Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

«Ο θρύλος του τρίτου περιστεριού» διήγημα του Στέφαν Τσβάιχ (1881 – 1942) από τη συλλογή διηγημάτων «Τρεις Θρύλοι και Ένα Παραμύθι» (μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης, εκδ. «Ροές/Λογοτεχνία», 2003)

............................................................. 



·       «Ο θρύλος του τρίτου περιστεριού» διήγημα του Στέφαν  Τσβάιχ (1881 – 1942) από τη συλλογή διηγημάτων «Τρεις Θρύλοι και Ένα Παραμύθι» (μτφ. Δημήτρης Δημοκίδης, εκδ. «Ροές/Λογοτεχνία», 2003)





ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ιστορία του πρώτου περιστεριού και του δεύτερου, που ο προπάτορας Νώε έπεμψε ως ανιχνευτές, όταν οι κρουνοί του ουρανού στέρεψαν πια και τα νερά τραβήχτηκαν. Όμως το ταξίδι και την μοίρα του τρίτου περιστεριού – αυτά ποιος τα είπε και ποιος τα έγραψε; Στην κορυφή του όρους Αραράτ είχε προσαράξει το γεροδεμένο σκαρί που φύλαγε στο σπλάχνο του κάθε σωσμένη από τον κατακλυσμό ζωή, και καθώς το βλέμμα του προπάτορα έπιανε από το κατάρτι μόνο κύμα και νερό, ατέλειωτο νερό προς όποια πλευρά κι αν στρεφόταν, έστειλε αυτός ένα περιστέρι, το πρώτο, να του φέρει μήνυμα αν φαίνεται πουθενά στεριά κάτω από τον καθάριο ουρανό.

   Το πρώτο περιστέρι, έτσι λέει το βιβλίο, σηκώθηκε στον αέρα και τέντωσε τις φτερούγες. Πέταξε κατά την Ανατολή και κατά τη την Δύση, όμως παντού μόνο νερό. Πουθενά δεν βρήκε μια στάλα γης, να ξαποστάσει από το πέταγμα και σιγά σιγά άρχισαν να παραλύουν τα φτερά του. Γύρισε λοιπόν πίσω, στο μόνο στεγνό πάτημα του κόσμου, την Κιβωτό, και φτεροκοπούσε γύρω από το καθισμένο στην κορφή του βουνού πλοίο, μέχρι που ο Νώε άπλωσε το χέρι και ξαναπήρε το εξαντλημένο πουλί μέσα.

   Εφτά μέρες περίμενε τώρα, εφτά μέρες χωρίς καθόλου βροχή και με την στάθμη του νερού να πέφτει, και τότε πήρε ένα άλλο περιστέρι, το δεύτερο, και το έστειλε κι αυτό για να του φέρει ειδήσεις. Το περιστέρι πέταξε με την αυγή και όταν γύρισε με το σούρουπο, κρατούσε στο ράμφος ένα φύλλο ελιάς, πρώτο σημάδι άσκεπης γης. Έτσι κατάλαβε ο Νώε ότι οι κορφές των δέντρων είχαν ξεπροβάλλει από το νερό και η δοκιμασία είχε τελειώσει.

   Μετά από άλλες εφτά μέρες ο Νώε έστειλε ακόμα ένα περιστέρι, το τρίτο, για να του φέρει είδηση, κι αυτό άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον κόσμο. Με το χάραμα ξεκίνησε, δεν γύρισε όμως το βράδυ. Μέρα την μέρα πρόσμενε ο Νώε, όμως το περιστέρι δε φαινόταν. Και τότε ο προπάτορας σιγουρεύτηκε ότι η γη είχε φανερωθεί και τα νερά είχαν τραβηχτεί ολότελα. Για το περιστέρι όμως αυτό, το τρίτο, δεν έμαθε ποτέ τίποτα ούτε αυτός ούτε η ανθρωπότητα, ποτέ μέχρι τις μέρες μας δεν έγινε γνωστή η τύχη του.

   Και να τώρα εδώ το ταξίδι και η μοίρα του τρίτου περιστεριού. Πρωί πέταξε από το πνιγηρό αμπάρι του σκάφους, όπου μέσα στο σκοτάδι αναδεύονταν ανυπόμονα τα στοιβαγμένα ζώα, σ’ ένα συνονθύλευμα από οπλές και γαμψά νύχια, σ’ ένα φοβερό βουητό από βρυχηθμούς, σκουξίματα, συριγμούς και γαυγίσματα, πέταξε από τον εγκλεισμό στην απεραντοσύνη, απ’ το σκοτάδι στο φως. Και καθώς άνοιξε τις φτερούγες  στο διάφανο, γλυκά νοτισμένο ακόμα από τη βροχή αέρα, ξεχύθηκε μονομιάς τριγύρω του η ελευθερία και η χάρη του απέραντου. Από κάτω στραφτάλιζαν τα νερά, σαν υγρά μούσκλια έλαμπαν πράσινα τα δάση, από τα λιβάδια ανέβαινε λευκός ο αχνός της πρωινής φρεσκάδας και το ευωδιαστό μέστωμα των φυτών μεθούσε τους αγρούς. Στιλπνή λάμψη καθρέφτιζαν οι μεταλλικοί ουρανοί, ο ήλιος θρυμματιζόταν σε άπειρες ρόδινες αντανακλάσεις πάνω στις οδοντωτές κορυφές των βουνών, κάνοντας τη θάλασσα να αντιφεγγίζει σαν αίμα κόκκινο και την ανθισμένη γη να αχνίζει σαν αίμα καυτό. Ήταν θεϊκή η θωριά αυτού του πρωινού γλυκοξυπνήματος και με μακάριο βλέμμα ζυγιζόταν στις απλωμένες φτερούγες του πάνω από στεριές και θάλασσες και σιγά σιγά έγινε το ίδιο, μέσα στο όνειρό του, όνειρο παλλόμενο. Σαν το Θεό τον ίδιο αγνάντευε από ψηλά, πρώτο αυτό, την λευτερωμένη γη και το αγνάντεμά του δεν είχε τέλος. Είχε πια λησμονήσει τον Νώε, τον ασπρογένη γέροντα της Κιβωτού και την αποστολή του, είχε πια λησμονήσει τον γυρισμό. Τώρα ο κόσμος είχε γίνει η πατρίδα του και ο ουρανός το σπιτικό του.

   Έτσι πετούσε το τρίτο περιστέρι, ο άπιστος αγγελιοφόρος του προπάτορα, πάνω στον έρημο κόσμο, ξεμακραίνοντας και όλο ξεμακραίνοντας, παρασυρμένο από τον άνεμο της ευτυχίας του, από τη έξαψη της ευδαιμονίας του, ξεμακραίνοντας και όλο ξεμακραίνοντας, μέχρι που οι φτερούγες του βάρυναν, έγιναν σαν από μολύβι. Η γη το τραβούσε τώρα προς τα κάτω, όλο και χαμήλωναν οι αποκαμωμένες του φτερούγες, χάιδευαν πια τις κορυφές των νοτισμένων δέντρων και το βράδυ της δεύτερης μέρας βούλιαξε επιτέλους στην αγκάλη ενός σκιερού δάσους, που όνομα δεν του είχε ακόμη δοθεί, όπως και σ’ όλα τα άλλα πράγματα στις απαρχές του χρόνου. Κούρνιασε σε πυκνοπλεγμένα κλαδιά και ξαπόστασε από την ξέφρενη πτήση του. Το φύλλωμα έγινε το σκέπασμά του, ο άνεμος το νανούρισμά του, δροσιά του χάριζαν τα λυγερά κλαράκια την μέρα, ζεστασιά τη νύχτα. Γρήγορα ξέχασε τους ανεμοδαρμένους ουρανούς, το κάλεσμα της απεραντοσύνης, η πράσινη κόχη το έκλεισε στην αγκαλιά της και ο χρόνος διάβηκε αμέτρητος από πάνω του.

   Ήταν ένα δάσος του κόσμου αυτού του κοντινού μας που διάλεξε το περιστέρι για σπιτικό του, όμως άνθρωπος δεν το είχε πατήσει ακόμα, και στην ερημιά αυτή έγινε σιγά σιγά το περιστέρι όνειρο στα ίδια του τα μάτια. Στο σκοτάδι, στο πράσινο της νύχτας φώλιαζε, και τα χρόνια περνούσαν πλάι του κι ο θάνατος το λησμόνησε, γιατί όλα εκείνα τα ζωντανά, από κάθε είδος ένα, που ο πρώτος κόσμος, πριν τον κατακλυσμό, είχε αντικρίσει, δε γίνεται να πεθάνουν και κανένας κυνηγός δεν μπορεί να τα βλάψει. Αόρατα κουρνιάζουν στις ανεξερεύνητες δίπλες του ρούχου της γης – έτσι και το περιστέρι στα βάθη του δάσους. Μερικές φορές φυσικά μάντεψε την παρουσία του ανθρώπου, κάποια τουφεκιά ακούστηκε και αντήχησε εκατονταπλάσια πάνω στους πράσινους τοίχους, ξυλοκόποι χτύπησαν με τσεκούρια τους κορμούς, έτσι που δονήθηκε η σκοτεινιά τριγύρω, το σιγανό γέλιο των ερωτευμένων, που αγκαλιασμένοι αναζητούσαν καταφύγιο στην ερημιά του δάσους, έσπαγε σε ψιθυριστό γουργούρισμα στα πυκνά κλαδιά και τα τραγούδια των παιδιών που μάζευαν βατόμουρα ηχούσαν αδύναμα και μακρινά. Το λησμονημένο από τον χρόνο περιστέρι, τυλιγμένο στο φύλλωμα και στο όνειρο, άκουγε πότε πότε αυτές τις φωνές του κόσμου, αλλά τις αφουγκραζόταν χωρίς φόβο και έμενε στο σκοτάδι του.

   Όμως μια φορά εκείνες τις μέρες, σείστηκε και βρόντηξε το δάσος τόσο δυνατά, που έμοιαζε σαν ν’ ανοίγει η γη στα δύο. Μαύρες μεταλλικές μάζες έσχιζαν σφυρίζοντας τον αγέρα και εκεί όπου έπεφταν άνοιγαν φοβερούς κρατήρες τινάζοντας το χώμα ψηλά, και τσακίζοντας τα δέντρα σαν καλάμια. Άνθρωποι με χρωματιστά ρούχα πετούσαν ο ένας στον άλλο θάνατο και οι φοβερές μηχανές ξερνούσαν φωτιά και πυρκαγιά. Αστροπελέκια τινάζονταν από τη γη στα σύννεφα και ξοπίσω τους βροντές. Ήταν σαν να ‘θελε να πηδήσει η γη προς τον ουρανό ή ο ουρανός να σωριαστεί πάνω στην γη. Το περιστέρι τινάχτηκε αλαφιασμένο από το όνειρό του. Γύρω του και πάνω του θάνατος και όλεθρος. Όπως κάποτε τα νερά, έτσι χυνόταν τώρα η φωτιά πάνω στον κόσμο. Το περιστέρι τέντωσε με απότομη κίνηση τα φτερά και πετάρισε μέσα από τα φυλλώματα προς τα πάνω, να ψάξει γι’ άλλο σπιτικό, μακριά από την κόλαση του φλεγόμενου δάσους: για έναν τόπο ειρήνης.

   Φτερούγισε ψηλά και πέταξε πάνω από τον κόσμο μας, να βρει την ειρήνη, όμως όπου κι αν πήγαινε υπήρχαν αυτές οι αστραπές, αυτές οι βροντές των ανθρώπων, παντού πόλεμος. Μια θάλασσα φωτιάς και αίματος κατέκλυσε όπως και άλλοτε την γη, ένας κατακλυσμός είχε ξεσπάσει και πάλι, και το περιστέρι φτεροκοπούσε ξέπνοο πάνω από τις χώρες μας, αναζητώντας έναν τόπο ανάπαυσης και γαλήνης για να μπορέσει να πετάξει μετά στον προπάτορα, να του φέρει το λιόφυλλο της επαγγελίας. Όμως πουθενά δε στάθηκε μπορετό να βρει τον τόπο αυτόν τις μέρες εκείνες, όλο και περισσότερο φούσκωνε η παλίρροια του χαλασμού πάνω από την ανθρωπότητα, όλο και βαθύτερα κατέτρωγε η πυρκαγιά τον κόσμο μας. Ακόμη δεν έχει βρει την ανάπαυση, ούτε και η ανθρωπότητα την ειρήνη, και τοπ τρίτο περιστέρι δε μπορεί να γυρίσει πίσω, να βρει την αιώνια γαλήνη.

   Κανείς δεν το έχει δει στις μέρες μας το περιπλανώμενο, μυθικό περιστέρι, που ψάχνει ακατάπαυστα την ειρήνη, αυτό όμως φτεροκοπάει πάνω από τα κεφάλια μας, φοβισμένο και κατάκοπο πια. Καμιά φορά μόνο την νύχτα, όταν τινάζεται κανείς τρομαγμένος στον ύπνο του, ακούει ένα θρόισμα ψηλά, στον αέρα, ένα φευγαλέο σκίσιμο του σκοταδιού, ένα ταραγμένο πέταγμα, μια απελπισμένη φυγή. Πάνω στις φτερούγες του όλες οι μαύρες σκέψεις μας, μέσα στον φόβο του η κάθε μας πεθυμιά, κι αυτό, που τρεμουλιάζοντας αιωρείται μεταξύ ουρανού και γης, το περιπλανώμενο περιστέρι, την δική μας την μοίρα που αγγέλλει, αυτός ο άπιστος στον προπάτορα αγγελιοφόρος του ανθρώπινου γένους. Και για μια ακόμη φορά, όπως και πριν από χιλιάδες χρόνια, ένας κόσμος προσμένει να του απλώσει κάποιος το χέρι και να αναγγείλει ότι αρκετά κράτησε η δοκιμασία.

 

Από το εισαγωγικό σημείωμα του διηγήματος: «…Όντας πασιφιστικού και όχι ντεφετιστικού χαρακτήρα, ο θρύλος αυτός στάθηκε δυνατό να δημοσιευτεί για πρώτη φορά κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 5 Δεκεμβρίου 1916, στο βερολινέζικο περιοδικό «Der Bildermann», ενώ ένα χρόνο αργότερα  δημοσιεύτηκε και στην εμπόλεμη «εχθρική» Γαλλία, στην επιθεώρηση «Le Carmel». To 1917 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε βιβλίο, στην ανθολογία του Εμίλ Κρέγκερ «Θρύλοι και παραμύθια της εποχής μας», ενώ συμπεριλήφθηκε αργότερα στο «Καλειδοσκόπιο» και στον τόμο «Θρύλοι». Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί μία φορά μόνο στη δεκαετία του ’40 με τον τίτλο «Ο Θρύλος της Τρίτης Περιστεράς», στο τομίδιο «Τρεις όμορφες ιστορίες» των εκδόσεων «Κεραμεύς» σε μετάφραση Άγγελου Τρικολωνιού.


Δεν υπάρχουν σχόλια: