Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

"Gallo rojo, gallo negro" - Natalia Kotsani & Alejandro Díaz ...ένα τραγούδι του Chicho Sánchez Ferlosio (youtube, 1.5.2023)

 ..............................................................


Gallo rojo, gallo negro - Natalia Kotsani & Alejandro Díaz

...ένα τραγούδι του Chicho Sánchez Ferlosio


Alejandro Díaz Corvalán: τραγούδι, κιθάρα
Ναταλία Κωτσάνη: τραγούδι, ακορντεόν
Ντίνος Μάνος: κοντραμπάσο


Ενορχήστρωση: Alejandro Díaz Corvalán
Ηχοληψία: Ναταλία Κωτσάνη
Mix - Mastering: Άρης Ντελιθέος 
Παραγωγή: Ναταλία Κωτσάνη

Ηχογραφήθηκε και βιντεοσκοπήθηκε την 14η Ιουλίου 2022, στο Calda Studio, Αθήνα, Ελλάδα. 


Όταν τραγουδά ο μαύρος κόκορας 
είναι επειδή η μέρα τελειώνει. 
Αν τραγουδούσε ο κόκκινος κόκορας 
άλλος κόκορας θα τραγουδούσε.


Συναντήθηκαν στην άμμο οι δυο κόκορες
 μέτωπο με μέτωπο. 
Ο μαύρος κόκορας ήταν μεγάλος, 
αλλά ο κόκκινος ήταν γενναίος.


Κοιτάχτηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, 
και ο μαύρος κόκορας επιτέθηκε πρώτος. 
Ο κόκκινος κόκορας είναι γενναίος, 
αλλά ο μαύρος κόκορας είναι ύπουλος.

Μαύρε κόκορα, μαύρε κόκορα, 
μαύρε κόκορα σε προειδοποιώ, 
δεν παραδίνεται ένας κόκκινος κόκκορας 
παρά μόνο όταν έχει ήδη πεθάνει.

Κι αν εγώ λέω ψέματα, 
το ποίημα του τραγουδιού μου 
να το σβήσει το άνεμος.

Τι κρίμα να σβήσει ο άνεμος 
αυτό το τραγούδι.


..........................................................


Cuando canta el gallo negro 
es que ya se acaba el día. 
Si cantara el gallo rojo, 
otro gallo cantaría.

Se encontraron en la arena 
los dos gallos frente a frente. 
El gallo negro era grande, 
pero el rojo era valiente.

Se miraron cara a cara 
y atacó el negro primero. 
El gallo rojo es valiente, 
pero el negro es traicionero.

Gallo negro, Gallo negro, 
gallo negro te lo advierto, 
no se rinde un gallo rojo 
más que cuando está ya muerto.

¡Ay! Si es que yo miento, 
que el cantar de mi canto 
lo borre el viento.

¡Ay! Que desencanto, 
si me borrara el viento 
lo que yo canto.


(youtube, 1.5.2023)



"Prayer And Despair" (Gurdjieff: "Sacred Hymns") - Keith Jarrett (youtube, 29.7.2018)

 ............................................................


"Prayer And Despair" (Gurdjieff: "Sacred Hymns") - Keith Jarrett

(youtube, 29.7.2018)


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

"Γουτοῦ Γουπατοῦ" (1899) διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (4.3.1851-3.1.1911)

...............................................................

 



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4.3.1851-3.1.1911)




"Γουτοῦ Γουπατοῦ" (1899)


Τὸν ἐπετροβολοῦσαν οἱ μάγκες τῆς ἀγορᾶς, τὸν ἐχλεύαζον τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς, τὸν ἐφοβοῦντο τὰ νήπια καὶ τὰ βρέφη. Τὸν ἔλεγαν κοινῶς «ὁ Ταπόης» ἢ «ὁ Μανώλης τὸ Ταπόι».

―Ὁ Ταπόης! Νά, ὁ Ταπόης ἔρχεται…

Φόβος καὶ τρόμος ἐκολλοῦσε τὰ ἄκακα βρέφη εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τούτου. Ἡ νεολαία τοῦ χωρίου, οἱ θαμῶνες τῶν μαγαζειῶν καὶ τῶν καφενείων, δὲν ἔπαυαν ποτὲ νὰ τὸν πειράζουν.

― Εἶσ᾽ ἕνα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· εἶσαι χταπόδι.

Κ᾽ ἐκεῖνος, μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν δεμένην διὰ γλωσσοδέτου μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὀδόντων, ἀπήντα:

― Ναί, εἶμι ταπόι!… Ἰσὺ εἶσι ταπόι. (Ναί, εἶμαι χταπόδι. Ἐσὺ εἶσαι χταπόδι.)

Εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον ἀμετρήτους ἐχθρούς, εἰς μέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ἢ διακριτικός τις τὸν ὑπερήσπιζεν ἐναντίον τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀγυιοπαίδων. Εἰς ἐκεῖνον ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ᾽ ἐξετέλει δι᾽ αὐτὸν διακονήματα προθύμως, μετὰ βίας δεχόμενος φίλευμα ἢ κέρασμα. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους δὲν ὑπῆρχε φιλία οὔτε σπονδή.

Μόνον τὴν μητέρα του εἶχεν εἰς τὸν κόσμον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν ἐλάτρευεν. Ἀδελφὴν δὲν εἶχεν. Ὁ ἕνας ἀδελφός του εἶχε χαθῆ εἰς τὴν Ἀμερικὴν πρὸ χρόνων καὶ δὲν ἠκούσθη. Ὁ ἄλλος, χασομέρης ἄχρηστος, ὡς μόνον ἐπάγγελμα εἶχε τὸ νὰ πηγαίνῃ κάθε χρόνον μέσα εἰς τὴν μεγάλην στερεάν, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχον ἄφθονα θέρη, καὶ νὰ κάμνῃ τὸ ἔργον τῆς σβάρνας· ἦτο δὲ ἡ σβάρνα βαρεῖα σανίς, τὴν ὁποίαν ἔσυρον ἄλογα ἢ βόδια εἰς τὸ ἁλώνι· καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὴν σανίδα, ἔμψυχον βάρος, διὰ νὰ γίνεται τέλειον τὸ ἁλώνισμα· ἐκεῖ εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ τρίτος ἐγύριζε ναυτικὸς εἰς τὰ ξένα. Ὁ Μανώλης ἄλλην στοργὴν δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὕτη ἦτο ἤδη γραῖα, καὶ αὐτὸς εἶχε μεγαλώσει πολύ.

Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ, τὸν εἶχον ἀκούσει ἐπανειλημμένως ν᾽ ἀπειλῇ καὶ νὰ λέγῃ μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν νηπιώδη:

― Τάνῃ Γιὰ πέτου ᾽γὼ πιιγῶ μέτα Μπούτι! (Σὰν πεθάνῃ ἡ Γριά, θὰ πέσω ἐγὼ νὰ πνιγῶ μὲς στὸ Μπούρτσι.)

Ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄχρηστον. Ἐξαιρουμένης τῆς γλώσσης τὸ ἥμισυ τοῦ ἀνθρώπου ἦτο ὑγιές. Ὁ δεξιὸς ποὺς ἐσύρετο κατόπιν τοῦ ἀριστεροῦ, δὲν ἐκινεῖτο ἐλευθέρως. Ἡ δεξιὰ χεὶρ ἂν καὶ χονδρὴ καὶ δυσανάλογος, καὶ σχεδὸν παράλυτος φαινομένη, εἶχε τεραστίαν ρώμην. Ὡμοίαζε μὲ μάγγανον ἢ μὲ ὀδόντας ταυροσκύλου. Διὰ νὰ δράξῃ ἓν πρᾶγμα, συνήθως βραχίονα ἢ πλάτην κανενὸς παιδίου ὀχληροῦ, ἐχρειάζετο κόπον· ἔπρεπε νὰ τὴν βοηθήσῃ ἡ ἄλλη χείρ, νὰ ψαύσῃ δηλαδὴ τὸν γρόνθον τῆς δεξιᾶς, καὶ νὰ τὸν διευθύνῃ· ἀφοῦ ὅμως ἅπαξ ἔδραττε τὸ ἀντικείμενον, ἡ τεραστία χεὶρ δὲν τὸ ἄφηνε πλέον, σχεδὸν καὶ ἂν ἤθελε νὰ τὸ ἀφήσῃ. Ἀλλοίμονον τότε εἰς τὸν βραχίονα, εἰς τὴν ὠμοπλάτην, ἀλλοίμονον εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ αὐθάδους!

Ἦτο χωλὸς καὶ κυλλὸς καὶ μογιλάλος. Ἦτο ὁ Μανωλιὸς τὸ Ταπόι.

*
* *

Τέσσαρες ἢ πέντε ἄνθρωποι ἐγνώριζον καλῶς τὴν γλῶσσάν του εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Οὗτοι ἐκαλοῦντο, καθὼς τοὺς εἶχεν ὀνοματίσει ὁ ἴδιος, ὁ Γωμέος, ὁ Παγιώτας καὶ ὁ Παπαγᾶς. Τὰ καθαυτὸ ὀνόματά των ἦσαν, Λαμιαῖος καὶ Μιχαλιὸς καὶ Παπαγιάννης. Ἀλλὰ πῶς ἐκ τοῦ Μιχαλιός, ἐσχημάτισε τὸ Παγιώτας; Ἄπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβὴν ἢ μετέθετε τὸν τόνον. Ἡ φθογγολογία του ἦτο περιεργοτάτη, καὶ ἐν αὐτῇ ἐπλεόναζον τὰ λαρυγγόφωνα, ὡς καὶ τὰ σκληρὰ καὶ ψιλὰ ἐκ τῶν ἀφώνων.

Γατὶ ὠνόμαζε τὸ γαττί, γατὶ τὸ γιατί, γατὶ τὸ χαρτί.

Ἀλλ᾽ ἔξαφνα μίαν ἡμέραν ἐξέφερε φράσιν ἐν ᾗ ὑπῆρχεν ἡ λέξις αὕτη, πλὴν δὲν ἔβγαινε νόημα οὔτε ὡς γαττί, οὔτε ὡς γιατί, οὔτε ὡς χαρτί. Ἡ φράσις ἦτο:

«Πότε τῇ Γουτοῦ, Γουπατοῦ, μὰμ γατί». (Πότε νὰ ᾽ρθῇ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ, νὰ φᾶμε…) Καταρχὰς οἱ τρεῖς γνῶσται τῆς γλώσσης ἐνόμισαν ὅτι ἀπεκάλει μυκτηριστικῶς γαττιὰ τὰ κρέατα τὰ ὁποῖα ἐπωλοῦσαν οἱ κρεοπῶλαι τοῦ χωρίου. Οἱ τρεῖς προειρημένοι, καὶ μάλιστα ὁ Παγιώτας, ἦσαν δυνατοὶ εἰς τὴν γλῶσσαν, καὶ τὴν ὡμίλουν οἱ ἴδιοι. Ἀλλ᾽ ὅταν προσέτρεξαν εἰς τὰ ἀνώτερα φῶτα τοῦ κὺρ Γιωργῆ τοῦ Λαυκιώτη, διευθυντοῦ τοῦ μεγάλου καφενείου, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ἐπίσημος προστάτης τοῦ Ταπόη, καὶ οἱονεὶ ἐπίτιμος καθηγητὴς τῆς ἰδιαιτέρας γλώσσης, χωρὶς νὰ τὴν ὁμιλῇ ὁ ἴδιος, οὗτος ἀπεφάνθη ὅτι τοιαύτη πικρὰ εἰρωνεία δὲν θὰ ἥρμοζεν εἰς τὰ αἰσθήματα τοῦ πτωχοῦ, τοῦ Μανώλη, ἀλλ᾽ ὅτι ἴσως ὠνόμαζεν ἁπλῶς γατὶ καὶ τὸ κατσίκι, καὶ τὸ ἀρνί. Ὣς τόσον τὸ πρᾶγμα ἔμεινεν ἀμφίβολον ἄχρι τῆς ὥρας ταύτης.

*
* *

Ἐπερίμενε πράγματι ἀνυπομόνως «πότε νά ᾽ρθῃ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ», καὶ ἅμα ἔμβαινε τὸ Σαρανταήμερον, ὄπισθεν τῆς θύρας τοῦ καφενείου τοῦ κὺρ Γιωργῆ, ἐσημείωνεν ἰδιοχείρως, μὲ ἓν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιῶτες, ὅσας ἡμέρας ἔχει ἡ Σαρακοστή· καὶ κάθε πρωί, πρὶν τοῦ δώσῃ ὁ Γιωργὴς τσιγάρον νὰ καπνίσῃ, ἢ καφὲν νὰ πίῃ, ἔσπευδε νὰ σβήσῃ μίαν ἰῶτα, καὶ τὰς ἔβλεπε μὲ χαρὰν νὰ ὀλιγοστεύουν. Πλὴν οἱ μοσχομάγκες τῆς ἀγορᾶς, λαθραίως, ἐπήγαιναν κ᾽ ἔγραφαν ἄλλες τόσες γιῶτες, ὅσες εἶχε σβήσει ἐκεῖνος, κ᾽ ἔτσι ἡ Σαρακοστὴ ἐφαίνετο ὅτι δὲν θὰ εἶχε ποτὲ τελειωμόν.

Ὁ Ἅις Νικόλας εἶχεν ἀσπρίσει ἤδη τὰ γένεια του πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἦτον ἡ σειρὰ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ν᾽ ἀσπρίσῃ τὰ ἰδικά του· δὲν ἔμενον πλέον εἰμὴ δώδεκα ἡμέραι ἕως τὰ Χριστούγεννα.

―Ἔχουμε χαβὰ ἀκόμα, βρὲ χταπόδι! τοῦ ἐφώναζεν ὁ Νικολὸς ὁ Μπαλαλᾶς· εἰκοσιδυὸ μέρες ἀκόμα θέλουμε.

― Ναί, ταπόι! ἐψέλλιζεν ὁ Μανώλης· τὰ κότη κότα τύ. (Νὰ μαζώξῃς τὴ γλῶσσά σου σύ.)

― Σὲ γελοῦν, βρὲ Μανιέ· δώδεκα μέρες ἀκόμα, τὸν ἐπαρηγόρει ὁ Γιωργής.

Καὶ ἤρχετο ἡ καρδιὰ τοῦ Μανώλη στὸν τόπον της. Εἶχεν ἀναλάβει μίαν ὑποχρέωσιν διὰ τὰς ἑορτάς. Ἐπρόκειτο νὰ συνοδεύῃ μερικὰ ἐκ τῶν παιδίων τῆς Κάτω Γειτονιᾶς, ὅσα ἦσαν τέκνα ἢ ἀνεψίδια φίλων καὶ προστατῶν του, ὅταν θ᾽ ἀνήρχοντο πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, ἀνὰ δύο καὶ τρία, διὰ νὰ τραγουδήσουν τὰ χαρμόσυνα τραγούδια εἰς τὰ σπίτια καὶ εἰς τὰ μαγαζειὰ τῆς Ἐπάνω Ἐνορίας. Διότι δὲν θὰ ἐτόλμων ποτὲ νὰ ἀνέλθουν μοναχά των ἐκεῖ ἐπάνω.

Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ χωρίου ἦσαν διῃρημένα εἰς δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αἱ ἐχθροπραξίαι ἤρχιζον ἀπὸ τὸ φθινόπωρον, διήρκουν καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα, ἐξηκολούθουν τὴν ἄνοιξιν, καὶ δὲν ἔπαυον τὸ θέρος ― εἰμὴ ἐφ᾽ ὅσον μετεφέροντο εἰς τὸν ἐλεύθερον κάμπον, ὅπου ἐκοκκίνιζον ἄωρα καὶ ᾑμωδίαζον τοὺς ὀδόντας προκλητικὰ τὰ μῆλα, τὰ κεράσια, τὰ ἀπίδια, καὶ ὕστερον τὰ σταφύλια. Ὁ ἐπίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ἰδίως τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ πετροπόλεμος ὁ καθημερινὸς ποτὲ δὲν ἐκόπαζε μεταξὺ τῶν δύο φουσάτων.

Εἰς τὴν Ἐπάνω Ἐνορίαν, ἐκεῖ ἄνωθεν τοῦ Βράχου, ἐβασίλευεν ὁ φοβερὸς Τσηλότατος. Ἦτο ὑψηλός, ὅσον καὶ ὁ Βράχος ἐφ᾽ οὗ εἶχε τὸν θρόνον του, σγουρομάλλης, ἀκτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, καὶ ἀποτρόπαιος. Ἦτο αὐτὸς ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀρχηγὸς τῶν μαγκῶν τῆς Ἄνω Ἐνορίας καὶ ὅλου τοῦ χωρίου. Τὰ δύο ποδάρια του ἦσαν χονδρά, μελαψὰ καὶ πλατέα, ὡς δύο κατάρτια. Ἐφόρει παρδαλὴν φανέλαν, ἥτις ἦτο ἅμα τὸ ὑποκάμισον καὶ τὸ ἐπανωφόρι του, καὶ κοντὸν πανταλόνι, χειμῶνα καὶ θέρος. Ἄδειαν δὲν εἶχε παιδὶ ἢ νέος ἢ γέρος νὰ περάσῃ ἀπ᾽ ἐκεῖ σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ἐξουσίαν δὲν εἶχε γριὰ ἢ νέα νὰ πάγῃ εἰς τὴν βρύσιν μὲ τὴν στάμναν της. Ἦτο ὡς δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ ἦτο φοβερὸς σκιὰς* ἤδη. Ἐφορολόγει τὰς γραίας, τὰς οἰκοκυράς, τὰς πτωχὰς χήρας. Ἂν δὲν τοῦ ἔδιδε μερδικὸ ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα ἡ Γαρουφαλιά, ἡ φουρναρού, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ψήσῃ τὰ ψωμιά. Ἔβαλλε φωτιὰ εἰς τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ ἔκαιεν, εἰς τὸ προαύλιον τοῦ φούρνου· κι ἐφώναζε τ᾽ ἄλλα τὰ παιδιά, νὰ πηδήσουν ἐκ τρίτου ἀπ᾽ ἐπάνω ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς φωτιᾶς, ὡς νὰ ἦτο ἤδη τ᾽ Ἁι-Γιαννιοῦ στὸ Λιοτρόπι. Ἀπὸ τὴν μίαν γειτόνισσαν ἀπῄτει νὰ τοῦ φέρῃ τυρόπιτταν ποὺ νὰ πλέῃ στὸ βούτυρο διὰ νὰ φάγῃ, ἀπὸ τὴν ἄλλην λαδόπιτταν μὲ λάδι πολύ, ἢ καμμίαν γριὰ (μεγάλην τηγανίταν, ἴσην μὲ τὸ τηγάνι), ἀπὸ τὴν ἄλλην τυλιχτὸ (εἶδος κολοκυθόπιττας) ἢ μπομπότα μὲ πολὺ πολὺ μέλι.

Εἶχεν ἀκούσει τοὺς παλαιοὺς μύθους διὰ τὰ θεριά, τὰ ὁποῖα ἐφώλευαν σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὑδρεύετο τὸ χωρίον. Ἐὰν ἐπέζη ὥστε νὰ γίνῃ εἴκοσιν ἐτῶν, ἐμελέτα νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς κατοίκους, ὡς ἐτήσιον φόρον, ἕνα κορίτσι τοὐλάχιστον. Καὶ ὁ Σουλτάνος, καθὼς ἤκουσε νὰ λέγουν, μίαν φορὰν παντρεύεται τὸν χρόνον.

Δυστυχῶς ὑπῆρξε πολὺ βραχύβιος, δὲν ἐπρόφθασε νὰ φθάσῃ εἰς ἡλικίαν. Καὶ ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος τῆς γενεᾶς του. Παιδίον ὅταν ἦτο, εἰς τὸν ἀνεμόμυλον ὅπου εἶχεν ἀνατραφῆ, εἶχον ἀποθάνει τὰ δύο ἀδελφάκια του. Κατόπιν ἀπέθανεν ἡ γριά, ἡ μάννα του, ὕστερον ὁ γέρος. Τοῦ ἐφάνη ὅτι εἶχε πέσει ἀπ᾽ ἐπάνω τους ὁ ἀνεμόμυλος καὶ τοὺς ἐπλάκωσε, καὶ πράγματι ἔπεσεν, ἀφοῦ ὁ γέρος δὲν ἐζοῦσε πλέον διὰ νὰ τὸν ἀλέθῃ. Ἀπὸ τὸν μύλον ἕως τὰ Μνημούρια, τὸ κοιμητήριον τοῦ χωρίου, ἦτο πολὺ σιμά.

Οἱ γονεῖς του ἦσαν καλοὶ χριστιανοί, ἐσκέφθη, καὶ δὲν ἐπέβαλαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεγάλην ἀγγαρείαν, νὰ τοὺς κουβαλοῦν μακρὰν διὰ νὰ τοὺς θάψουν. Πλὴν καὶ αὐτός, ἀρκετὰ ἐτάισε τοὺς πεθαμένους, εἶπε, καὶ ἦτον καιρὸς πλέον ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ βυζαίνῃ τοὺς ζωντανούς. Καὶ ἀφοῦ ὁ πεσμένος ἀνεμόμυλος δὲν ἦτο πλέον καλὸς διὰ νὰ κατοικῇ τις μέσα, ἐκουβαλήθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς ὑψηλῆς συνοικίας, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἐκεῖ ἔστησε τὸν θρόνον του.

Ἦτο ἀνεγνωρισμένος ἡγεμὼν ὅλων τῶν μαγκῶν καὶ φοβερὸς πολέμιος ὅλων τῶν παιδίων τοῦ σχολείου. Ὅλα τὰ παιδιὰ «τοῦ ἔκαναν τὸ σκῆμα»*. Ἦτο ὁ Μῆτρος ―ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος― ἢ «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν καὶ διατί ὠνομάσθη οὕτω; Ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτο παιδικὴ ἀντίληψις τοῦ «ὑψηλότατος» ἢ τοῦ «ἐξοχώτατος». Ἀγνοῶ.

Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου, «ἐκπληρῶν καὶ τὰ ἀστυνομικά», συνέβη νὰ περάσῃ μίαν ἡμέραν ἀπ᾽ ἐκεῖ, σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν βρύσιν, ἔνθα εἶχε τὸ στραταρχεῖόν του ὁ Τσηλότατος. Αἱ πτωχαὶ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς εἶχον παραπονεθῆ πικρῶς ἐναντίον τῆς μάστιγος. Ὁ δήμαρχος ἔσεισε τοὺς ὤμους, ἐμειδίασεν, ἀπηύθυνεν ἠπίας ἐπιπλήξεις εἰς τὸν Μῆτρον καὶ εἰς ὅλην τὴν δωδεκαμελῆ συμμορίαν τῶν μαγκῶν ―ὁ Τσηλότατος εἶχεν ἀκριβῶς μίαν δωδεκάδα, ὅσους συμβούλους εἶχε καὶ ὁ δήμαρχος― καὶ ἀπεφάνθη:

― Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν, καλέ, αὐτὸ δὲν βλάπτει. Φτάνει νὰ μὴν τὸ παρακάνουν.

*
* *

Πέντε ἢ ἓξ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ἀπ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκυνήγει ἀσπόνδως ὁ Τσηλότατος, εἶχον ἀναβῆ ἐν συνοδίᾳ τοῦ Μανωλιοῦ τοῦ Ταπόη εἰς τὴν ἐπάνω γειτονιάν, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγ. Βασιλείου κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος.

Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, «τό ᾽λεγε ἡ καρδιά του, μιὰ φορά». (Τοιοῦτον σχῆμα συντάξεως, μὲ τὴν ἄδειαν ὅλων τῶν γραμματικῶν, μᾶς φαίνεται παραστατικὸν διὰ τὸν ἄνθρωπον.) Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, ἀλλοῦ ἐπήγαιναν τὰ πόδια του, ἀλλοῦ αἱ χεῖρες καὶ ἀλλοῦ τὸ σῶμά του. Πλὴν οἱ μυῶνές του ἦσαν ἰσχυροί, καὶ ὁ γρόνθος τῆς παραλύτου χειρὸς ἐκείνης ἔσφιγγεν ὡς μάγγανος.

Ἀνέβαινον, καὶ εἶχον καὶ τὸν φόβον. Δὲν ἦτον ἡ πρώτη φορά. Κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος μὲ τὸ φουσᾶτον του, ἂν καὶ μικρὸς ἀκόμα, τὸν εἶχε καταρημάξει τὸν πτωχὸν τὸν Ταπόη, μαζὶ μὲ τοὺς προστατευομένους του. Τὴν φορὰν αὐτήν, δύο ἢ τρεῖς ἐκ τῆς συμμορίας τοῦ Μήτρου, ὁποὺ ἐφύλαγαν καραούλι, εἶχον κατοπτεύσει εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης μακρόθεν τοὺς ἐρχομένους. Ἦτο ὣς δύο ὥρας μετὰ τὴν δύσιν.

―Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι, ἔρχεται· μᾶς φέρνει κελεπούρια, ἔδωκαν εἴδησιν εἰς τὸν Μῆτρον τὸν Τσηλότατον.

― Εἶναι πολλοί; ἠρώτησεν ἄλλος μάγκας, ὅστις ἵστατο πλησίον τοῦ Μήτρου.

― Εἶναι πέντ᾽ ἕξι ἑφτὰ ὀχτώ· εἶναι καμμιὰ δεκαριά… ὣς μιὰ ντουζίνα, εἶπε τὸ καραούλι.

― Σιώπα σύ! ἐπετίμησεν ὁ Μῆτρος τὸν ἐρωτήσαντα· δὲν εἶναι δουλειά σου. Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;

― Κοντεύουν· ζυγώσανε.

― Στὰ πόστα σας, ἐσεῖς! Μαζώξετε πολλὰ βράχια, διέταξεν ὁ Τσηλότατος. Ἂν δὲν σᾶς πῶ ἐγώ, κανένας μὴ ρίξῃ!

Ὅταν ἐπλησίασεν ἡ συνοδία, τὸ φουσᾶτον ἦτον ἀνυπόμονον νὰ χυθῇ ἐναντίον της. Ἀλλ᾽ ὁ Μῆτρος διέταξε νὰ μείνουν κρυμμένοι, «στὰ πόστα τους».

― Θὰ τοὺς πάρουμε κατακοντά, ἐξηγήθη ὁ Μῆτρος εἰς τὸν πλησιέστερόν του. Νὰ ψωμώσουν πρῶτα, κ᾽ ὕστερα.

― Ἄ! ἔκαμεν ἐκεῖνος.

Νὰ ψωμώσουν, ἐννοοῦσεν ὁ Μῆτρος νὰ πάρουν λεπτά, ἀφοῦ τραγουδήσουν ἐδῶ ἐκεῖ στὰ σπίτια. Ὕστερον θὰ τοὺς ἐρρίχνοντο, θὰ τοὺς ἔπαιρναν τὰ λεπτά, καὶ θὰ τοὺς ἔδιδαν καὶ ξύλο. Τὰ «βράχια», τὰ ὁποῖα εἶχον μαζέψει, θὰ ἐχρησίμευον μόνον ἂν τυχὸν ἐτρέποντο εἰς ταχεῖαν φυγὴν οἱ ἄλλοι.

Τὰ παιδία τῆς Κάτω Ἐνορίας, μοιρασθέντα εἰς δύο, εἰσῆλθον εἰς δύο μαγαζειὰ καὶ ἤρχισαν νὰ τραγουδοῦν τὸν Ἁι-Βασίλη. Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι ἵστατο εἰς τὸν παραστάτην τῆς θύρας τοῦ ἑνός. Κατόπιν εἰσῆλθον εἰς ἄλλα μαγαζειά, ἀκολούθως ἀνέβησαν εἰς γνώριμα σπίτια. Ὁ Μανώλης πάντοτε φρουρὸς τῆς ἔξω θύρας.

Ἡ συμμορία τοῦ Τσηλότατου πάντοτε ἀφανὴς τοὺς παρηκολούθει ἐξόπισθεν, κρυμμένη εἰς τὰ στενὰ καὶ εἰς τ᾽ ἀγκωνάρια τῶν σπιτιῶν.

Μετὰ ὥραν ἡ συνοδία τοῦ Μανώλη κατέβη πάλιν εἰς τὴν κυρίαν ὁδόν. Ἠκούετο ὁ βρόντος τῆς τσέπης τῶν παιδίων. Ὁ Ταπόης ἐκοίταζεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Εἶχαν ἀκούσει ψιθυρισμοὺς δύο ἢ τρεῖς φοράς. Δὲν ἐγνώριζε καλὰ τὰ κατατόπια. Ὑπωπτεύετο καὶ ἤθελε νὰ ψάξῃ, νὰ βεβαιωθῇ. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ μοναχά τους.

―Ὁ Τσηλότατος τί νὰ γίνεται; εἶπε τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἓν τῶν παιδίων.

― Πῶς δὲ μᾶς θυμήθηκε;

― Νά ὁ Τσηλότατος! ἠκούσθη αἴφνης φοβερὰ φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!

Ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Τσηλότατος, ὅστις ἐξεπήδησεν αἴφνης ἀπὸ ἕνα χάλασμα καὶ κατόπιν του ἔτρεξεν ὅλη ἡ συμμορία.

― Τσηλότατος Γιατρός! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ οἱ συμμορῖταί του· κάμετε ὅλοι τὸ σκῆμα! Τσηλότατος Γιατρός!

― Πιάστε σεῖς τὰ κελεπούρια! ἐφώναξεν ὁ Τσηλότατος. Τὸ Χταπόδι τὸ κοπανίζω ᾽γώ!

Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ εὑρέθησαν ἀντιμέτωποι ὁ Τσηλότατος καὶ ὁ Ταπόης.

*
* *

Ἡ μάχη ἤρχισε. Πάραυτα ὁ πτωχὸς ὁ Ταπόης ἔφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεῖς, τέσσαρες ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ φοβεροῦ [τοῦ] Τσηλότατου.

Δὲν ἐφαίνετο ἡ ἐλαχίστη πιθανότης, δὲν ὑπῆρχεν ἐλαχίστη ἐλπὶς ὅτι 〈δὲν〉 ἤθελε τὴν πάθῃ.

Τὸ ἓν τῶν παιδίων, τὸ ὁποῖον ἦτο σχετικώτερον τοῦ Ταπόη, ἐξεγλίστρησεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἑνὸς μάγκα καὶ ἐπλησίασε σιγὰ εἰς τὸν Ταπόην.

Τὸ παιδίον τοῦτο ἐννοοῦσε καλῶς τὴν γλῶσσαν τοῦ Μανώλη. Ὁ προβλεπτικὸς Ταπόης τοῦ εἶχεν εἰπῆ διὰ γλώσσης καὶ διὰ χειρονομίας:

― Ἅα γῇς Τότατο μάμι μίμι, ἔα ντά, χέι τὸ ἀὸ χέι. (Τουτέστιν· ἅμα ἰδῇς τὸν Τσηλότατο νὰ κοντεύῃ νὰ μὲ κάμῃ ψοφίμι, ἔλα κοντὰ νὰ μοῦ βάλῃς τὸ χέρι αὐτὸ (τὸ ἀριστερὸ) εἰς τὸν καρπὸν τοῦ ἄλλου χεριοῦ (τοῦ δεξιοῦ.))

Κατὰ τὴν κρίσιμον στιγμὴν τὸ παιδίον αὐτὸ ἐνθυμήθη τὴν σύστασιν, ἐπλησίασεν εἰς τὸν Ταπόην κ᾽ ἐδοκίμασε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν συνταγήν. Ἐπέτυχε.

― Τί τοῦ ἔκαμες, βρέ; Μάγια; ἠρώτησαν οἱ ἄλλοι.

*
* *

Μετὰ μίαν στιγμὴν ὁ λαιμὸς τοῦ Τσηλότατου εὑρίσκετο ὡς ἐν φοβερᾷ ἁρπάγῃ ἐντὸς τοῦ σφιγκτοῦ γρόνθου μὲ τοὺς γαμψοὺς ὄνυχας, τῆς πελωρίας χειρὸς τοῦ Ταπόη. Ὁ Τσηλότατος ἀφῆκε πνιγμένην κραυγήν. Ἤσπαιρεν, ἠγωνία, ἐσφάδαζεν. Ὀλίγον ἀκόμη ἂν ἔσφιγγεν ὁ Ταπόης, δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον Τσηλότατος.

― Πόκυλου! ἔκραξε μόνον ὁ Ταπόης. (Χασαπόσκυλο!)

Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας, ἐκρέμασαν τὰ χέρια κάτω, καὶ ἄφησαν τὰ «κελεπούρια». Δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ψάξουν τὰ θυλάκια.

Ἡ συνοδία ἀπὸ τὴν Κάτω Ἐνορίαν ἀνεθάρρησε.

― Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!

Ὀλίγον ἀκόμη, καὶ οἱ ἀμυντικοὶ θὰ ἐλάμβανον ἐπιθετικὴν στάσιν. Ὁ Τσηλότατος ἐπνίγετο, ἐρρόγχαζεν, ἐξεψυχοῦσε. Τὰ μάτια του εἶχαν πεταχθῆ ἔξω ἀπὸ τὰς κόγχας. Ἡ ἀνταύγεια ἀπὸ τοὺς λύχνους τῶν μαγαζειῶν τὰ ἐδείκνυε τρομερὰ εἰς τὴν νύκτα. Ἡ σελήνη ἔλαμπεν ἐκεῖ ἐπάνω ὑψηλά. Σιωπὴ καὶ τρόμος καὶ ἀγωνία.

Ἓν τῶν παιδίων ἀπὸ τὴν συμμορίαν ἔτρεφεν ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Τσηλότατον. Τὸν ἠγάπα ὡς ἀδελφοποιτόν. Τὸ παιδίον τοῦτο εἶχεν ἀκούσει νὰ λέγουν ὅτι ὁ Ταπόης, ὅταν συνέβη ποτὲ ν᾽ ἀκούσῃ ὅτι ἡ μήτηρ του ἀρρώστησεν ἔξαφνα, ἔτρεξεν ἔξαλλος ἐκ τρόμου καὶ ἀπελπισίας. Αἴφνης τοῦ ἦλθεν ἡ ἐνθύμησις αὐτή. Τὸ παιδίον αὐθορμήτως ἐφώναξε:

― Πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου!

*
* *

Διὰ νὰ σωθῇ τις ἀπὸ τοὺς ὀδόντας τῆς Σκύλλης, τὸν παλαιὸν καιρόν, ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν μητέρα τοῦ τέρατος. «Αὐδᾶν δὲ Κραταιίν, μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν».

Εἰς τοὺς καθ᾽ ἡμᾶς χρόνους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιον Φανούριον, ὀφείλουν νὰ λέγουν: «Θεὸς σχωρέσ᾽ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου! Θεὸς σχωρέσ᾽ την!» Ἡ σύμπτωσις μαρτυρεῖ ἁπλῶς πόσον κοινὴ εἶναι ἡ πρὸς τὴν μητέρα φιλοστοργία, καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους καὶ εἰς τὰ τέρατα.

Ὁ Ταπόης ἐτρόμαξε, κατεπλάγη, ὠχρίασεν. Ἐπίστευσε πρὸς στιγμὴν τὸ ψευδὲς ἄγγελμα· ἡττήθη ἀπὸ τὸ τέχνασμα τὸ παιδαριῶδες. Ἀφῆκε τὸν λαιμὸν τὸν ὁποῖον ἀγρίως ἔσφιγγεν. Ὁ Τσηλότατος ἐγλύτωσεν εὐθηνά, τὴν βραδιὰν ἐκείνην.

Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας εἶχον ἀρχίσει νὰ διασκορπίζωνται. Οἱ δύο γείτονες καταστηματάρχαι ἐπῆραν εἴδησιν ἐν τῷ μεταξύ. Ἐξῆλθον μὲ φωνὰς καὶ μ᾽ ἐπιπλήξεις. «Τ᾽ εἶν᾽ ἐδῶ; Τί γίνετ᾽ ἐδῶ;»

Ὁ Τσηλότατος, ζαλισμένος, ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, διὰ νὰ ἀναλάβῃ πνοήν. Καὶ τὰ λοιπὰ παιδία, ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἀφωσιωμένου, ὅστις εἶχεν ἐπινοήσει καὶ ἐκτελέσει τὸ τέχνασμα, ἐτράπησαν εἰς φυγήν.

Ὁ Μανώλης μετὰ τῆς συνοδίας του κατῆλθον πρὸς τὴν ἐνορίαν των. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν ὑπερήφανα καὶ καμαρωμένα. Αὐτὴν τὴν χρονιάν, ἐξῆλθον νικηταὶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα. Ὁ Μανώλης ἦτον ἐντροπιασμένος, διότι ἐπίστευσε τὸ ψευδολόγον παιδίον.

― Δὲν πειράζει· τὸν ἐπαρηγόρησεν ὁ Βαγγέλης, ἐκεῖνος ὅστις ἐγνώριζε τὴν γλῶσσάν του, καὶ ὅστις εἶχεν ἐκτελέσει τὸ πείραμα τῆς ἐμβολῆς καὶ τῆς κατευθύνσεως τῆς χειρός. ― Καλύτερα ποὺ σὲ γέλασε, παρὰ νὰ σοῦ τό ᾽λεγε ἀλήθεια καὶ νὰ λὲς πάλι, καθὼς τὴν ἄλλη φορά, θυμᾶσαι ;― ποὺ κινδύνεψε ν᾽ ἀποθάνῃ ἡ μάννα σου: «Πᾶ μένη! †πᾶ-ντα·† μένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)

(1899)


"LOW" - R.E.M from LP "Out of Time" (1991) (youtube, 24.7.2018)

 ...............................................................



LOW - R.E.M


Dusk is dawn is day
Where did it go?
I've been laughing
Fast and slow
Moving in a still frame
Howling at the moon
Morning found me laughing
Up and down, down
Low low low
Night suits me fine
and morning suits me fine
I've been so happy
Way up high, high
In between
Down below
Low low low


I skipped the part about love
It seems so silly and low
Low low low
Low low low


I said the morning
It isn't your time
Barefoot naked
I can see your lines
It doesn't bother me
That you are right
Your grass is grassy wet
Your light white is bright
Light white light

I skipped the part about love
It seems so shallow and low
Low low low
Low low low

You and me
We know about time
We know how things go
They come and go
They live and grow
They pass and go
And glow and glow
Up and down
High and low
Low low low
Low low low

I skipped the part about love
It seems so silly and low
I skipped the part about love
It seems so shallow and low
Low low low
Low low low

I like your hands
All full of glory
All full of glory


(youtube, 24.7.2018)


"Βραδιά παραμονή Πρωτοχρονιάς" - από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Μανόλη Ξεξάκη (facebook, 31.12.2024)

 ...............................................................



     Βραδιά παραμονή Πρωτοχρονιάς





από τον συγγραφέα και φίλο στο fb  Μανόλη Ξεξάκη (facebook, 31.12.2024)



Στις πολυθρόνες μάς βρήκε η νύχτα. Εκεί κύλησε κι η αυλαία του σκοταδιού.
Εγώ, ο Γιώργης του Μανέλη από την Ελεύθερνα Μυλοποτάμου κι η γυναίκα μου Αναστασία από το Παγκαλοχώρι Ρεθύμνης, ακούγαμε τη μουσική της ηλικίας μας, αλλά είχαμε κι ωραίες σκέψεις από τη νεότητά μας.
Πέπλο σιγής παντού. Οι νοικοκυραίοι, στα σπίτια τους. Σιγά σιγά έκλεισαν τα βλέφαρά μας.
Το ξημέρωμα χτύπησαν οι καμπάνες των εκκλησιών. Μετά από τα χρειώδη του πρωινού και την περιποίηση της ανήμπορης συντρόφου μου, και παρά την αδεξιότητά μου στη μαγειρική τέχνη, μπήκα στην κουζίνα. Έβρασα κρέας, κι αυγόκοψα μια σούπα.
Το μεσημέρι την έφερα στο τραπέζι. Δεν μιλάει καν, πια. Αβάσταχτη η παρουσία της άνοιας στις ζωές των ανθρώπων…
Φάγαμε παρέα με ένα κόκκινο μπουμπούκι που έκοψα από τον κήπο. Έβαλα λίγο κρασί, σήκωσα και τα δύο ποτήρια. Ευχήθηκα να είναι καλά τα παιδιά μας. Τάισα τη γυναίκα μου κι έφαγα κι εγώ.
Φτάσαμε κάποτε απομεσήμερο και απόγευμα και βραδάκι, αμάξια γέρικα στην ανηφοριά των χρόνων που πέρασαν.
Δεν είχαμε την τύχη να μας χτυπήσει κάποιος γνωστός ή γνωστή την πόρτα για μια φιλική επίσκεψη.
Νύχτωνε η μέρα της Πρωτοχρονιάς και μετρούσα πάλι μοναξιά, όταν άκουσα χτύπημα στην πόρτα. «Κάποιος» είπα «έρχεται να μας συντροφεύσει». Συχνά φωνάζουμε δυνατά τις επιθυμίες μας, μήπως τις ακούσουν οι δυνάμεις του στερεώματος.
Η γυναίκα μου, ούτε νεύμα.
Σηκώθηκα κι άνοιξα. Είδα έναν άγνωστο. Κακόβαλα. Έριξα μια ματιά στον τσιφτέ. Τον έχω πάντα έτοιμο και με σηκωμένο τον κόκορα δίπλα στην πόρτα. Ηρέμησα γρήγορα. Αν και νύχτα, είδα στο πρόσωπό του το πρώτο χαμόγελο αυτής της ημέρας.
«Καλησπέρα, κύριε, αγόρασε ένα χρόνο» είπε και πρότεινε τα ημερολόγια τοίχου που υπήρχαν στα χέρια του.
Χαμογέλασα κι εγώ.
«Κανείς δεν μπορεί να αγοράσει χρόνο» απάντησα «πέρασε όμως μέσα να σε κεράσω μια ρακή κι ένα μελομακάρονο».
Μπήκε, πράγματι. Ήπιε. Έφαγε. Αγόρασα το ημερολόγιο. Καληνύχτισε ευγενικά κι έφυγε.
Κρέμασα στον τοίχο την απόδειξη του καινούργιου χρόνου, που κατά κάποιο τρόπο αγόρασα. Ήπια κι εγώ ένα σταλιδάκι ρακή στην υγειά του παράξενου επισκέπτη. Είχα ξεχάσει πολλά από τα παλιά που πληγώνουν. Ο άνθρωπος είναι το φάρμακο του ανθρώπου.




Μανόλης Ξεξάκης, 31.12.2024

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Brubeck: Koto Song | The Dave Brubeck Quartet, Live in Belgium 1964 (youtube, 25 Ιαν 2019)

 ...............................................................


Brubeck: Koto Song | The Dave Brubeck Quartet, Live in Belgium 1964


(youtube, 25 Ιαν 2019)

Brubeck: Koto Song From the album "Jazz Impressions of Japan" 

Dave Brubeck, Piano 

Paul Desmond, Alto Saxophone 

Joe Morello, Drums

Eugene Wright, Bass
 
This video was filmed live in Belgium on 10 October 1964.





"Μια Πίκρα" ποίημα του Κωστή Παλαμά (1851-1943) μελοποιημένο και τραγουδισμένο από τον Φοίβο Δεληβοριά (youtube, 3.12.2012)

 ...............................................................



            Κωστής Παλαμάς (1851 - 1943)



ΜΙΑ ΠΙΚΡΑ 

Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τα 'ζησα 
κοντά στ' ακρογιάλι, 
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, 
πλατιά και μεγάλη.


Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη 
ζωούλα προβάλλει,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα: 
Να ζούσα εκεί πάλι


Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν' η χάρη μου, 
δεν γνώρισα κι άλλη: 
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη 
γλυκιά και μεγάλη.

Και να! μεσ' στον ύπνο μου την έφερε τ' όνειρο 
κοντά μου και πάλι 
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, 
πλατιά και τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε, 
μια πίκρα μεγάλη, 
και δε μου τη γλύκαινες της πρώτης λαχτάρας μου, 
καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου 
και ποια ανεμοζάλη, 
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες, 
καλό μου ακρογιάλι


Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' αξήγητη, 
μια πίκρα μεγάλη, 
η πίκρα που είν' άσβηστη και μεσ' τον παράδεισο 
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.




«Ανθρωποφάγος αθλητισμός - βιομηχανία!» έγραψε ο Σπύρος Τσάμης / συνέντευξη του εργοφυσιολόγου Βαγγέλη Ρουσόπουλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.12.24)

 .............................................................



«Ανθρωποφάγος αθλητισμός - βιομηχανία!»






έγραψε ο Σπύρος Τσάμης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.12.24) 


«Όταν καθορίζουν οι χορηγοί και όχι οι προπονητές, όταν οι μετρήσεις παικτών φτάνουν στο κόκκινο...» Ο εργοφυσιολόγος Βαγγέλης Ρουσόπουλος δεν μασάει τα λόγια του!


Προς το παρόν δεν είχε απτό αποτέλεσμα η φετινή συγχορδία διαμαρτυρίας για «δραστική μείωση» των εξαντλητικών αγωνιστικών ρυθμών, όχι μόνο ποδοσφαιριστών αλλά γενικότερα αθλητών, προς διεθνείς αθλητικές αρχές (FIFA, UEFA, IAAF και όχι μόνο), ουσιαστικά προς τους διοργανωτές αθλητικής δράσης μα και επιχειρηματίες της. Η υποψιασμένη λογική υπαγορεύει πως έτσι θα συμβεί και στο βαθύ μέλλον. Ο παράγοντας άνθρωπος μάχεται -και στον αθλητισμό- να μη θυμίζει εξάρτημα!


Ο εργοφυσιολόγος Βαγγέλης Ρουσόπουλος δεν μάσησε τα λόγια του: «Ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός, τα τελευταία χρόνια, είναι βιομηχανία. Αλλεπάλληλα παιχνίδια ποδοσφαίρου, γενικότερη αθλητική δράση, πολυεπίπεδη η ψυχοσωματική φόρτιση των φυσικών πρωταγωνιστών. Προ ημερών στο ελληνικό πρωτάθλημα ακούγαμε την “ανάγκη νίκης στα τελευταία παιχνίδια της χρονιάς για να κλείσει καλά το 2024” και “ανάγκη νίκης στο πρώτα παιχνίδια του 2025 ώστε να αρχίσει ιδανικά ο νέος χρόνος”. Τα ίδια άτομα, τους ίδιους παίκτες σε ποδόσφαιρο, μπάσκετ και όχι μόνο, τους ίδιους αθλητές σε πολλά αθλήματα, τους βλέπεις συνέχεια σε λίγες μέρες... Λες και ζουν μες στα γήπεδα, λες και δεν πηγαίνουν ποτέ σπίτι τους! Δεν αναφέρομαι μόνο στους ποδοσφαιριστές... Συζητούσα προ ημερών με στελέχη του ιατρικού επιτελείου της ομάδας μπάσκετ του Ολυμπιακού, ρώτησα “πώς θα περάσετε τις γιορτές;”, απάντησαν “δεν υπάρχουν γιορτές! Ανήμερα Χριστούγεννα θα ταξιδεύουμε για το Μιλάνο, ανήμερα Πρωτοχρονιάς για το Κάουνας. Ως εργοφυσιολόγος κρίνω απίστευτο τον φόρτο των παιχνιδιών...”».


• Οι επιπτώσεις του στην ψυχοσωματική οντότητα του αθλητή;

Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί παικτών, γενικότερα αθλητών. Το έμψυχο δυναμικό των ομάδων έχει μεγαλώσει, ο αριθμός των παικτών είναι μεγαλύτερος από ποτέ, επισήμως ώστε να παίζουν αλλά και να ξεκουράζονται περισσότεροι... Αλλά αυτή η συχνή αλλαγή προσώπων έχει επιπτώσεις στη συνοχή των ομάδων και επηρεάζει αρνητικά την απόδοσή τους...

• Ποια είναι η προτεινόμενη διαχείριση του έμψυχου δυναμικού στο ίδιο υψηλό επίπεδο;


Ανακαλώ στη μνήμη μου μάθημα των πολιτικών μηχανικών στο Πολυτεχνείο: «Αντοχή υλικών». Βέβαια δεν μπορείς στον ομαδικό αθλητισμό ν’ αλλάζεις συνεχώς μεγάλο αριθμό παικτών επειδή επηρεάζεται η συνοχή της ομάδας. Αποτελέσματα; Οστικά, μυϊκά, συνδεσμικά προβλήματα. Η διαφορά είναι πως σε ανθρώπους-αθλητές δεν ξέρουμε ποια είναι ακριβώς τα όρια των ψυχοσωματικών αντοχών τους ώστε να σταματήσουμε την επιβάρυνσή τους σε αντίθεση με μια γέφυρα ή άλλη κατασκευή στο Πολυτεχνείο... Η φόρτιση αυτή που δέχεται ο παίκτης-αθλητής στην προπόνηση και στο παιχνίδι δεν είναι μετρήσιμη. Βοηθούν οι αιματολογικές εξετάσεις αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις οι μετρήσεις φθάνουν στο κόκκινο!

• Είναι, όμως, μετρήσιμες οι αντοχές, οι δυνατότητες...

Βέβαια! Επιλογές υπάρχουν ώστε να αλλάξει η ίδια ψυχοσωματική πίεση, δεν υπάρχει όμως η βούληση! Τα επαγγελματικά συμβόλαια είναι μεγάλα, υποχρεώνουν στους ίδιους, συχνά εξαντλητικούς, ρυθμούς...

• Ανθρωποφάγο εργασιακό περιβάλλον!

Τα μέλη των ιατρικών και προπονητικών επιτελείων βλέπουν ότι τα όρια παικτών, γενικότερα αθλητών υψηλής στάθμης έχουν φθάσει στο κόκκινο αλλά δεν υπάρχει βούληση ν’ αλλάξουν οι ίδιοι ρυθμοί. Επιλογές-λύσεις υπάρχουν, βούληση δεν υπάρχει! Οι οπαδοί πάνε στο γήπεδο να βγάλουν τα εσώψυχά τους, συχνά εξαντλούνται τα εισιτήρια, η τηλεόραση συνέχεια βομβαρδίζει με παιχνίδια και υπάρχει, επαναλαμβάνω, κοινό που παρακολουθεί συνέχεια... Αρα οι ίδιοι πιεστικοί ρυθμοί δεν θα σταματήσουν ποτέ!

• Εργοφυσιολογική, ιατρική παρέμβαση;

Δύσκολο έργο επειδή υπάρχουν πρόσθετες επιβαρύνσεις. Ο παίκτης μπορεί να ξεκουραστεί σωματικά, να δεχτεί τεχνικές αποκατάστασης, κρυοθεραπείες, μασάζ αλλά, πνευματικά, αν βρίσκεται σε συνεχή πίεση, στρες, όπως συμβαίνει στην εποχή μας, αυτό του βγαίνει ψυχοσωματικά!

• Επιστημονικές μετρήσεις αναφέρουν πως στο ίδιο υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού είναι 33 τα παιχνίδια· όσα αντέχει να παίξει, ετησίως, ο ποδοσφαιριστής. Στην εποχή μας καλείται να παίξει 66 παιχνίδια, τα διπλάσια!

Επιστημονικά μιλώντας, τρομάζει η ίδια επιβάρυνση! Και σημειώστε πως τα 66 ποδοσφαιρικά παιχνίδια, ως καταγραφή, είναι η μέση τιμή... Κάποιοι παίκτες παίζουν πολλά περισσότερα παιχνίδια! Οι διοικήσεις ξέρουν ότι οι οπαδοί θα πάνε στο γήπεδο και δεν θέλουν να δουν τον παίκτη-αστέρα να σέρνεται αλλά να είναι συνεχώς ακμαίος! Δεν πάνε να δουν τον αντικαταστάτη αλλά τον βασικό, πολυδιαφημισμένο παίκτη... Κι ας έχει φθάσει, ίσως ξεπεράσει, τις ψυχοσωματικές αντοχές του!

• Η οικονομική δίνη υπαγορεύει την ίδια αμείλικτη πραγματικότητα...

Ναι, οι χορηγοί έχουν πιο ισχυρό λόγο από τους προπονητές, καθορίζουν, ανάλογα με τα συμφέροντά τους και την ώρα έναρξης των παιχνιδιών αλλά και τον αριθμό των παιχνιδιών. Στην Ευρώπη, στο ΝΒΑ, παντού πλέον! Οι επιστημονικές προτάσεις μας ηχούν... ανυπόστατες μπροστά στην ίδια, πολυεπίπεδη, στυγνή πίεση... Με τη ζήτηση που υπάρχει, με το ενδιαφέρον του κόσμου αυξανόμενο, με την εμπορευματοποίηση σε παρόμοια επίπεδα, δεν μπορεί να δοθεί ουσιαστική λύση! Ναι, ο αριθμός των παιχνιδιών πρέπει να περιοριστεί στα μισά... Ποια από τις διοργανώτριες ή πολιτικές αρχές και τις ομάδες, όσες ζουν από τον τωρινό αριθμό παιχνιδιών, θα συμφωνήσουν στη μείωση; Καμία!

• Εκτός αν πέσουν, εξουθενωμένοι, και άλλοι παίκτες στο γήπεδο... Μην πούμε και νεκροί...

Για να πειστούν ν’ αλλάξουν τους ρυθμούς πρέπει να συμβούν πολλά τραγικά περιστατικά! Ως εργοφυσιολόγος δεν είμαι σίγουρος πως ο τραυματισμός του Λεσόρ είναι μόνο η κακιά στιγμή... Ο Λεσόρ έπαιζε πέρυσι μόνος του ως πεντάρι στον Παναθηναϊκό, έχει τραβήξει κουπί, όλοι το παραδέχονται στην ομάδα του. Πήγαινε και συνεχίζει στην Εθνική Γαλλίας, επέστρεφε στον Παναθηναϊκό. Δεν είμαι σίγουρος πως ακόμη κι αν ήταν ξεκούραστος, ο οργανισμός του θα μπορούσε ν’ αποφύγει το κάταγμα που έπαθε! Οι εξαντλητικοί αγωνιστικοί ρυθμοί τον έκαναν ευάλωτο στον τραυματισμό... Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η κακιά στιγμή, δεν μπορούμε να το αποδείξουμε.

Ευτυχές και Αίσιον το Νέον Έτος!... / Golden Brown (Extended) • 4K 432 Hz - Dave Brubeck (youtube, 28.11.2022)

 ...............................................................


Golden Brown (Extended) • 4K 432 Hz - Dave Brubeck

(youtube, 28.11.2022)