...............................................................
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025
George Gurdjieff- Song of the Aisors (youtube, 22.10.2015)
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025
"Τι σημαίνει: Ετεροντροπή" έγραψε ο Παύλος Μεθενίτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" / ΝΗΣΙΔΕΣ 29.11.25)
...............................................................
Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025
Leonard Cohen - "Take This Waltz" (Official Live in London 2008) (youtube, 29.3.2019)
...............................................................
(youtube, 29.3.2019)
"Το Υπόλοιπο" ποίημα του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 29.11.2025)
..............................................................
Χάρης Μελιτάς
ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ
Απ' τους ακέραιους φοβήθηκα το δύο
ιδίως στο πεδίο των ερώτων.
Όσο απλές υπόσχεται τις πράξεις
καραδοκεί το φάσμα της απάτης
στις αλχημείες των προσθαφαιρέσεων
κι ο τρόμος που κρυμμένος επι-κρέμαται
στους λαβυρίνθους των πολλαπλασιασμών.
Μα πιότερο με σκιάζει η διαίρεση.
Αν είναι τέλεια, μπορείς να την αντέξεις.
Καθένας παίρνει ένα κομμάτι κι αποσύρεται.
Ειδάλλως, παραμένει το υπόλοιπο.
Βαθύ, σιωπηλό, ανεξιχνίαστο
να καταπίνει μια ζωή όποιους αιχμαλωτίζει.
Χάρης Μελιτάς
Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025
"Έβλεπα" ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη (1919 - 2005) Από τη συλλογή "ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ" (1962) & "ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945-1971" (εκδ. "ΚΕΔΡΟΣ", 1981)
...............................................................
Μίλτος Σαχτούρης (1919 - 2005)
Έβλεπα
Όταν ξαφνικά
και υψώνεται
έβλεπα το ζευγάρι
τώρα μέσα στο σύννεφο
"Λαϊκή απογευματινή" από τον φίλο στο fb Σίμο Ιωσηφίδη (facebook, 26.11.2023)
..............................................................
"Μνήμη 2015" έγραψε η Πέπη Ρηγοπούλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025)
...............................................................
Μνήμη 2015
έγραψε η Πέπη Ρηγοπούλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025
[Αριστεροί "πολιτικοί"] έγραψε ο Χρήστος Λάσκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025)
..............................................................
Αριστεροί "πολιτικοί"
έγραψε ο Χρήστος Λάσκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 26.11.2025)
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025
Slow Blues (Instrumental) · Buddy Guy (youtube 18.4.2015)
...............................................................
(youtube 18.4.2015)
Από το μυθιστόρημα «Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1991)
.............................................................
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821 - 1881)
·
Από το μυθιστόρημα «Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1991)
«…Μια
φορά, θυμάμαι, καθόμουν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο. Είχα σκεπάσει με τα
δυο μου χέρια το πρόσωπο, είχα χαμηλώσει το κεφάλι, και δε θυμάμαι πόση ώρα
καθόμουν στη στάση αυτή. Και σκεφτόμουν, και σκεφτόμουν· το άψητο μυαλό μου δεν
ήταν σε θέση να εξηγήσει τη μελαγχολία μου, και η στενοχώρια μου όλο και
μεγάλωνε. Ξαφνικά, ακούω πάνω από το κεφάλι μου μια σιγανή φωνή:
-Τι σου συμβαίνει, μικρούλα μου;
Σήκωσα το κεφάλι μου: ήταν ο πρίγκιπας· το
πρόσωπό του έδειχνε μια βαθιά συμπάθεια, αλλά εγώ τον κοίταξα ξέψυχα,
παραπονιάρικα, έτσι που βούρκωσαν τα μεγάλα γαλανά μάτια του.
-Καημένο ορφανούλι! είπε και μου χάιδεψε το
κεφάλι.
- Όχι, όχι δεν είμαι ορφανούλι! Όχι! είπα κι
αναστέναξα αναστατωμένη. Σηκώθηκα όρθια, πήρα το χέρι του και, φιλώντας το, το
μούσκεψα με τα δάκρυά μου.
-Όχι, όχι, δεν είμαι ορφανούλι! Όχι!
κοπανούσα παραπονιάρικα.
- Παιδί μου, λέγε μου τι σου συμβαίνει,
φτωχούλα Νιέτοτσκα;
- Πού είναι η μαμά μου; πού είναι η μαμά
μου; φώναζα με λυγμούς – δεν είχα πια τα δύναμη να κρύψω τη θλίψη μου κι έπεσα
τσακισμένη στα γόνατα μπροστά του. Πού είναι η μαμά μου; Να μου πείτε - πού βρίσκεται η μαμά μου;
- Συχώρεσέ με, παιδί μου!... Αχ, φτωχή μου,
σου θύμισα… Τι έκανα! Έλα, έλα μαζί, Νιέτοτσκα, πάμε.
Με πήρε από το χέρι και βγήκαμε βιαστικά.
Ήταν τρομερά συγκινημένος. Φτάσαμε σ’ ένα δωμάτιο που δεν το ‘χα ξαναδεί.
Ήταν το παρεκκλήσι. Είχε αρχίσει να
σκοτεινιάζει. Τα καντήλια φώτιζαν ζωηρά τις εικόνες με τα χρυσά κάντρα και τα
πολύτιμα πετράδια. Οι άγιοι φαινόντουσαν θολά, αυστηροί κάτω από λαμπερά
τάματα. Όλα εδώ μέσα δε θύμιζαν κανένα άλλο δωμάτιο, ήταν όλα τόσο μυστηριώδη
και σκυθρωπά που απόρησα πολύ, κι ένας φόβος με κυρίεψε. Ένιωθα κακοδιάθετη. Ο
πρίγκιπας μ’ έβαλε και γονάτισα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και στάθηκε
πλάι μου.
-Προσευχήσου… μαζί θα προσευχηθούμε! είπε με
ήρεμη, τρεμάμενη φωνή.
Αλλά εγώ δεν μπορούσα να προσευχηθώ· ήμουν
τσακισμένη, και μάλιστα φοβισμένη· θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα εκείνη την
τελευταία νύχτα, πλάι στην πεθαμένη μητέρα μου, κι έπαθα νευρικό κλονισμό.
Έπεσα άρρωστη στο κρεβάτι, κι αυτή τη φορά γλίτωσα από του χάρου τα δόντια. Και
να πώς έγινε.
Ένα πρωινό άκουσα μια γνώριμη φωνή. Άκουσα
το όνομα του Σ-τς. Κάποιος του σπιτιού το είπε κοντά στο κρεβάτι μου.
Ταράχτηκα: με πλημμύρισαν οι αναμνήσεις, και με αυτές, τα όνειρα και τη
στενοχώρια έμεινα ξαπλωμένη δε θυμάμαι κι εγώ πόσες ώρες σ’ ένα πραγματικό
παραλήρημα. Ήταν πια πολύ αργά που ξύπνησα· γύρω μου ήταν σκοτάδι· η λαμπίτσα
είχε σβήσει, και η κοπέλα που καθόταν στο δωμάτιό μου έλειπε. Ξαφνικά ακούω
μακρινή μουσική. Πότε σταματούσε τελείως και πότε ακουγόταν πιο ζωηρά, σαν να
πλησίαζε. Δε θυμάμαι τι αίσθημα με κυρίεψε, τι σχέδιο γεννήθηκε ξαφνικά στο
ζαλισμένο μυαλό μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και δεν ξέρω πού βρήκα το κουράγιο
και φόρεσα γρήγορα-γρήγορα τα μαύρα μου και βγήκα από το δωμάτιο ψηλαφητά. Ούτε
στο άλλο, ούτε στο τρίτο δωμάτιο συνάντησα κανέναν. Τελικά, βγήκα στο διάδρομο.
Η μουσική τώρα όλο και πιο καθαρά ακουγόταν. Στη μέση του διαδρόμου άρχιζε η
σκάλα για κάτω· απ’ αυτή κατέβαινα πάντα στο ισόγειο. Η σκάλα ήταν φωτισμένη
καλά· κάτω πήγαινε κι ερχόταν κόσμος· κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μη με δουν
και μόλις πήρα μια ανάσα κατέβηκα κάτω, στο δεύτερο διάδρομο. Η μουσική έπαιζε
στο διπλανό δωμάτιο· πολύς θόρυβος εκεί, κουβεντολόι – λες και είχαν μαζευτεί
χιλιάδες άνθρωποι. Μια από τις πόρτες για την αίθουσα αυτή έβλεπε στο διάδρομο,
και την έκλεινε διπλή βελουδένια κουρτίνα. Εγώ σήκωσα την πρώτη και στάθηκα
ανάμεσα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που μόλις μπορούσα να στέκομαι στα
πόδια μου. Αλλά ύστερα από δυο-τρία λεπτά, ξεπερνώντας την ταραχή μου, τόλμησα
επιτέλους να παραμερίσω, από την άκρη, την δεύτερη κουρτίνα… Θε μου! Αυτή η
τεράστια σκοτεινή αίθουσα που τόσο φοβόμουν άλλοτε να μπω τώρα έλαμπε από
χιλιάδες φώτα. Λες και με πλημμύρισε μια θάλασσα από φως, και τα μάτια μου,
συνηθισμένα στο σκοτάδι, με πόνεσαν – μου φάνηκε πως στραβώθηκα. Ένας
αρωματισμένος ζεστός, λες, αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο. Κόσμος πολύς
κυκλοφορούσε μέσα κει με χαρούμενα πρόσωπα. Οι γυναίκες φορούσαν πλούσιες,
ανοιχτόχρωμες, τουαλέτες· όλα τα μάτια έλαμπαν από ευχαρίστηση. Εγώ στεκόμουν
σαν μαγεμένη. Μου φαινόταν πως όλα αυτά τα είχα δει κάποτε, κάπου, στον ύπνο
μου… Θυμήθηκα τα δειλινά, τα βραδάκια στο φτωχικό μας, το ψηλό παραθυράκι, το
δρόμο χαμηλά κάτω, με τ’ αναμμένα φανάρια, τα παράθυρα του απέναντι με τις
κόκκινες κουρτίνες, τις άμαξες στριμωγμένες στην είσοδο, το ποδοβολητό και το
χλιμίντρισμα που έκαναν τα περήφανα άλογα, τις φωνές, το θόρυβο, τις σκιές στα
παράθυρα και τη χαμηλή μακρινή μουσική… Να λοιπόν πού βρισκόταν αυτός ο
παράδεισος! είπα μέσα μου, να πού ήθελα να πάω με τον καημένο τον πατέρα…
Πρέπει να μην ήταν όνειρο!... Ναι, έτσι τα ‘βλεπα και τότε στο όνειρό μου, στα
οράματά μου! Η νοσηρή φαντασία μου πήρε φωτιά, και τα δάκρυα από κάποια
ανεξήγητη έκσταση πλημμύρισαν τα μάτια μου. Αναζητούσα με τη ματιά μου τον
πατέρα: «Θα είναι δω, ναι, θα είναι», σκεφτόμουν, και η καρδιά μου χτυπούσε
ανυπόμονα… Το μυαλό μου δούλευε. Σε μια στιγμή η μουσική σταμάτησε, ακούστηκε
ένα βουητό, και μέσα απ’ όλη την αίθουσα πέρασε ένας ψίθυρος. Εγώ ήμουν όλη
μάτια και αφτιά – προσπαθούσα να γνωρίσω κανέναν ανάμεσα στον πολυάσχολο κόσμο.
Ξαφνικά έγινε μια ασυνήθιστη ταραχή στην αίθουσα. Είδα στην εξέδρα ένα ψηλό
αδύνατο γεροντάκι. Με χλωμό το πρόσωπό του χαμογελούσε, και υποκλίθηκε με
δυσκολία δεξιά και αριστερά μπροστά στο κοινό· στα χέρια του κρατούσε ένα
βιολί. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή, λες και όλος αυτός ο κόσμος συγκράτησε την
αναπνοή του. Όλοι είχαν καρφώσει τα βλέμματά τους στο γεροντάκι, όλοι περίμεναν
ανυπόμονα. Πήρε το βιολί και άγγιξε με το δοξάρι τις χορδές. Άρχισε η μουσική,
κι εγώ ένιωσα ξαφνικά δυνατό καρδιοχτύπι. Το βιολί έπαιζε τώρα πιο δυνατά, πιο
γρήγορα, οι νότες σου ‘παιρναν τ’ αφτιά. Ξαφνικά ακούστηκε κλάμα, σαν καποιανού
η παράκληση ν’ αντήχησε μάταια ανάμεσα σ’ όλο αυτό το πλήθος κι έσβησε
πονεμένα, απελπισμένα. Την καρδιά μου άρχισε να
συγκινεί κάτι όλο και πιο γνώριμο, πιο γνώριμο. Αλλά η καρδιά μου δεν
ήθελε να πιστέψει. Έσφιγγα τα δόντια για να μην αναστενάξω από τον πόνο, και
αρπάχτηκα από τις κουρτίνες για να μην πέσω… Πότε-πότε έκλεινα τα μάτια και τ’
άνοιγα απότομα – ονειρευόμουν, τάχα, θα ξυπνήσω, τάχα, κάποια τρομερή, γνωστή
μου στιγμή – είχα ονειρευτεί κείνη την τελευταία νύχτα, είχα ακούσει τους
ίδιους ήχους. Με ανοιχτά τώρα τα μάτια, ήθελα να βεβαιωθώ, κοίταζα με λαχτάρα
τον κόσμο – όχι, ήταν άλλοι άνθρωποι, άλλα πρόσωπα… Μου φάνηκε πως όλοι όπως κι
εγώ, περίμεναν κάτι, όλοι, όπως κι εγώ υπόφεραν από βαθιά θλίψη· νόμιζες πως
όλοι τους ήθελαν να φωνάξουν σ’ αυτές τις πονεμένες κραυγές για να σταματήσουν,
δεν τυραννούσαν την ψυχή τους οι κραυγές, αλλά γινόντουσαν πιο πονεμένες, πιο
παραπονιάρικες και τραβούσαν σε μάκρος. Ξαφνικά αντήχησε η τελευταία, τρομερή,
μακρόσυρτη κραυγή, αυτή που με συγκλόνισε… Καμιά αμφιβολία – ήταν εκείνη η ίδια
η κραυγή! Τη γνώρισα, την είχα ακούσει, διαπέρασε την καρδιά μου, όπως τότε,
κείνη τη νύχτα. «Ο πατέρας! Ο πατέρας!» πέρασε σαν αστραπή από το νου μου. «Ειν’
εδώ, ειν’ αυτός, με φωνάζει, αυτό είναι το βιολί του!» Σαν ένας λυγμός να βγήκε
απ’ όλο αυτό το πλήθος, και τρομερά χειροκροτήματα συντάραξαν την αίθουσα. Ένα
απελπισμένο, διαπεραστικό κλάμα βγήκε από το στήθος μου βαθιά. Δεν άντεξα πιο
πολύ, παραμέρισα την κουρτίνα και όρμησα μέσα στην αίθουσα.
-Μπαμπά, μπαμπά! Εσύ είσαι! Πού είσαι;
φώναζα σαν τρελή.
Δεν ξέρω με ποιο τρόπο έφτασα τρέχοντας ως
το ψηλό γεροντάκι: μου άνοιγαν δρόμο παραμέριζαν όλοι για να περάσω. Έπεσα πάνω
στο γεροντάκι με πονεμένη φωνή· νόμιζα πως αγκαλιά ζω τον πατέρα… Ξαφνικά βλέπω
πως με αρπάζουν καποιανού τα μικρά, κοκαλιάρικα χέρια και με σηκώνουν ψηλά.
Κάποια μαύρα μάτια καρφώθηκαν πάνω μου και, ίσως, ήθελαν να με κάψουν με τη φωτιά τους. Κοίταξα το
γεροντάκι: «Όχι! Δεν είναι ο πατέρας αυτός· είναι ο δολοφόνος του!» πέρασε από
το μυαλό μου. Ζαλίστηκα, τα ‘χασα, και ξαφνικά μου φάνηκε πως πάνω από το
κεφάλι μου άκουσα το χαμόγελό του, πως το γέλιο αυτό αντιλάλησε στην αίθουσα
σαν μια ομαδική κραυγή· κι έχασα τις αισθήσεις μου.
Ήταν
η δεύτερη και τελευταία περίοδος της αρρώστιας μου.
Μόλις άνοιξα ξανά τα μάτια μου είδα σκυμμένο
πάνω μου το πρόσωπο ενός παιδιού, μιας κοπέλας συνομήλικής μου, και πρώτη
κίνησή μου ήταν να της απλώσω τα χέρια μου. Από την πρώτη
ματιά που της έριξα, όλη η ψυχή μου γέμισε ευτυχία, κάτι σαν ένα γλυκό
προαίσθημα. Να φαντασθείτε – ένα ιδανικά θελκτικό προσωπάκι, μια χτυπητή
λαμπερή ομορφιά, μια τέτοια που σε κάνει να σταματάς σαν καρφωμένος, σε μια
γλυκιά σύγχυση, ταραγμένος από θαυμασμό, και που την ευχαριστείτε γιατί είναι
αυτή που είναι, γιατί ευτυχήσατε να τη δείτε, γιατί πέρασε δίπλα σας. Ήταν η
κόρη της πριγκίπισσας, η Κάτια, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα. Χαμογέλασε
στην κίνησή μου, και τ’ αδύνατα νεύρα μου ένιωσαν μια γλυκιά ανακούφιση από το
θαυμασμό…
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
«Από τρεις μεγάλες ενότητες αποτελείται το
μυθιστόρημα αυτό του Ντοστογιέφσκι. Η μικρούλα Νιέτοτσκα είναι η ηρωίδα του και
η αφηγήτρια της ιστορίας της.
Τον
πατέρα της δεν τον θυμάται. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε. Η οικογενειακή ζωή
της Νιέτοτσκα όμως, είναι γεμάτη φτώχεια, στενοχώρια και καβγάδες ανάμεσα στη
μάνα της και το βιολιστή πατριό της. Η μητέρα της πεθαίνει και λίγο αργότερα
πεθαίνει κι ο πατριός της. Στο δεύτερο μέρος η μικρή Νιέτοτσκα βρίσκεται στο
σπίτι ενός πρίγκιπα. Η μικρή συναντιέται με ένα μικρό αγόρι, ορφανό κι αυτό,
που θεωρεί τον εαυτό του αιτία για το θάνατο των γονιών του, θαυμάσιο εύρημα
για να περιγράψει ο Ντοστογιέφσκι την παιδική ψυχολογία. Ύστερα η Νιέτοτσκα
γνωρίζεται με την Κάτια, και μια έντονη αγάπη γεννιέται ανάμεσά τους. Το τρίτο
μέρος διαδραματίζεται στο σπίτι της Αλεξάνδρας Μιχαήλοβνα, της μεγάλης αδελφής
της Κάτιας από τον πρώτο γάμο του πρίγκιπα πατέρα τους. Ο άντρας της Αλεξάνδρας
φέρεται στη γυναίκα του με τρόπο σκαιό και βάρβαρο, και τα πράγματα
περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που η Νιέτοτσκα θα βρει στη
βιβλιοθήκη του σπιτιού ένα γράμμα σταλμένο από έναν άγνωστο προς την Αλεξάνδρα…»
Από τη Wikipedia
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025
Rameau - Suite en la Gavotte et six Doubles / Natacha Kudritskaya (youtube, 22.11.2012)
............................................................
Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025
"Αναζήτηση" ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 - 2005) Από τη συλλογή "Εποχές" & "ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941 - 1971" (εκδ. "Πλειάς", 1975)
...............................................................
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 - 2005)
Αναζήτηση
Οι πολιτείες ήτανε λευκές, οι νύχτες φορτωμένες
Θά ’ρθω μια μέρα, γυμνός απ’ αγάπη και μίσος
Franz Schubert - Sonata per violoncello e pianoforteD 821 "Arpeggione" - Martha Argerich - Mischa Maisky - Milano 2016 (youtube, 21.5.2021)
..............................................................
Franz Schubert - Sonata per violoncello e pianoforteD 821 "Arpeggione" -
Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025
La Valse Bleue · Keith Jarrett (youtube, 8.8.2018)
...............................................................
La Valse Bleue · Keith Jarrett
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025
Danzas espanolas, Op. 37: No. 2, Oriental (Arranged for Two Guitars by Julian Bream & John Williams) (youtube, 28.1.2017) & Εργο-βιογραφικό σημείωμα για τον Ενρίκε Γκρανάδος (wikipedia)
.............................................................
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025
Munaye · Mulatu Astatke (youtube, 17.4.2025)
...............................................................
Munaye · Mulatu Astatke
Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025
{«Ο εξολοθρευτής άγγελος» του Λουίς Μπουνιουέλ] έγραψε ο Δημήτρης Ξυδερός (https://ardin-rixi.gr, 28.5.2021)
...............................................................