..............................................................
«Εγώ τι κόμμα είμαι;»
έγραψε ο Θανάσης Βασιλείου ("Εφημερίδα των Συντακτών" / ΑΠΟΨΕΙΣ, 19.12.25)
Είναι από τα μείζονα πολιτικά ερωτήματα – μια απορία που πιλατεύει τους περισσότερους. Οι αγρότες για παράδειγμα -σ’ αυτή τη φάση- έχουν αποφασίσει ότι δεν είναι Νέα Δημοκρατία. Αρκετοί πλέον από τον χώρο της Κεντροαριστεράς δεν ξέρουν αν είναι ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά ή κάτι άλλο. Η απροσδιοριστία ως προς το ερώτημα οφείλεται στην ένταση της ρευστότητας και στο πλειοψηφικό ζητούμενο: αξίωση για επιτακτικές και ριζικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Ποιες αλλαγές, πώς, με ποιους; Οι προσπάθειες ανασύνθεσης του πολιτικού τοπίου εντείνουν την απορία της αυτοτοποθέτησης ή έστω την ανίχνευση μιας τοποθέτησης των ψηφοφόρων στο φάσμα Δεξιά-Αριστερά. Και αυτή όμως η ιδεολογικοπολιτικής τάξεως τοποθέτηση πάσχει εξαιτίας της αποσύνδεσης των πολιτών από τις ιστορικές (ή τις οικογενειακές κομματικές) επιλογές τους – κάτι που εκδηλώθηκε με τις πολιτικές μετατοπίσεις στα χρόνια της ελληνικής κρίσης και συνεχίζεται έως τις μέρες μας με τα ιδιωτικά/υβριδικά κόμματα.
Η απόσταση λόγου χάρη της περιβόητης ρήσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή «Ποιος επιτέλους κυβερνάει αυτόν τον τόπο;» από την ανάδρομη ρήση του Βίκτωρα Ουγκό ότι «οι υπουργοί λένε ό,τι μας αρέσει να ακούμε, ώστε στο τέλος να κάνουμε ό,τι θέλουν», όχι μόνο δεν απαντά στην προτίμηση κόμματος, αλλά δυσκολεύει την απάντηση. Επιπλέον η τυποποιημένη επίγνωση ότι «είμαστε ελεύθεροι να ψηφίσουμε ό,τι θέλουμε, αλλά κάποιοι άλλοι -επάλληλα κέντρα ελλειμματικής δημοκρατίας- θα φροντίσουν να κάνουν αυτό που θέλουν και να μας το επιβάλλουν παρά τη θέλησή μας» δεν είναι και τόσο άγνωστη στη συλλογική συνείδηση των λαών της Ενωμένης Ευρώπης.
Από την άλλη, αιωρείται το «θέμα Μητσοτάκη». Η πλειοψηφία, και εδώ, θέλει αλλαγές. Το πρόσθετο ερώτημα είναι έως πότε αυτή η κυβέρνηση θα σχοινοβατεί στο εκκρεμές πολιτικών ενοράσεων -ας πούμε κάτι μεταξύ Μακιαβέλλι και Χομπς- και θα απαντά με περισσότερη εξουσία (συν βία, στρεψοδικίες, μη σκάνδαλα, υποσχέσεις, άγνοια, ψέματα και διαφθορά) μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την εξουσία; Λ.χ. ο Μακιαβέλλι ξεδίπλωσε μια συνταγή για το πώς επιβιώνει κάποιος στην πολιτική, ενώ ο Τόμας Χομπς εξήγησε το γιατί έχουμε ανάγκη την κυρίαρχη εξουσία. Ομως ο Μαξ Βέμπερ είναι αυτός που μας ανέλυσε πώς λειτουργεί η εξουσία και η νομιμοποίησή της στο σύγχρονο κράτος και κυρίως είναι αυτός που ξεκαθάρισε την κοινωνιολογική λογική του κράτους: την επιτυχή άσκηση του μονοπωλίου της νόμιμης φυσικής βίας εντός μιας επικράτειας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δείξει ότι το επιχείρημα της σταθερότητας -δηλαδή της πολιτικής επιβίωσής της- είναι ισχυρότερο από το επιχείρημα της ηθικής διακυβέρνησης. Επίσης έχει δείξει ότι το ζήτημα -με τα λόγια του πρωθυπουργού- «των διαχρονικών παθογενειών» παραμένει το μόνο αμεταρρύθμιστο. Η κυβέρνηση εδώ δίνει τις πραγματικές μάχες της. Μάχεται για την ευχέρεια πολιτικής εξαπάτησης, τη μη λογοδοσία, το ακαταδίωκτο, το μη σκάνδαλο. Διαιωνίζει έτσι την ανισόρροπη σχέση μέσω της οποίας οι πολίτες αισθάνονται μάγκες όταν εξαπατούν το κράτος που μονίμως τους εξαπατά, μιας και είναι οι βασικοί αποδέκτες εθνικών, κρατικών ή φυσικών συμφορών. Γιατί άραγε πάνω από το 70% των πολιτών ζητάει αλλαγή; Η δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό είναι υψηλή, όπως και η απαισιοδοξία για την πορεία της χώρας: με την ακρίβεια, το στεγαστικό, την οικονομία (βλέπε το παραγωγικό μοντέλο) και το δημογραφικό να παραμένουν τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Θα πρέπει ωστόσο να δούμε τα πραγματικά καλά νέα. Πρώτον, οι πολίτες δεν είναι υποχρεωμένοι να μετέρχονται της πολιτικής σοφίας, ούτε θα γράψουν τεστ επ’ αυτής. Οι ίδιοι οι επικεφαλής των κομμάτων δεν έχουν κάποια βαθύτερη σχέση με την Πολιτική Επιστήμη και Φιλοσοφία ή την Πολιτική Κοινωνιολογία, παρότι τα σλάλομ τους μεταξύ ηθικής των πεποιθήσεων (πίστη σε δήθεν απόλυτες αρχές ανεξαρτήτως συνεπειών), ηθικής της ευθύνης (ανάληψη τάχα ευθύνης για προβλέψιμες συνέπειες) και ηθικής της ανευθυνότητας είναι απολύτως ορατά και ανιχνεύσιμα. Δεύτερον, το ερώτημα «Εγώ τι κόμμα είμαι;» δεν είναι νέο. Ηταν το ίδιο που απασχολούσε τους περισσότερους στη Μεταπολίτευση – το 1974. Ολοι αναρωτιόντουσαν αν ο Καραμανλής ήταν συνέχεια της ΕΡΕ ή κάτι άλλο.
Η Δεξιά δεν ήξερε ακριβώς τι Δεξιά είναι, φιλοβασιλική ή όχι; Η Ενωση Κέντρου δεν γνώριζε αν είναι κάτι παπανδρεϊκό αφού ο Παπανδρέου είχε το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά χώνευε τη διάσπασή της σε «ΚΚΕ Εξωτερικού» και «ΚΚΕ Εσωτερικού». Αλλωστε το ερώτημα στον τίτλο είναι παρμένο από το «Κομμάτια και θρύψαλα» της δεκαετίας του 1970 του Γιώργου Σκούρτη -από τα εμβληματικά του θεατρικού ρεπερτορίου-, που, μεταξύ άλλων, έδειχνε με ευκρίνεια την πορεία των ματαιώσεων του Ελληνα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οπως την έδειχνε, ας πούμε, με το «ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν» ο Ροΐδης για το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου