολής της, κατά τη γνώμη του τη γελοιοποιούσε.Ετεροντροπή, λοιπόν. Το αίσθημα ντροπής που νιώθεις για κάποιον που βρίσκεται σε αμήχανη θέση, όταν του συμβαίνει κάτι που τον μειώνει, τον καθιστά καταγέλαστο δημόσια. Η λέξη, απ’ ό,τι κατάλαβα ψάχνοντας στο διαδίκτυο, διότι δεν είναι ακόμη λεξικογραφημένη, είναι η απόδοση του αγγλικού όρου «second hand embarrassment», με προέλευση από το Τουίτερ. Κυριολεκτικά θα μπορούσε να μεταφραστεί, μάλλον αποτυχημένα, ως «ενόχληση δεύτερο χέρι», ενώ πιο σωστό θα ήταν το «έμμεση αμηχανία». Πότε νιώθουμε «ετεροντροπή»; Οταν, σύμφωνα με την ιστοσελίδα oneman.gr, κάποιος σκοντάφτει και πέφτει σε δημόσιο χώρο, για παράδειγμα. Ή όταν έχεις βγει με ένα ζευγάρι, κι εκείνο αρχίζει να τσακώνεται μπροστά σου, ή όταν ένας μεθυσμένος φίλος σου κάνει χοντροκομμένο καμάκι σε μια κοπέλα στο μπαρ κ.λπ.


Δεν ξέρω εάν χρειαζόταν να δημιουργηθεί μια καινούργια λέξη, για να περιγράψει εκείνο το σύνθετο αίσθημα ενόχλησης, οίκτου και χαιρέκακης ευθυμίας που μας καταλαμβάνει όταν βλέπουμε κάποιον να ρεζιλεύεται μπροστά μας. Θεωρείται αστείο να βλέπεις το πάθημα του άλλου, όταν δεν είναι σοβαρό, όταν τραυματίζεται μόνο το κύρος του – κυρίως γιατί δεν συμβαίνει σε σένα... Παράδειγμα τα ατέλειωτα κωμικά γκαγκ στον κινηματογράφο, που κάποιου του έρχεται μια τούρτα στη μούρη, ή κάποιος που πατάει μια μπανανόφλουδα. Ωστόσο, μετά το πρώτο γέλιο, κάπως συνερχόμαστε, κάπως ενεργοποιείται ο κοινωνικός πολιτισμός μας, και τότε συμπονούμε τον κακομοίρη που την πάτησε. Πράγματι, ένας νεολογισμός για να περιγράψει αυτό το αίσθημα μου φαινόταν αχρείαστος, αλλά τώρα είδα την ετεροντροπή να προβιβάζεται σε νοηματική ψηφίδα ενός πολιτικού κειμένου.

Κι όσο κι αν δεν μου άρεσε αρχικά, τώρα που το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο αναγκάζομαι να παραδεχτώ πως η ετεροντροπή όντως αποδίδει με σαφήνεια μια κατάσταση που όλο και περισσότερο επιδεινώνεται, βυθίζοντας πολλούς ανθρώπους στη μελαγχολία.

Ασφαλώς μιλώ για τη γελοία τάση της Αριστεράς να διασπάται, και να ξαναδιασπάται, και να διασπάται μετά λίγο ακόμα, συνέχεια, εμμονικά, ψυχαναγκαστικά, λες και είναι γραμμένο στο DNA της, λες και δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά, λες και πλάστηκε για να συμπεριφέρεται σαν μια αενάως διχοτομούμενη αμοιβάδα. Αυτό περιγράφει ακριβώς η ετεροντροπή: η Αριστερά με κάνει, και όχι μόνο εμένα, να ντρέπομαι για λογαριασμό της.

Και μάλιστα νιώθω ετεροντροπή για την Αριστερά ακριβώς επειδή την πονάω, επειδή τοποθετώ τον εαυτό μου στο φάσμα της. Δεν νιώθεις ετεροντροπή για κάποιον που σου είναι εντελώς αδιάφορος ή ακόμα και αντιπαθής. Δεν δίνω δεκάρα, χέστηκα για το αν ο Ντόναλντ Τραμπ, για παράδειγμα, ήταν, είναι και θα είναι ένας γελοίος τύπος, ένας ελεεινός καραγκιόζης, ένα δαιμονικός κλόουν – ασφαλώς και δεν ντρέπομαι για λογαριασμό του. Με την Αριστερά όμως, ναι, νιώθω ντροπή γι’ αυτή, και όχι εγώ μόνο, αλλά πολλοί. Νιώθω ετεροντροπή για την κατάντια της, που κάνει ό,τι μπορεί, ό,τι περνάει από το χέρι της, για να μη φύγει ποτέ η Δεξιά από την εξουσία.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Leonard Cohen - "Take This Waltz" (Official Live in London 2008) (youtube, 29.3.2019)

 ...............................................................


Leonard Cohen - Take This Waltz (Official Live in London 2008)

(youtube, 29.3.2019)


"Το Υπόλοιπο" ποίημα του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 29.11.2025)

 ..............................................................




                         Χάρης Μελιτάς 




ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ



Απ' τους ακέραιους φοβήθηκα το δύο
ιδίως στο πεδίο των ερώτων.
Όσο απλές υπόσχεται τις πράξεις
καραδοκεί το φάσμα της απάτης
στις αλχημείες των προσθαφαιρέσεων
κι ο τρόμος που κρυμμένος επι-κρέμαται
στους λαβυρίνθους των πολλαπλασιασμών.
Μα πιότερο με σκιάζει η διαίρεση.
Αν είναι τέλεια, μπορείς να την αντέξεις.
Καθένας παίρνει ένα κομμάτι κι αποσύρεται.




Ειδάλλως, παραμένει το υπόλοιπο.
Βαθύ, σιωπηλό, ανεξιχνίαστο
να καταπίνει μια ζωή όποιους αιχμαλωτίζει.





Χάρης Μελιτάς

''εξαιρέσεις'', Μανδραγόρας 2018

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

"Έβλεπα" ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη (1919 - 2005) Από τη συλλογή "ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ" (1962) & "ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945-1971" (εκδ. "ΚΕΔΡΟΣ", 1981)

 ...............................................................



           Μίλτος Σαχτούρης (1919 - 2005)




Έβλεπα


Όταν ξαφνικά
ο ήλιος
αλλάζει χρώμα

και υψώνεται
τρομακτικό
το σύννεφο

έβλεπα το ζευγάρι
τους ερωτευμένους στο δρόμο
πριν από το θάνατο
και μετά από το θάνατο
όταν ξαφνικά
το λουλούδι
αλλάζει χρώμα
ο ήλιος σκληρά
αλλάζει χρώμα

τώρα μέσα στο σύννεφο
τα χέρια τους μαύρα
και
σ’ άλλη πτώση
τώρα
τα χείλη τους



Μίλτος Σαχτούρης (1919 - 2005) 

Από τη συλλογή "ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ" (1962) & "ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945-1971" (εκδ. "ΚΕΔΡΟΣ", 1981) 


"Λαϊκή απογευματινή" από τον φίλο στο fb Σίμο Ιωσηφίδη (facebook, 26.11.2023)

.............................................................. 



Λαϊκή απογευματινή


από τον φίλο στο fb Σίμο Ιωσηφίδη (facebook, 26.11.2023)


Μού έλεγε κάποτε ένας φίλος πως το νόημα μιας πόλης θα ήταν στη δυνατότητα να συναντήσεις, αβίαστα, σε μια οδό μικρή, τον άνθρωπο που αναζητούσες.
 
Αυτός ο άνθρωπος, φερειπείν, μέχρι να το καλοσκεφτείς να πρόβαλλε ολοζώντανος απ' την αριστερή γωνία ή να καθόταν σταυροπόδι στην καφετέρια της πλατείας...

Έτσι, κατ’αυτόν τον τρόπο, ο προορισμός σου θα ήταν ελάχιστα αινιγματικός τουτέστιν εξαρτημένος απ' τις πονηριές μιας μεταφυσικής.

Και ω του θαύματος! Ο νόμος της πολεοδομίας θα ωχριούσε και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο φανερό και το αφανές θα αφανιζόταν.

Τότε, μοιραίως, άπαντα θα υπάκουαν σε ονειρικούς νόμους, εκεί μακριά, στις τάξεις του μαγικού και μυστηριώδους.

Ζούμε, ωστόσο, σε πόλεις που αποτελούν τον αντίποδα τού ως άνω...
Δεν συναντάς ποτέ και πουθενά κανέναν απ' όσους θα ήθελες στ' αλήθεια να αντικρίσεις.

Απεναντίας, διασταυρώνεσαι με πρόσωπα απρόσωπα, άσκοπες, σχεδόν πληκτικές συναντήσεις.

Ουδεμία τονωτική ένεση χαρούμενης ενεργητικότητας και γοητείας του παράδοξου.

Έτσι, βιώνουμε καταθλιπτικά πηγαινέλα.
 
Σε μισόφωτα έρημων δρόμων• γνώριμων σκηνικών της πόλης, τα απογεύματα του χειμώνα, συντηρώντας μέσα μας τη βεβαιότητα μιας ορφάνιας.

Πιστεύοντας πως οι ομορφότερες συναντήσεις είναι αυτές που δεν θα γίνουν ποτέ...

"Μνήμη 2015" έγραψε η Πέπη Ρηγοπούλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025)

 ...............................................................


Μνήμη 2015 






έγραψε η Πέπη Ρηγοπούλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025


Ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή ξεκινά με μια σκηνή ικεσίας του Χορού προς τον βασιλιά/τύραννο, ζητώντας από αυτόν που σκότωσε τη Σφίγγα και έσωσε τη Θήβα να σώσει και πάλι την πόλη από την επιδημία που έχει ξεσπάσει. Εκείνος δέχεται ως στοργικός πατέρας την ικεσία του πλήθους και υπόσχεται πως θα κάνει ό,τι μπορεί. Ετσι αρχίζει να ξετυλίγεται η ιστορία, πρόσφατη και παλιά, αυτού που γίνεται βασιλιάς της πόλης όταν τη λευτερώνει από το τέρας που καιροφυλακτούσε προ των πυλών της σκοτώνοντας όσους δεν απαντούσαν στο αίνιγμά του. Η έρευνα που αναλαμβάνει ο Οιδίποδας για να βρει τον ένοχο, μετά από μια αναδρομή στα γεγονότα και τα δρώντα πρόσωπα, καταλήγει στον ίδιο. Διώκτης, δράστης και θύμα μαζί, τυφλός από το ίδιο του το χέρι και περιπλανώμενος φαρμακός, δηλαδή εξοστρακισμένος από την πόλη του, φτάνει στον Κολωνό της Αθήνας (στο έργο «Οιδίπους επί Κολωνώ») και ζητά άσυλο από τον Θησέα.

Στον Οιδίποδα ανανεώνεται κάθε φορά η αγωνία για την αποκάλυψη του ενόχου που είναι ένας γνωστός/άγνωστος, ο οποίος έχει κατακτήσει την εξουσία της πόλης ως σωτήρας της και επομένως είναι υπεράνω υποψίας για όλους, εκτός από τον βοσκό που υπήρξε ο διπλός μάρτυρας της έκθεσης του Οιδίποδα ως βρέφος ανεπιθύμητο στον Κιθαιρώνα και της δολοφονίας του Λάιου από αυτόν. Το γεγονός ωστόσο ότι ο Οιδίποδας λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας οδηγεί τη Θήβα στη συλλογική απώθηση της αναζήτησης του δολοφόνου του Λάιου, γιατί μπροστά στα πρόσφατα παθήματα ξεχνά τα παλιά και ανοίγει τον δρόμο για νέα.

Ποια σχέση έχει το δράμα του Οιδίποδα με τη χώρα μας σήμερα; Ποιο είναι το κριτήριο της «ενοχής» της και από ποιους έχει οριστεί; Ποια είναι η σχέση της με τη Γερμανία, η οποία πρωτοστάτησε στον οικονομικό και πολιτισμικό πόλεμο εναντίον της και διεκδικεί ρόλο στην κηδεμονία του παρόντος και του παρελθόντος της, όσο σκύβουν το κεφάλι τους οι κυβερνήτες της; Ποιο είναι το εγκαταλειμμένο παιδί του Κιθαιρώνα που σκοτώνει το τέρας αλλά και τον τερατώδη γεννήτορα Λάιο και κάνει τον ανόσιο γάμο με την Ιοκάστη; Γιατί επιμένουν οι κάθε λογής αποικιοκράτες να θεωρούν τους ιθαγενείς υπηκόους τους «κακομαθημένα παιδιά»;

Το νέο βιβλίο για τα γεγονότα του 2015, που δεν πρέπει να ξεχαστούν μπροστά στα τωρινά και που δεν υπολογίζονται στον βαρύ λογαριασμό ενοχών που εκκρεμεί, δεν μπορεί να διαγράψει την ευθύνη για το ματαιωμένο δημοψήφισμα του 62% εκείνου του καλοκαιριού. Γιατί εκεί κρίθηκαν αυτά που ζούμε σήμερα. Ο κ. Τσίπρας έπαιξε σε μια ζαριά τη ραχοκοκαλιά της καθημαγμένης ήδη κοινωνίας μας και την παρέδωσε στον ανελέητης κοπής «φιλελευθερισμό» του κ. Μητσοτάκη. Με αυτά τα δεδομένα, μην αφήσουμε την εύπιστη μάζα να σκοτώσει τον λαό μέσα μας.

[Αριστεροί "πολιτικοί"] έγραψε ο Χρήστος Λάσκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025)

..............................................................


                 Αριστεροί "πολιτικοί"





έγραψε ο Χρήστος Λάσκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025)




Ερέθισμα για το σχόλιο που ακολουθεί είναι μια πρόσφατη έρευνα, η οποία μεταξύ άλλων διερευνούσε και την ταξική θέση των βουλευτών μας. Ο ορισμός ελέγχεται στο μέτρο που η έννοια της κοινωνικής τάξης έχει πολλές διαστάσεις οι οποίες είναι μη μετρήσιμες. Το εισόδημα, που συχνά χρησιμοποιείται, είναι μία μόνο από αυτές. Σημαντική, ωστόσο. Από αυτήν την άποψη ακόμα και έτσι «μετρημένη» η ταξική ένταξη κάτι ουσιαστικό μάς λέει.


Δεν μπορεί λοιπόν παρά να εντυπωσιάζει το γεγονός πως η έρευνα κατατάσσει την πολύ μεγάλη πλειονότητα των αριστερών βουλευτών στην ανώτερη τάξη. Στην περίπτωση της Νέας Αριστεράς μάλιστα το ποσοστό είναι 100%! Στον ΣΥΡΙΖΑ το 83% ανήκουν στην ανώτερη τάξη. Ακόμη και στο ΚΚΕ, στην κοινοβουλευτική ομάδα του οποίου υπάρχουν και μέλη της εργατικής τάξης, και πάλι η ανώτερη τάξη εκπροσωπείται με το εντυπωσιακό 60%.

Προφανώς κάτι δεν πάει καθόλου καλά εδώ.

Συχνά λέγεται πως αυτό είναι εύλογο. Η πολιτισμική διαφοροποίηση κάνει τους «ανώτερους» ταξικά ανώτερους σε όλα - και στη δυνατότητα «να κάνουν πολιτική». Μόνο που για το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας της διεθνούς Αριστεράς τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Η κοινοβουλευτική ομάδα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν πλειοψηφικά εργατική. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος, ο Εμπερτ, ήταν σαγματοποιός, έφτιαχνε δηλαδή σαμάρια. Πράγμα που κάθε άλλο παρά εξαίρεση ήταν.

Για τη μεγαλύτερη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα τα εργατικά κόμματα -όλων των ειδών- ήταν… εργατικά στη σύνθεσή τους, εργατικά στο κοινοβούλιο και εργατικά στην κομματική δομή, που ήταν και το σημαντικότερο.

Οπως επίσης υπήρχε ειδική μέριμνα για να εκπαιδεύονται οργανικοί διανοούμενοι. Οι οποίοι να προέρχονται από την τάξη και να είναι μέρος της τάξης.

Πράγμα που επέτρεπε στα εργατικά κόμματα να είναι πραγματικές αντι-κοινωνίες, συλλογικοί διανοούμενοι προσδεμένοι στην εργατική τάξη. Πλήθος τα παραδείγματα, από το SPD έως το PCI ή το Γαλλικό Κ.Κ.

Η σημερινή συνθήκη αποτελεί κολοσσιαία στρέβλωση. Κι ας μην επικαλεστεί κανείς το επιχείρημα πως υπήρξαν σημαντικοί άνθρωποι της Αριστεράς που ήταν «πλούσιοι» - είναι άσχετο. Δεν μιλάω γι’ αυτό.

Μιλάω για την κατάσταση όπου έως και το 100% των βουλευτών ενός αριστερού κόμματος είναι ταξικά «ανώτεροι». Γιατί, αν είναι έτσι, πρόκειται εκ των πραγμάτων για αστούς χομπίστες. Οι οποίοι αδυνατούν να «εκπροσωπήσουν» τους φτωχούς στο μέτρο που δεν έχουν βιωματική σχέση μαζί τους. Γι’ αυτό κιόλας μιλούν για «εκπροσώπηση». Τη στιγμή που το ζήτημα είναι η παρουσία της εργατικής τάξης στο πολιτικό πεδίο, αυτοί την «εκπροσωπούν». Σαν να τους έδωσε αυτή εξουσιοδότηση να δρουν στη θέση της.

Εξ ου και η προτροπή στους εαυτούς τους «να γίνουμε η φωνή όσων δεν έχουν φωνή». Εκφραση προσβλητική για τις κατώτερες τάξεις, οι οποίες θα ήταν καλό να αποκτήσουν οι ίδιες φωνή στη δημόσια σφαίρα παρά να την παραχωρήσουν σε «ανώτερους».

Είναι γι’ αυτό που οι «εκπρόσωποι» των φτωχών έχουν μεγάλη άνεση να αυτοσυστήνονται ως «πολιτικοί». Πολιτικοί στο επάγγελμα, δηλαδή. Σε απόσταση από τους επαγγελματίες επαναστάτες βέβαια που ψωμολυσσούσαν, όταν δεν ήταν σε φυλακές ή εξορίες.

Ας μην το δραματοποιήσουμε, όμως.

Συνέπεια της επαγγελματοποίησης της πολιτικής είναι η πλήρης αντικατάσταση του «εμείς» από το «εγώ». Χαρακτηριστική εδώ είναι η ενημέρωση που μας έκανε ο κ. Τσίπρας ότι στην περίπτωση του δημοψηφίσματος είναι «αυτός» που το αποφάσισε. «Εγώ» το αποφάσισα. «Εμείς» δεν είχα(ν) τον παραμικρό ρόλο.

Θα μπορούσε κάποιος να πει «ου γαρ οίδε τι ποιεί». Δεν είναι έτσι. Ο μιθριδατισμός, ημών των «μικρών» ανθρώπων, στη συνεχή αντικατάσταση του «εμείς» από το «εγώ», είναι από τις μεγαλύτερες καταστροφές που συνέβησαν στο κίνημα της ανθρώπινης χειραφέτησης.

Αμεσα συνδεμένη με αυτά είναι και η εμμονή του ίδιου πολιτικού με τα θινκ τανκ. Παρ' όλο που το προηγούμενο τεχνοκρατικό εγχείρημα μάλλον δεν πήγε και πολύ καλά, τώρα φαίνεται να επιλέγει να δημιουργήσει κόμμα -ή εκλογική λίστα;- ξεκινώντας «τεχνοκρατικά».

Θυμούμενος μάλιστα και τον Ντενγκ Σιάο Πινγκ - τι άσπρη και τι μαύρη γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια! Τόσο αποτελεσματικά όσο το ’89 στη σφαγή της πλατείας Τιεν Αν Μεν φαντάζομαι.

Η Αριστερά πάντοτε σεβόταν και επιδίωκε τη γνώση για όλα της τα μέλη. Είναι γνωστός ο θαυμασμός, ακόμα και δεξιών, για τη μόρφωση πολλών κομμουνιστών εργατών.

Η πρόκριση της τεχνοκρατίας ωστόσο ταιριάζει με την κεντρώα επανασύσταση. Θέλω να πω ότι ακόμα κι αν έκλινε σε όλους τους τόνους τη λέξη Αριστερά ο κ. Τσίπρας, η επιλογή του καταστατικού-ιδρυτικού ρόλου τού «εγώ» και των θινκ τανκ «μου» θα τον πρόδινε.

Η ριζική απόρριψη αυτών των πρακτικών, καθώς και της πολιτικής εκπροσώπησης των φτωχών από τους πλούσιους, είναι όρος για την ανασύνταξη της εργατικής τάξης και της Αριστεράς.

Αλλωστε, αν δεν πληρώσουν οι πλούσιοι πώς θα βελτιώσουμε τη ζωή μας;

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Slow Blues (Instrumental) · Buddy Guy (youtube 18.4.2015)

 ...............................................................



Slow Blues (Instrumental) · Buddy Guy

(youtube 18.4.2015)


Από το μυθιστόρημα «Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1991)

 .............................................................





   Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821 - 1881)


·       Από το μυθιστόρημα «Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1991)

 

«…Μια φορά, θυμάμαι, καθόμουν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο. Είχα σκεπάσει με τα δυο μου χέρια το πρόσωπο, είχα χαμηλώσει το κεφάλι, και δε θυμάμαι πόση ώρα καθόμουν στη στάση αυτή. Και σκεφτόμουν, και σκεφτόμουν· το άψητο μυαλό μου δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τη μελαγχολία μου, και η στενοχώρια μου όλο και μεγάλωνε. Ξαφνικά, ακούω πάνω από το κεφάλι μου μια σιγανή φωνή:

   -Τι σου συμβαίνει, μικρούλα μου;

   Σήκωσα το κεφάλι μου: ήταν ο πρίγκιπας· το πρόσωπό του έδειχνε μια βαθιά συμπάθεια, αλλά εγώ τον κοίταξα ξέψυχα, παραπονιάρικα, έτσι που βούρκωσαν τα μεγάλα γαλανά μάτια του.

   -Καημένο ορφανούλι! είπε και μου χάιδεψε το κεφάλι.

   - Όχι, όχι δεν είμαι ορφανούλι! Όχι! είπα κι αναστέναξα αναστατωμένη. Σηκώθηκα όρθια, πήρα το χέρι του και, φιλώντας το, το μούσκεψα με τα δάκρυά μου.

   -Όχι, όχι, δεν είμαι ορφανούλι! Όχι! κοπανούσα παραπονιάρικα.

   - Παιδί μου, λέγε μου τι σου συμβαίνει, φτωχούλα Νιέτοτσκα;

   - Πού είναι η μαμά μου; πού είναι η μαμά μου; φώναζα με λυγμούς – δεν είχα πια τα δύναμη να κρύψω τη θλίψη μου κι έπεσα τσακισμένη στα γόνατα μπροστά του. Πού είναι η μαμά μου; Να μου πείτε  - πού βρίσκεται η μαμά μου;

   - Συχώρεσέ με, παιδί μου!... Αχ, φτωχή μου, σου θύμισα… Τι έκανα! Έλα, έλα μαζί, Νιέτοτσκα, πάμε.

   Με πήρε από το χέρι και βγήκαμε βιαστικά. Ήταν τρομερά συγκινημένος. Φτάσαμε σ’ ένα δωμάτιο που δεν το ‘χα ξαναδεί.

   Ήταν το παρεκκλήσι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα καντήλια φώτιζαν ζωηρά τις εικόνες με τα χρυσά κάντρα και τα πολύτιμα πετράδια. Οι άγιοι φαινόντουσαν θολά, αυστηροί κάτω από λαμπερά τάματα. Όλα εδώ μέσα δε θύμιζαν κανένα άλλο δωμάτιο, ήταν όλα τόσο μυστηριώδη και σκυθρωπά που απόρησα πολύ, κι ένας φόβος με κυρίεψε. Ένιωθα κακοδιάθετη. Ο πρίγκιπας μ’ έβαλε και γονάτισα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και στάθηκε πλάι μου.

   -Προσευχήσου… μαζί θα προσευχηθούμε! είπε με ήρεμη, τρεμάμενη φωνή.

   Αλλά εγώ δεν μπορούσα να προσευχηθώ· ήμουν τσακισμένη, και μάλιστα φοβισμένη· θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα εκείνη την τελευταία νύχτα, πλάι στην πεθαμένη μητέρα μου, κι έπαθα νευρικό κλονισμό. Έπεσα άρρωστη στο κρεβάτι, κι αυτή τη φορά γλίτωσα από του χάρου τα δόντια. Και να πώς έγινε.

   Ένα πρωινό άκουσα μια γνώριμη φωνή. Άκουσα το όνομα του Σ-τς. Κάποιος του σπιτιού το είπε κοντά στο κρεβάτι μου. Ταράχτηκα: με πλημμύρισαν οι αναμνήσεις, και με αυτές, τα όνειρα και τη στενοχώρια έμεινα ξαπλωμένη δε θυμάμαι κι εγώ πόσες ώρες σ’ ένα πραγματικό παραλήρημα. Ήταν πια πολύ αργά που ξύπνησα· γύρω μου ήταν σκοτάδι· η λαμπίτσα είχε σβήσει, και η κοπέλα που καθόταν στο δωμάτιό μου έλειπε. Ξαφνικά ακούω μακρινή μουσική. Πότε σταματούσε τελείως και πότε ακουγόταν πιο ζωηρά, σαν να πλησίαζε. Δε θυμάμαι τι αίσθημα με κυρίεψε, τι σχέδιο γεννήθηκε ξαφνικά στο ζαλισμένο μυαλό μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και δεν ξέρω πού βρήκα το κουράγιο και φόρεσα γρήγορα-γρήγορα τα μαύρα μου και βγήκα από το δωμάτιο ψηλαφητά. Ούτε στο άλλο, ούτε στο τρίτο δωμάτιο συνάντησα κανέναν. Τελικά, βγήκα στο διάδρομο. Η μουσική τώρα όλο και πιο καθαρά ακουγόταν. Στη μέση του διαδρόμου άρχιζε η σκάλα για κάτω· απ’ αυτή κατέβαινα πάντα στο ισόγειο. Η σκάλα ήταν φωτισμένη καλά· κάτω πήγαινε κι ερχόταν κόσμος· κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μη με δουν και μόλις πήρα μια ανάσα κατέβηκα κάτω, στο δεύτερο διάδρομο. Η μουσική έπαιζε στο διπλανό δωμάτιο· πολύς θόρυβος εκεί, κουβεντολόι – λες και είχαν μαζευτεί χιλιάδες άνθρωποι. Μια από τις πόρτες για την αίθουσα αυτή έβλεπε στο διάδρομο, και την έκλεινε διπλή βελουδένια κουρτίνα. Εγώ σήκωσα την πρώτη και στάθηκα ανάμεσα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που μόλις μπορούσα να στέκομαι στα πόδια μου. Αλλά ύστερα από δυο-τρία λεπτά, ξεπερνώντας την ταραχή μου, τόλμησα επιτέλους να παραμερίσω, από την άκρη, την δεύτερη κουρτίνα… Θε μου! Αυτή η τεράστια σκοτεινή αίθουσα που τόσο φοβόμουν άλλοτε να μπω τώρα έλαμπε από χιλιάδες φώτα. Λες και με πλημμύρισε μια θάλασσα από φως, και τα μάτια μου, συνηθισμένα στο σκοτάδι, με πόνεσαν – μου φάνηκε πως στραβώθηκα. Ένας αρωματισμένος ζεστός, λες, αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο. Κόσμος πολύς κυκλοφορούσε μέσα κει με χαρούμενα πρόσωπα. Οι γυναίκες φορούσαν πλούσιες, ανοιχτόχρωμες, τουαλέτες· όλα τα μάτια έλαμπαν από ευχαρίστηση. Εγώ στεκόμουν σαν μαγεμένη. Μου φαινόταν πως όλα αυτά τα είχα δει κάποτε, κάπου, στον ύπνο μου… Θυμήθηκα τα δειλινά, τα βραδάκια στο φτωχικό μας, το ψηλό παραθυράκι, το δρόμο χαμηλά κάτω, με τ’ αναμμένα φανάρια, τα παράθυρα του απέναντι με τις κόκκινες κουρτίνες, τις άμαξες στριμωγμένες στην είσοδο, το ποδοβολητό και το χλιμίντρισμα που έκαναν τα περήφανα άλογα, τις φωνές, το θόρυβο, τις σκιές στα παράθυρα και τη χαμηλή μακρινή μουσική… Να λοιπόν πού βρισκόταν αυτός ο παράδεισος! είπα μέσα μου, να πού ήθελα να πάω με τον καημένο τον πατέρα… Πρέπει να μην ήταν όνειρο!... Ναι, έτσι τα ‘βλεπα και τότε στο όνειρό μου, στα οράματά μου! Η νοσηρή φαντασία μου πήρε φωτιά, και τα δάκρυα από κάποια ανεξήγητη έκσταση πλημμύρισαν τα μάτια μου. Αναζητούσα με τη ματιά μου τον πατέρα: «Θα είναι δω, ναι, θα είναι», σκεφτόμουν, και η καρδιά μου χτυπούσε ανυπόμονα… Το μυαλό μου δούλευε. Σε μια στιγμή η μουσική σταμάτησε, ακούστηκε ένα βουητό, και μέσα απ’ όλη την αίθουσα πέρασε ένας ψίθυρος. Εγώ ήμουν όλη μάτια και αφτιά – προσπαθούσα να γνωρίσω κανέναν ανάμεσα στον πολυάσχολο κόσμο. Ξαφνικά έγινε μια ασυνήθιστη ταραχή στην αίθουσα. Είδα στην εξέδρα ένα ψηλό αδύνατο γεροντάκι. Με χλωμό το πρόσωπό του χαμογελούσε, και υποκλίθηκε με δυσκολία δεξιά και αριστερά μπροστά στο κοινό· στα χέρια του κρατούσε ένα βιολί. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή, λες και όλος αυτός ο κόσμος συγκράτησε την αναπνοή του. Όλοι είχαν καρφώσει τα βλέμματά τους στο γεροντάκι, όλοι περίμεναν ανυπόμονα. Πήρε το βιολί και άγγιξε με το δοξάρι τις χορδές. Άρχισε η μουσική, κι εγώ ένιωσα ξαφνικά δυνατό καρδιοχτύπι. Το βιολί έπαιζε τώρα πιο δυνατά, πιο γρήγορα, οι νότες σου ‘παιρναν τ’ αφτιά. Ξαφνικά ακούστηκε κλάμα, σαν καποιανού η παράκληση ν’ αντήχησε μάταια ανάμεσα σ’ όλο αυτό το πλήθος κι έσβησε πονεμένα, απελπισμένα. Την καρδιά μου άρχισε να  συγκινεί κάτι όλο και πιο γνώριμο, πιο γνώριμο. Αλλά η καρδιά μου δεν ήθελε να πιστέψει. Έσφιγγα τα δόντια για να μην αναστενάξω από τον πόνο, και αρπάχτηκα από τις κουρτίνες για να μην πέσω… Πότε-πότε έκλεινα τα μάτια και τ’ άνοιγα απότομα – ονειρευόμουν, τάχα, θα ξυπνήσω, τάχα, κάποια τρομερή, γνωστή μου στιγμή – είχα ονειρευτεί κείνη την τελευταία νύχτα, είχα ακούσει τους ίδιους ήχους. Με ανοιχτά τώρα τα μάτια, ήθελα να βεβαιωθώ, κοίταζα με λαχτάρα τον κόσμο – όχι, ήταν άλλοι άνθρωποι, άλλα πρόσωπα… Μου φάνηκε πως όλοι όπως κι εγώ, περίμεναν κάτι, όλοι, όπως κι εγώ υπόφεραν από βαθιά θλίψη· νόμιζες πως όλοι τους ήθελαν να φωνάξουν σ’ αυτές τις πονεμένες κραυγές για να σταματήσουν, δεν τυραννούσαν την ψυχή τους οι κραυγές, αλλά γινόντουσαν πιο πονεμένες, πιο παραπονιάρικες και τραβούσαν σε μάκρος. Ξαφνικά αντήχησε η τελευταία, τρομερή, μακρόσυρτη κραυγή, αυτή που με συγκλόνισε… Καμιά αμφιβολία – ήταν εκείνη η ίδια η κραυγή! Τη γνώρισα, την είχα ακούσει, διαπέρασε την καρδιά μου, όπως τότε, κείνη τη νύχτα. «Ο πατέρας! Ο πατέρας!» πέρασε σαν αστραπή από το νου μου. «Ειν’ εδώ, ειν’ αυτός, με φωνάζει, αυτό είναι το βιολί του!» Σαν ένας λυγμός να βγήκε απ’ όλο αυτό το πλήθος, και τρομερά χειροκροτήματα συντάραξαν την αίθουσα. Ένα απελπισμένο, διαπεραστικό κλάμα βγήκε από το στήθος μου βαθιά. Δεν άντεξα πιο πολύ, παραμέρισα την κουρτίνα και όρμησα μέσα στην αίθουσα.

   -Μπαμπά, μπαμπά! Εσύ είσαι! Πού είσαι; φώναζα σαν τρελή.

   Δεν ξέρω με ποιο τρόπο έφτασα τρέχοντας ως το ψηλό γεροντάκι: μου άνοιγαν δρόμο παραμέριζαν όλοι για να περάσω. Έπεσα πάνω στο γεροντάκι με πονεμένη φωνή· νόμιζα πως αγκαλιά ζω τον πατέρα… Ξαφνικά βλέπω πως με αρπάζουν καποιανού τα μικρά, κοκαλιάρικα χέρια και με σηκώνουν ψηλά. Κάποια μαύρα μάτια καρφώθηκαν πάνω μου και, ίσως, ήθελαν να με  κάψουν με τη φωτιά τους. Κοίταξα το γεροντάκι: «Όχι! Δεν είναι ο πατέρας αυτός· είναι ο δολοφόνος του!» πέρασε από το μυαλό μου. Ζαλίστηκα, τα ‘χασα, και ξαφνικά μου φάνηκε πως πάνω από το κεφάλι μου άκουσα το χαμόγελό του, πως το γέλιο αυτό αντιλάλησε στην αίθουσα σαν μια ομαδική κραυγή· κι έχασα τις αισθήσεις μου.

 

Ήταν η δεύτερη και τελευταία περίοδος της αρρώστιας μου.

   Μόλις άνοιξα ξανά τα μάτια μου είδα σκυμμένο πάνω μου το πρόσωπο ενός παιδιού, μιας κοπέλας συνομήλικής μου, και πρώτη κίνησή μου ήταν να της απλώσω τα χέρια μου. Από την πρώτη ματιά που της έριξα, όλη η ψυχή μου γέμισε ευτυχία, κάτι σαν ένα γλυκό προαίσθημα. Να φαντασθείτε – ένα ιδανικά θελκτικό προσωπάκι, μια χτυπητή λαμπερή ομορφιά, μια τέτοια που σε κάνει να σταματάς σαν καρφωμένος, σε μια γλυκιά σύγχυση, ταραγμένος από θαυμασμό, και που την ευχαριστείτε γιατί είναι αυτή που είναι, γιατί ευτυχήσατε να τη δείτε, γιατί πέρασε δίπλα σας. Ήταν η κόρη της πριγκίπισσας, η Κάτια, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα. Χαμογέλασε στην κίνησή μου, και τ’ αδύνατα νεύρα μου ένιωσαν μια γλυκιά ανακούφιση από το θαυμασμό…

 

       Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

 

«Από τρεις μεγάλες ενότητες αποτελείται το μυθιστόρημα αυτό του Ντοστογιέφσκι. Η μικρούλα Νιέτοτσκα είναι η ηρωίδα του και η αφηγήτρια της ιστορίας της.

   Τον πατέρα της δεν τον θυμάται. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε. Η οικογενειακή ζωή της Νιέτοτσκα όμως, είναι γεμάτη φτώχεια, στενοχώρια και καβγάδες ανάμεσα στη μάνα της και το βιολιστή πατριό της. Η μητέρα της πεθαίνει και λίγο αργότερα πεθαίνει κι ο πατριός της. Στο δεύτερο μέρος η μικρή Νιέτοτσκα βρίσκεται στο σπίτι ενός πρίγκιπα. Η μικρή συναντιέται με ένα μικρό αγόρι, ορφανό κι αυτό, που θεωρεί τον εαυτό του αιτία για το θάνατο των γονιών του, θαυμάσιο εύρημα για να περιγράψει ο Ντοστογιέφσκι την παιδική ψυχολογία. Ύστερα η Νιέτοτσκα γνωρίζεται με την Κάτια, και μια έντονη αγάπη γεννιέται ανάμεσά τους. Το τρίτο μέρος διαδραματίζεται στο σπίτι της Αλεξάνδρας Μιχαήλοβνα, της μεγάλης αδελφής της Κάτιας από τον πρώτο γάμο του πρίγκιπα πατέρα τους. Ο άντρας της Αλεξάνδρας φέρεται στη γυναίκα του με τρόπο σκαιό και βάρβαρο, και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που η Νιέτοτσκα θα βρει στη βιβλιοθήκη του σπιτιού ένα γράμμα σταλμένο από έναν άγνωστο προς την Αλεξάνδρα…»


Από τη Wikipedia

 



Η "Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα" είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, το οποίο γράφτηκε το 1849.

Η πλοκή και η δομή του έργου

Στο πρώτο μέρος κεντρική μορφή είναι ο πατρυιός της ηρωίδας , ένας βιολιστής με ταλέντο, από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (ένας «ρασνοτσίνετς»). Αρχικά υποστηρίζεται από διάφορους μαικήνες αλλά λόγω του ιδιότροπου χαρακτήρα του καταστρέφει την καριέρα του, την οικογένειά του και τον ίδιο τον εαυτό του. Στο δεύτερο επεισόδιο η ηρωίδα, ορφανή πλέον, ζεί με μία αριστοκρατική οικογένεια που την έχει πάρει ως συνοδό για τη συνομίλική της θυγατέρα. Η αρχικά σαδιστική-τυραννική στάση της μικρής κοντέσσας προς την ήπια και παθητική-συναισθηματική Νιέτοσκα, μεταβάλλεται σταδιακά σε μια εξίσου τυραννική αγάπη «που αγγίζει τα όρια της λεσβιακής σχέσης»[2] Στο τρίτο επεισόδιο η ηρωίδα βρίσκεται σε μια νέα οικογένεια. Εδώ γίνεται μάρτυρας της τραγωδίας μια γυναίκας η οποία στο παρελθόν είχε παρασυρθεί σε μια σύντομη απιστία. Ο σύζυγος φαινομενικά είχε συγχωρήσει το ολίσθημά της, εκμεταλλεύεται όμως τη μεγαλοψυχία του για να βασανίζει ψυχικά τη γυναίκα με πανούργους εκλεπτισμένους τρόπους.

Η τεχνική του έργου

Ο τίτλος του έργου είναι ΄΄Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα΄΄ και ο υπότιτλος ΄΄Η ιστορία μιας γυναίκας΄΄. Αποτελείται από τρία μέρη, αν και ο αρχικός σχεδιασμός του προέβλεπε τουλάχιστον έξι. Και στα τρία επεισόδια ο ρόλος της ηρωίδας του τίτλου περιορίζεται κυρίως στο να παρατηρεί τα γεγονότα, να τα ζει από κοντά και να δίνει μια ώθηση στην πλοκή. Δύσκολα όμως η Νιέτοτσκα, θα χαρακτηριζόταν πρόσωπο της πλοκής[3] αφού το κέντρο βάρους δεν εντοπίζεται ούτε στη μορφή ούτε στη ζωή της ηρωίδας. Πρόκειται για τρία διαφορετικά αφηγήματα που «συνδέονται μεταξύ τους μόνο με το ότι το πρόσωπο του τίτλου παίζει και στα τρία ένα ρόλο»[4] Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις στο τέλος του τρίτου επεισοδίου πως θα ήταν δυνατόν η ηρωίδα του να αναλάβει έναν πρωτεύοντα ρόλο: η Νιέτοτσκα, η οποία διαθέτει μια πολύ ωραία φωνή, είναι φανερό πως βρίσκεται στην αρχή μιας πολύ μεγάλης καριέρας. Έτσι ο πιο ακριβής υπότιτλος θα ήταν, «ιστορίες γύρω από μία γυναίκα»[5] Γράφτηκε τμηματικά και με διακοπές και εξ' αρχής ως μία έκθεση, ενώ η καθαυτό ιστορία θα ξετυλιγόταν έπειτα από τα αποσπασματικά νεανικά βιώματα. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και έχει τη μορφή των απομνημονευμάτων.

Οι ιστορικές συνθήκες συγγραφής του έργου

Ο κύριος λόγος που έμεινε ημιτελής η νουβέλα Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα είναι η σύλληψη του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι το 1849 και η καταδίκη του με τέσσερα χρόνια φυλακής στη Σιβηρία που ακολούθησαν. Ποτέ αργότερα δεν έκανε λόγο για το ενδεχόμενο να συνεχίσει με τη μία ή την άλλη μορφή το έργο του που βίαια είχε διακοπεί.

Οι αριθμοί (1-5) παραπέμπουν στο βιβλίο του Μαξιμίλιαν Μπράουν, "Ντοστογιέφσκι. Η ζωή μέσα από το έργο του", μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2008,σελ. 96

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

"Αναζήτηση" ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 - 2005) Από τη συλλογή "Εποχές" & "ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941 - 1971" (εκδ. "Πλειάς", 1975)

...............................................................




Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 - 2005)

                                                                                                                                                          

Αναζήτηση


Οι πολιτείες ήτανε λευκές, οι νύχτες φορτωμένες 
       βαριές αναμνήσεις
Θολά προμηνύματα για κάποια μακρινά κι αναπότρεπτα 
       ταξίδια
Τώρα πια δε φωνάζω τώρα πια δε σκέφτομαι κάτι 
       σταμάτησε μέσα μου
Μπορώ να δω τη μορφή μου στον καθρέφτη· 
μπορώ να διακρίνω μια μάσκα χλωμή κι ολότελα 
ξένη.


Θά ’ρθω μια μέρα, γυμνός απ’ αγάπη και μίσος
Αλύγιστος κι αδυσώπητος, μ’ οδηγό τη σιωπή μου 
       και σύντροφο.
Φίλε: αν νομίζεις πως δεν ήρθα πάλι αργά, δείξε μου 
       κάποιο δρόμο
Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα 
       για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω.

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 - 2005)
Από τη συλλογή "Εποχές" & "ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941 - 1971" (εκδ. "Πλειάς", 1975)

Franz Schubert - Sonata per violoncello e pianoforteD 821 "Arpeggione" - Martha Argerich - Mischa Maisky - Milano 2016 (youtube, 21.5.2021)

 ..............................................................


F. Schubert - Sonata D 821 "Arpeggione" - Martha Argerich - Mischa Maisky


Franz Schubert - Sonata per violoncello e pianoforteD 821 "Arpeggione" - 
Martha Argerich - Mischa Maisky - Milano 2016 

0:29 I. Allegro moderato - 12:58 II. Adagio - 17:22 III. Allegretto

(youtube, 21.5.2021)


Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

{«Ο εξολοθρευτής άγγελος» του Λουίς Μπουνιουέλ] έγραψε ο Δημήτρης Ξυδερός (https://ardin-rixi.gr, 28.5.2021)

 ...............................................................



«Ο εξολοθρευτής άγγελος» του Λουίς Μπουνιουέλ



          έγραψε ο Δημήτρης Ξυδερός (
https://ardin-rixi.gr, 28.5.2021)



"...Ο Λουίς Μπουνιουέλ (Luis Buñuel Portolés, 1900-1983) ανήλθε επάξια στον Ελικώνα του Κινηματογράφου, καθώς υπήρξε ένας ποιητής της Έβδομης Τέχνης, ένας αυθεντικός πρωτεργάτης του υπερπραγματισμού. Το έργο του «είναι ο γάμος της κινηματογραφικής εικόνας με την ποιητική εικόνα, τα οποία δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα»[1], παρατήρησε ο Μεξικανός λογοτέχνης Οκτάβιο Παζ (Octavio Irineo Paz Lozano, 1914-1998). Ο πρωτοπόρος Ισπανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος υπήρξε μια κατηγορία από μόνος του. Απέκτησε από νωρίς φήμη, από τα πρώτα έργα που ποίησε στη Γαλλία: «Ο Ανδαλουσιανός σκύλος» («Unchienandalou‎», 1929) και «Χρυσή Εποχή» (« L’ Âge d’ Or», 1930), συνεργαζόμενος με τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί (Salvador Felipe Jacinto Dalí i Domènech, 1904-1989). Επιπροσθέτως, υπήρξε πολιτικός αγωνιστής· στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939) ακολούθησε τους ρεπουμπλικάνους -αν και αργότερα αποκήρυξε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας. Με το πέρας του πολέμου, μετανάστευσε στις Η.Π.Α., όπου δούλεψε στο κινηματογραφικό αρχείο του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη.

Έπειτα από σύντομη διαμονή του στο Χόλυγουντ, μετοίκησε στο Μεξικό, όπου κινηματογράφησε πολλές από τις κλασικές ταινίες του. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν η ταινία «Losolvidados» (1950), η οποία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, ακόμα και από τους ζωγράφους Ντιέγκο Ριβέρα (Diego Rivera, 1886-1957) και Φρίντα Κάλο (Frida Kahlo 1907-1954). Ωστόσο, με τη βοήθεια του Οκτάβιο Παζ που την υπερασπίσθηκε, απέσπασε βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών. Ακολούθησαν, διάσημες ταινίες, όπως η «Ναζαρέν» («Nazarín», 1959), η οποία έλαβε το διεθνές βραβείο στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, η «Βιριδιάνα» («Viridiana», 1961), που κέρδισε το βραβείο Χρυσού Φοίνικα στο ίδιο Φεστιβάλ, κ.ά.

Το έτος 1962 σκηνοθέτησε το περιώνυμο έργο «Ο εξολοθρευτής άγγελος» («Elángelexterminador»), ένα αριστούργημα του κινηματογράφου, το οποίο βραβεύτηκε με το Βραβείο Κριτικών Fipresci στο Φεστιβάλ των Καννών. Σε αυτό, ο Λουίς Μπουνιουέλ συνεργάσθηκε για δεύτερη φορά με τον παραγωγό Γκουστάβο Αλατρίστε (Gustavo Alatriste) και την ηθοποιό Σίλβια Πινάλ (Silvia Verónica Pinal Hidalgo, 1931). Το σενάριο γράφτηκε από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και τον Λουίς Αλκοριζάν (Luis Alcorizan).Η αγάπη του Μπουνιουέλ για τη ζωγραφική φανερώνεται στα έργα του, όπως στη «Βιριδιάνα» (στην περίφημη σκηνή με το «Μυστικό Δείπνο»). Τοιουτοτρόπως και στον «Εξολοθρευτή άγγελο» η αρχική ιδέα σύμφωνα με τον υιό του Χουάν[2] προέκυψε από τον πίνακα «Η Σχεδία της Μέδουσας» («Le Radeau de la Méduse») του Γάλλου ρομαντικού ζωγράφου Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ (Jean-Louis-Théodore Gericault, 1791-1824).

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: Μετά από παράσταση στην Όπερα, μια συντροφιά μεγαλοαστών συγκεντρώνεται στην έπαυλη του Εδμούντο Νόμπιλε (Señor Edmundo Nóbile) και της συζύγου του, Λουτσία (Lucía). Αντιμετωπίζουν αρχικά την παράξενη και απροειδοποίητη φυγή των υπηρετών, με εξαίρεση τον προϊστάμενο του προσωπικού. Κατόπιν του δείπνου, οι συνδαιτυμόνες, εφευρίσκοντας δικαιολογίες, διανυκτερεύουν στην αίθουσα, κοιμώμενοι ακόμα και στο πάτωμα. Την επόμενη μέρα για έναν ανεξήγητο λόγο, κανένας τους δε δύναται να εξέλθει από την έπαυλη. Ζουν δηλαδή αποκομμένοι από τον πραγματικό κόσμο. Ο εγκλωβισμός αυτός τους άγει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα σε μια κόλαση. Σπάει η κοινωνική τάξη. Ένας-ένας θα απωλέσουν τους ευγενικούς τρόπους, τους κανόνες, την αξιοπρέπεια, θα προβάλλουν τους φόβους και τους εφιάλτες τους και δεν θα διστάσουν να κάνουν ακόμα και βανδαλισμούς – σπάζοντας σωλήνες και καίγοντας έπιπλα. Ο εξολοθρευτής άγγελος αγρυπνάει. Πριν την αποκτήνωση, η απελευθέρωση θα επέλθει μετά από τάμα, με την επανάληψη της πρώτης νυκτός. Το έργο τελειώνει με την σεκάνς στο χριστιανικό ναό, όπου δημιουργείται ξανά η αίσθηση του εγκλεισμού, ενώ ξεσπάει μια μεγάλη εξέγερση. Κλείνει όπως άρχισε, με πλάνο του ναού.

«Ο εξολοθρευτής άγγελος» είναι μια πολιτικο-θρησκευτική ταινία του Μπουνιουέλ, όπως άλλωστε και οι: «Σιμών της ερήμου» (1965), «Ναζαρέν», κ.ά. Δεν είναι πολιτικο-θρησκευτική, όπως η ταινία «Ημέρες Οργής» του Δανού Καρλ Ντράγιερ (Carl Theodor Dreyer, 1889-1968), αλλά με την μπουνιουελική έννοια, αναρχοχριστιανική. Όπως εξομολογήθηκε ο Μπουνιουέλ στο βιβλίο του «Η τελευταία πνοή»: «η μνήμη είναι που φτιάχνει όλη μας τη ζωή…». Ανατρέχοντας στο παρελθόν του, ο νεαρός σκηνοθέτης δέχθηκε μια αυστηρή Ιησουιτική εκπαίδευση[3]στη Σαραγόσα. Υπήρξε βαθύτατα θρησκευόμενος, γεγονός που διαμόρφωσε την ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητά του, αν και εν συνεχεία, οι απόψεις του διαφοροποιήθηκαν. Συνεπώς, δεν είναι παράξενο ότι «Ο εξολοθρευτής άγγελος» αναφέρεται στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννου. Στο Κεφάλαιο Θ´, με το σάλπισμα του πέμπτου αγγέλου, ένας αστέρας έπεσε στη γη και άνοιξε το φρέαρ της αβύσσου. Ανέβηκε τόσος καπνός που κάλυψε τον ήλιο και εφόρμησαν τερατόμορφες ακρίδες που βασάνισαν για πέντε μήνες τους ανθρώπους. Ο βασιλεύς τους, ήταν ο άγγελος της αβύσσου Ἀβαδδών ή Ἀπολλύων, ο οποίος στη λατινική γλώσσα αποκαλείται Exterminans: «καὶ ἔχουσιν ἐπ’ αὐτῶν βασιλέα τὸν ἄγγελοντῆς ἀβύσσου· ὄνομα αὐτῷ Ἑβραϊστὶ Ἀβαδδών, και ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων» (Αποκάλυψις Ιωάννου, Κεφάλαιο Θ´:11).

Το Μεξικό, για όποιον έχει επισκεφθεί την υπέροχη χώρα των Αζτέκων, είναι μια θρησκευόμενη Καθολική χώρα. Ο σκηνοθέτης δίχως άλλο επηρεάσθηκε από το geniusloci. Καθώς επεσήμανε η δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός Δρ. Γκαμπριέλα Τροχίγιο – στη διαδικτυακή συζήτηση «Ψευδαίσθηση και όνειρο: Ο Μπουνιουέλ στο Μεξικό, ή το πιο παράξενο θέαμα» (11ο Φ.Π.Κ.Α.) – ο πρωτοπόρος κινηματογραφιστής πίστευε στο Θεό, δηλώνοντας όμως περιπαιχτικά «Δόξα τω Θεώ, είμαι άθεος». Ο στόχος του λοιπόν, δεν ήταν η χριστιανική πίστη – αν και κατηγορήθηκε ως ασεβής – αλλά η πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική υποκρισία· ήταν το δικό του «οὐ αὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί […]» (Κατά Ματθαίον: Κεφάλαιο ΚΓ´:13). Γι’ αυτό και καταδίκασε στον «Εξολοθρευτή άγγελο» την παρηκμασμένη μπουρζουαζία, που ζούσε αποκομμένη από τον πραγματικό κόσμο, ενώ διεσώθησαν οι αθώοι υπηρέτες – εν αντιθέσει με την «Βιριδιάνα».

Ο Μπουνιουέλ μαγεύει με την υπερπραγματική ποιητική του, η οποία διατρέχει την ταινία, όπως στην περίφημη επαναλαμβανόμενη σκηνή, στη σεκάνς με το κυνήγι του χεριού. Εξάλλου, καθώς εξομολογήθηκε στον Γάλλο θεωρητικό και κριτικό του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν (André Bazin, 1918-1958), με τον υπερπραγματισμό κατάλαβε ότι η ζωή έχει ηθικό νόημα. Τοιουτοτρόπως, πλάθει το όνειρο και την παραίσθηση με μια ψυχαναλυτική χροιά. Ωστόσο, ενθυμίζει τους ποιητές του Καθολικισμού, που δημιουργούσαν βυθισμένοι στα οράματά τους. Ετούτο πράττει κι εκείνος στη σεκάνς με το «αρνίον» από την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου: «Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον […]» (Αποκάλυψις Ιωάννου, Κεφάλαιο Ε´:12).

Μολονότι ο Μπουνιουέλ έζησε στη Χρυσή Εποχή του Μεξικανικού κινηματογράφου, ουδέποτε πρόδωσε τις αρχές του, ουδέποτε συμβιβάσθηκε. Ας σημειωθεί ότι αρνήθηκε πρόταση της Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ (Metro-Goldwyn-Mayer) να δουλέψει στο Χόλυγουντ. Σε μια εποχή που ο «Δυτικός πολιτισμός» βρίσκεται σε μεγάλη παρακμή, το έργο του υπενθυμίζει τι σημαίνει υψηλή τέχνη. Από τον θάνατό του (1983) έως σήμερα, ο κινηματογραφικός κόσμος δεν έχει παύσει να ασχολείται με το έργο του· παραδείγματα αποτελούν τα πολλαπλά αφιερώματα, αλλά και η ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο Μπουνιουέλ στο Λαβύρινθο με τις Χελώνες» («Buñuelenellaberinto de las tortugas», 2019) του Σαλβαδόρ Σιμό (Salvador Simó). Είτε συμφωνεί κανείς με τον Μπουνιουέλ, είτε διαφωνεί, ο μέγας αυτός κινηματογραφιστής υπήρξε ένας ρομαντικός επαναστάτης, ένας ονειροπόλος ποιητής. Υπήρξε δε και «προφήτης», αν αναλογισθεί κάποιος τον πρωτοφανή εγκλεισμό που έφερε η πανδημία, με την αναμονή του σαλπίσματος ενός αγγέλου της Αποκαλύψεως.

[1]PazO. (1986) On Poets and Others, New York: Arcade Publishing,σ.152 (μτφ:Δ.Ξυδερός).

[2]Ταινιοθήκη της Ελλάδος (2020), ‘Αποκατεστημένες και Υπέροχες: Ο Εξολοθρευτής Άγγελος’, http://www.tainiothiki.gr/el/tainies/660-o-eksolothreftis-aggelos,τελευταία επίσκεψη: 21/02/2021.

[3] Ιησουίτες: Καθολικό τάγμα της Αντιμεταρρύθμισης, το οποίο ιδρύθηκε τον ΙΣΤ΄ αιώνα από τον Ισπανό Ιγνάτιο Λογιόλα (Ignacio de Loyola, 1491-1556).