Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

«Σπασμένο γυαλί» διήγημα της Πατρίτσια Χάισμιθ (1921-1995) – Από τις «Ιστορίες Μυστηρίου» (μτφ. Μαρία Σακκή, εκδ. «Ροές», 2002)

...............................................................

 




               Πατρίτσια Χάισμιθ (1921-1995)


·       «Σπασμένο γυαλί» διήγημα της Πατρίτσια Χάισμιθ (1921-1995) Από τις «Ιστορίες Μυστηρίου» (μτφ. Μαρία Σακκή, εκδ. «Ροές», 2002)

 

Ο ΑΝΤΡΙΟΥ Κόπερμαν ήταν πολύ καλοδιάθετος εκείνη την Τετάρτη το πρωί γιατί είχε ένα ραντεβού. Λίγο μετά τις δέκα, θα χτυπούσε το κουδούνι της Κέιτ Ουάιναντ και θα πήγαιναν να  ψωνίσουν μαζί, γιατί δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν μισό κιλό απ’ οτιδήποτε ή μια εξάδα. Τη σήμερον ημέρα ήσουν αναγκασμένος ν’ αγοράσεις δυο κιλά κρεμμύδια ή πέντε κιλά πατάτες, λες κι είχες να ταΐσεις ένα λόχο, και ο Άντριου ζούσε μόνος του, όπως και η Κέιτ. Η γυναίκα του Άντριου, η Σάρα, είχε πεθάνει πριν από έξι χρόνια και ο άντρας της Κέιτ, ο Αλ, είχε πεθάνει από βρογχίτιδα και πνευμονία ένα χρόνο πριν από τη Σάρα. Οι Κόπερμαν και οι Ουάιναντ ήταν καλοί φίλοι και γείτονες επί τριάντα χρόνια. Οι Ουάιναντ δεν είχαν παιδιά, ο Άντριου και η Σάρα όμως είχαν ένα γιο που έμενε στο Νιου Τζέρσεϊ με τη γυναίκα του και το γιο του μέχρι πριν δέκα χρόνια, οπότε είχε μετακομίσει στο Ντάλας. Ο Έντι ήταν καλό παιδί, αλλά δεν έγραφε συχνά – μόνο δύο φορές το χρόνο, και η μία απ’ αυτές ήταν γύρω στα Χριστούγεννα. Ο Άντριου παραδεχόταν πως ένιωθε μερικές φορές μοναξιά.

   Και έπρεπε να παραδεχτεί πως ήταν παράλογο να νιώθει τόση χαρά στη σκέψη πως είχε ραντεβού με τη γριά Κέιτ, που πιθανότατα θα είχε να του διηγηθεί κάποια καινούργια ιστορία φρίκης, για κάτι τρομερό και απάνθρωπο που είχε συμβεί στη γειτονιά τους, στο Μπρούκλιν. Η Κέιτ περνούσε τη μισή μέρα της κρεμασμένη στο τηλέφωνο, είτε γιατί της τηλεφωνούσαν είτε γιατί τηλεφωνούσε εκείνη.  Και ήξερε όλα όσα συνέβαιναν. Η αλήθεια ήταν πως η γειτονιά τους είχε υποβαθμιστεί. Μετακόμιζαν συνέχεια εκεί άνθρωποι που ζούσαν χάρη στο ταμείο ανεργίας και φυσικά έφερναν μαζί και τα παιδιά τους. Παλιά, αυτή η συνοικία ήταν από τις καλύτερες, τα περισσότερα σπίτια ήταν ιδιόκτητα, καλοδιατηρημένα, με τα δέντρα και τους θάμνους τους και τα γυαλισμένα μπρούτζινα ρόπτρα στις πόρτες.  Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, αλληλοβοηθούνταν, επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον στις γιορτές, τους γάμους και τα βαφτίσια. Τώρα, με όλον αυτόν τον καινούργιο κόσμο που είχε μαζευτεί, τα σπίτια είχαν χωριστεί σε διαμερίσματα, ιδίως μετά το θάνατο των παλιών ιδιοκτητών. Ο Άντριου και η Σάρα έμεναν από τότε σε διαμέρισμα, σ’ αυτό που έμενε και τώρα ο Άντριους, αλλά τότε ήξεραν καλά τους ιδιοκτήτες, τους Κνιζ, που ήταν μεγαλύτεροι και είχαν πεθάνει εδώ και χρόνια. Ο Άντριου τώρα ήξερε μόνο το όνομα του ιδιοκτήτη τους, δεν θυμόταν καν τη φάτσα του… Κοίταξε το ρολόι του – δέκα και πέντε – και αναρωτήθηκε μήπως είχε ξεχάσει τίποτα. Λεφτά και κλειδιά απαραίτητα και τα δύο, και ο κατάλογος με τα ψώνια. Ναι, τα είχε όλα.

    Δίπλα στην πόρτα του διαμερίσματός του και ακουμπισμένη τώρα πάνω στην πόρτα ήταν μια μεγάλη, βαριά ξύλινη θήκη για περιοδικά και βιβλία. Αυτή ήταν ιδέα της Κέιτ, να έχει εκτός από τις δυο κλειδαριές και το σύρτη με την αλυσίδα και ένα βαρύ αντικείμενο κόντρα στην πόρτα. Η Κέιτ έλεγε πως στην εποχή μας οποιοσδήποτε μπορούσε να διαρρήξει μια κλειδαριά και να κόψει μια αλυσίδα, αλλά αν έπρεπε εκτός απ’ αυτά να σπρώξει κι ένα βαρύ αντικείμενο ή έπιπλο, τότε ο Άντριου θα είχε όλο το χρόνο να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Και η Κέιτ είχε φυσικά πρόχειρες μια δυο ιστορίες γυναικών ή αντρών που είχαν σώσει τη ζωή τους και τα υπάρχοντά τους με μια τέτοια προφύλαξη. Ο Άντριου τράβηξε τώρα τη βαριά θήκη, τόσο ώστε να μπορέσει να ξεκλειδώσει την πόρτα και να βγει. Μετά, ξανακλείδωσε γυρίζοντας το κλειδί δυο φορές. Στο τέλος του καταλόγου του είχε γράψει να πάρει ένα κομμάτι γυαλί σε παραλληλόγραμμο σχήμα. Ο Άντριου έφτιαχνε πολύ ωραίες κορνίζες και μερικές φορές οι γείτονές του, όπως οι Βέρνον και οι Σρέντερ, του έφερναν φωτογραφίες και σχέδια να κορνιζάρει και, φυσικά, δεν τους χρέωνε παρά μόνο τα υλικά. Αυτή η δουλειά και η ζωγραφική του – έφτιαχνε υδατογραφίες – τον απασχολούσαν τις περισσότερες ελεύθερες ώρες του. Είχε δυο ντοσιέ γεμάτα με υδατογραφίες που οι περισσότερες ήταν τοπία. Τις έδειχνε στην Κέιτ όταν εκείνη του ζητούσε να δει τα τελευταία του έργα. Δύο τρεις ήταν κορνιζαρισμένες και κρέμονταν στους τοίχους του διαμερίσματος. Ο Άντριου ξεφύλλιζε συχνά το ντοσιέ του και πετούσε αυτές που δεν θεωρούσε και τόσο καλές. Έβρισκε πως ήταν ανώφελο να κρατάει τα πάντα, όπως έκαναν άλλοι ηλικιωμένοι.

   Ο Άντριου είχε αποφασίσει ν’ αλλάξει κορνίζα στη φωτογραφία της  Σάρας και γι’ αυτό είχε αγοράσει μια μεταχειρισμένη κορνίζα από πολύ ωραίο ξύλο. Απόψε θα στερέωνε το τζάμι, θα έφτιαχνε το πίσω μέρος με καφέ χαρτί και θα την κρεμούσε στο σαλόνι. Ο Άντριου είχε δουλέψει όλα του τα χρόνια ως τυπογράφος σε μια εφημερίδα του Μπρούκλιν και του άρεσε η ακρίβεια και η τάξη στις κινήσεις. Μερικές φορές, στον ύπνο του, ο Άντριου άκουγε τις μηχανές να χτυπάνε ρυθμικά, σχεδόν μύριζε τη μυρωδιά του λαδιού, μόλο που όταν είχε πάρει τη σύνταξή του, πριν δεκαπέντε χρόνια, οι μηχανές είχαν εκμοντερνιστεί και δεν έκαναν πια τόσο θόρυβο.

   «Εσύ είσαι, Άντριου;» ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της Κέιτ δύο δευτερόλεπτα αφού εκείνος χτύπησε το κουδούνι της.

   «Εγώ είμαι, Κέιτ!» φώναξε ο Άντριου.

   «Κατεβαίνω».

   Η πόρτα πίσω απ’ τον Άντριου, η ξεκλείδωτη εξώπορτα, άνοιξε απότομα και δύο, όχι, τρία παιδιά τον σκούντησαν και πέρασαν δίπλα του φωνάζοντας. Ένα μαύρο και δύο λευκά, παρατήρησε ο Άντριου. Υπήρχε ένα ακόμη διαμέρισμα στον πρώτο όροφο, δίπλα στην Κέιτ.

   Η Κέιτ άνοιξε την πόρτα της κι εμφανίστηκε στο κατώφλι, παχουλή και ρόδινη, κρατώντας στο χέρι της μια μπλε πλαστική τσάντα για ψώνια και το καροτσάκι της με τις δύο ρόδες, που τώρα ήταν κλειστό, διπλωμένο. «Τι μέρα και η σημερινή! Σου είπε η Έθελ για τους Σρέντερ;» τον ρώτησε ψιθυριστά αλλά φανερά ταραγμένη.

   «Όχι». Η Έθελ ήταν μια γυναίκα που είχε κι αυτή μανία με το τηλέφωνο. Ο Άντριου υπέθεσε πως οι Σρέντερ είχαν πέσει θύματα ληστείας.

   Η Κέιτ κατέβηκε τις σκάλες και στάθηκε για να ξαναβρεί την ανάσα της. Ακούμπησε το χέρι της στο μανίκι του Άντριου. «Τους βρήκαν σήμερα το πρωί στο διαμέρισμά τους – νεκρούς.Υπερβολική δόση υπνωτικών. Άφησαν κι ένα γράμμα. Αυτοκτόνησαν

   «Όχι!» είπε ο Άντριου σοκαρισμένος. «Γιατί;»

   «Έγραψαν», η Κέιτ κοίταξε γύρω της σαν να φοβόταν μην την ακούσουν εχθρικά αυτιά, «πως δεν άντεχαν άλλη ληστεία. Ήταν πολύ δυστυχισμένοι για να συνεχίσουν να ζουν. Όπως ξέρεις, τους λήστεψαν τρεις ή τέσσερις φορές».

   «Πολύ θλιβερά νέα, πολύ θλιβερά». Ο Άντριου ένιωθε πως δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμη.

   «Δύο ληστείες τους τελευταίους έξι μήνες. Θυμάσαι, Άντι; Και η πλάτη του Χέρμαν ήταν χάλια έπειτα από την τελευταία ληστεία – πότε ήταν αλήθεια; Τον Δεκέμβριο; Θυμάμαι πάντως πως έκανε κρύο».

   «Ναι». Ο Χέρμαν Σρέντερ καθόταν και λιαζόταν σ’ ένα παγκάκι δύο δρόμους πιο πέρα, παρά τη συμβουλή της Κέιτ να μην το κάνει – γιατί με το κρύο δεν κυκλοφορούσαν πολλοί στους δρόμους – και δύο αγόρια του είχαν πάρει το πορτοφόλι, το ρολόι και το παλτό του. Τον είχαν τραντάξει και τον είχαν καθίσει στο πεζοδρόμιο. Τα παγκάκια ήταν σωστές παγίδες για τους ηλικιωμένους τελικά, σκέφτηκε ο Άντριου. Θυμόταν τον Χέρμαν να κάθεται σ’ ένα απ’ αυτά, με την άσπρη πίπα στο στόμα του, και να διαβάζει την εφημερίδα του στον ήλιο. Και τώρα είχε φύγει για πάντα. Οι Σρέντερ ήταν καλοί άνθρωποι, γείτονές του επί δεκαετίες, όπως η Κέιτ. Τώρα άρχιζε να το συνειδητοποιεί. «Αυτοκτόνησαν», μουρμούρισε καθώς προχωρούσε δίπλα στην Κέιτ με κατεύθυνση το μεγάλο δρόμο.

   «Δεν μπορούσαν να μετακομίσουν αλλού. Θυμάμαι που μου το έλεγε αυτό η Μόνι – ω, εδώ και δύο χρόνια», είπε η Κέιτ.

   Στο απέναντι πεζοδρόμιο, ο Άντριου είδε τις καθησυχαστικές σιλουέτες δύο αστυνομικών που στριφογύριζαν τα κλομπ τους και την ίδια στιγμή παρατήρησε τέσσερα αγόρια που μιλούσαν ισπανικά να έρχονται προς το μέρος του. Σκουντούσαν ο ένας τον άλλον και ο ένας είχε αυτό το θολό βλέμμα του ναρκομανή – ή μήπως έκανε λάθος ο Άντριου; Το ένα αγόρι φώναξε μια βρισιά στ’ αγγλικά κι έσπρωξε το άλλο, που έπεσε πάνω στην Κέιτ. Ο Άντριου ξαναβρήκε την ισορροπία του και άγγιξε απολογητικά το μπράτσο της Κέιτ, αλλά δεν έκανε τον κόπο να της ζητήσει συγγνώμη. Λες και οι δύο τους κρατούσαν μερικά λεπτά σιγή εις μνήμην του Χέρμαν και της Μίνι Σρέντερ, μόλο που συνέχιζαν να προχωράνε.

   Ο Άντριου είπε πως είχε ν’ αγοράσει ένα τζάμι και μπήκε μέσα στο μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας που ήταν στη γωνία. Ήξερε καλά πως η Κέιτ δεν θα ‘χε καμιά αντίρρηση να τον ακολουθήσει, γιατί διασκέδαζε να χαζεύει τα διάφορα είδη για την κουζίνα. Ο Άντριου έδωσε τις διαστάσεις στο νεαρό.

   «Σε δεκαπέντε λεπτά περίπου», είπε ο νεαρός.

   «Ίσως κάνω περισσότερο. Πάω στο σούπερ μάρκετ. Ευχαριστώ».

   Μέσα στο σούπερ μάρκετ χωρίστηκαν όπως συνήθως, μιας και ο Άντριου είχε αναλάβει ν’ αγοράζει τα βασικά, τις πατάτες, τον καφέ, το ψωμί και τέτοια, και η Κέιτ έπαιρνε το κρέας και διάλεγε τα φρούτα και τα λαχανικά που της φαίνονταν καλύτερα. Ο Άντριου σκεφτόταν τους Σρέντερ. Πολλές φορές εκείνος και η Κέιτ έβλεπαν εδώ τη μικροσκοπική φιγούρα της Μίνι να ψωνίζει μόνη της κάποιο πρωινό στο μέσον της εβδομάδας, με το σκούρο βυσσινί παλτό της και πάντα στεκόταν κι αντάλλασσαν μερικές κουβέντες. Ο Χέρμαν δεν είχε ποτέ παραιτηθεί από τους περιπάτους του, μόνο που τώρα τους έκανε μόνο μέρα αλλά και πάλι… «Παραφυλάνε εμάς τους ηλικιωμένους, επειδή ξέρουν πως δεν μπορούμε ούτε να το βάλουμε στα πόδια ούτε να τους χτυπήσουμε», είχε πει πολλές φορές η Κέιτ. Καθώς ο Άντριου άπλωνε το χέρι του να πάρει ένα κουτί με μια ντουζίνα αυγά, φαντάστηκε τη Μίνι και τον Χέρμαν – ξαπλωμένους, ίσως ντυμένους, στο διπλό κρεβάτι τους – στο διαμέρισμα στο οποίο ο Άντριου είχε πάει τόσες και τόσες φορές. Πεθαμένοι. Δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν άλλο το άγχος. Ήταν σωστό άραγε να είναι κανείς τόσο πεσιμιστής, τόσο απαισιόδοξος και απελπισμένος; αναρωτήθηκε ο Άντριου. Ίσως να μην ήταν δίκαιο το ερώτημά του, σκέφτηκε μετά. Θα πρέπει να ένιωθαν πολύ κουρασμένοι για να συνεχίσουν να προσπαθούν. Ο Άντριου υπέθετε πως έπρεπε να το καταλάβει κανείς αυτό και να το συγχωρέσει.

   Τα δάχτυλα της κοπέλας στο ταμείο πετούσαν πάνω στα πλήκτρα της ταμειακής μηχανής με μια εκπληκτική ταχύτητα. Ο Άντριου δεν έκανε τον κόπο να ελέγξει αν όλα τα ποσά ήταν σωστά, μόλο που ήξερε ότι η Κέιτ το έκανε.

   Η Κέιτ είχε ήδη τελειώσει και τον περίμενε έξω. Έβαλαν μερικές απ’ τις σακούλες του Άντριου στο καροτσάκι, αλλά παρ’ όλα αυτά είχαν να κουβαλήσουν από μια σακούλα ο καθένας.

   «Αγόρασα κουλουράκια για τον καφέ», είπε η Κέιτ. «Αν θες, μπορούμε να φάμε μερικά σπίτι μου».

   «Ωραία ιδέα», είπε ο Άντριου. Εκείνος και η Κέιτ έκαναν δύο δρομολόγια στο σπίτι της Κέιτ για να μεταφέρουν όλες τις σακούλες, γιατί ο ένας ανέβαζε μερικές και ο άλλος φύλαγε τις υπόλοιπες στην είσοδο. Δεν ήξερες πότε ποιος μπορούσε να μπει ξαφνικά και να τις πάρει. Η Κέιτ ήταν πεπεισμένη πως μερικά παιδιά είχαν αντικλείδια. Η Κέιτ μετά έκανε νεσκαφέ και ζέστανε τα κουλουράκια στο φούρνο. Ύστερα είπε, όπως το περίμενε ο Άντριου:

   «Αυτά τα κουλουράκια μού θυμίζουν την αγαπητή Μίνι, μόνο που εκείνη τα έκανε καλύτερα. Θα μου λείψουν, Άντι…»

   Κάθονταν στο οβάλ τραπέζι, στο σαλόνι της Κέιτ, και είχαν χωρίσει τα τρόφιμα, αλλά δεν είχαν κάνει ακόμη λογαριασμό.

   Ο Άντριου κούνησε επιβλητικά το κεφάλι του. «Ελπίζω να μην πάω κι εγώ έτσι».

   «Εσύ είχες μόνο δύο ληστείες, έτσι δεν είναι; Εγώ τέσσερις. Δεν μου έχει μείνει και τίποτα πια», είπε και ταξίδεψε το βλέμμα της στους τοίχους, στον μπουφέ, όπου στεκόταν ένα πράσινο βάζο (ο Άντριου θυμόταν έναν ασημένιο δίσκο με ασημένιο τσαγερό εκεί, πριν τρία χρόνια), στην παλιά μεταχειρισμένη τηλεόραση, στη θέση της οποίας κάποτε στεκόταν – πριν από τέσσερα χρόνια ήταν; - μια καινούργια έγχρωμη τηλεόραση, για την οποία η Κέιτ ήταν πολύ περήφανη. Ο Άντριου δεν ήξερε τι να πει. Την είχαν καταληστέψει, ναι, αλλά το διαμέρισμά της έμοιαζε περισσότερο με σπίτι απ’ ό,τι το δικό του. «Είναι πιο σκληρό για τον άντρα να χάνει τη γυναίκα του παρά το αντίθετο», του είχε πει η Κέιτ μετά το θάνατο της Σάρας. Ίσως ήταν αλήθεια. Οι γυναίκες πάντα κατάφερναν να κάνουν ένα σπίτι να φαίνεται πιο όμορφο, πιο ζεστό. Την ίδια στιγμή ο Άντριου προειδοποίησε τον εαυτό του, γιατί αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Παρ’ όλ’ αυτά η εικόνα των Σρέντερ εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του ακόμη πιο έντονη. Ήταν εβδομήντα έξι χρονών περίπου. Όχι και τόσο γέροι! Ο Άντριου θα έκλεινε τα ογδόντα ένα τον άλλο μήνα.

   «Πώς τους βρήκαν;» ρώτησε ο Άντριου.

   «Ποιους;»

   «Τους Σρέντερ».

   «Ω! Νομίζω πως ένας γείτονας που έμενε στον ίδιο όροφο χτύπης μερικές φορές, γιατί είχε να τους δει μέρες. Και όταν δεν πήρε απάντηση, ειδοποίησε τον επιθεωρητή. Ήταν ήδη τέσσερις μέρες πεθαμένοι, μου είπε η Έθελ. Το είπε κάποιος από το νοσοκομείο».

   Πήγαν στην κουζίνα και ο Άντριου έκανε το λογαριασμό όσο καλύτερα μπορούσε, συγκρίνοντας τα δυο χαρτάκια και διαιρώντας  τα ποσά. Η Κέιτ επέμενε πάντα να κάνει εκείνος τους λογαριασμούς. Τελικά κατέληξε πως το μερίδιο της Κέιτ ήταν δεκαοχτώ δολάρια και το δικό του κάτι παραπάνω, γιατί δεν ήταν σίγουρος για κάποιο από τα πράγματα. Ξανάφτιαξε δύο σακούλες για να τις πάρει σπίτι του.

   «Είναι απάνθρωποι», έλεγε τώρα η Κέιτ και έτρεμε ολόκληρη από αγανάκτηση και ταραχή. «Διάβασες αυτό το άρθρο στο Τάιμ πριν από δύο μήνες, έτσι δεν είναι, Άντι; Το θυμάσαι;»

   Ο Άντριου το θυμόταν. Η Κέιτ του είχε δώσει το περιοδικό, αφού το είχε διαβάσει, όπως έκανε πάντα. Το άρθρο δεν μιλούσε για τη δική τους περιοχή στο Μπρούκλιν, αλλά για μια άλλη, παρόμοια. Μιλούσε για ανθρώπους που ταμπουρώνονταν τα βράδια σπίτια τους και δεν τολμούσαν να βγουν μόλις σκοτείνιαζε. Συμμορίες από ανήλικους αλήτες αιχμαλώτιζαν τον κόσμο μέσα στα σπίτια του, τον φυλάκιζαν κυριολεκτικά. Ακολουθούσαν τους ανθρώπους που έβγαιναν από τις τράπεζες τις ημέρες πληρωμής των συντάξεων και τους λήστευαν εν ψυχρώ μέσα στην είσοδο του ίδιου του σπιτιού. Οι περισσότεροι ήταν Πορτορικανοί ή μαύροι.

   «Όταν πολιτισμένοι άνθρωποι όπως οι Σρέντερ αναγκάζονται ν’ αυτοκτονήσουν για να γλιτώσουν – » Η Κέιτ δεν έβρισκε κατάλληλα λόγια για να περιγράψει την αγανάκτησή της. «Η αστυνομία δεν είναι σε θέση να προστατέψει όλο τον κόσμο. Πώς μπορούν κι αυτοί να βρίσκονται παντού; Δεν μπορούν!»

   «Μην ξεχνάς όμως», είπε ο Άντριου, χαρούμενος που θυμόταν και μια ευχάριστη λεπτομέρεια, «πως στο ίδιο άρθρο μιλούσαν για μια νεαρή μαύρη – είχαν μάλιστα και φωτογραφία – που συνόδευε μερικούς ηλικιωμένους στα ψώνια. Ή στο γυρισμό από την τράπεζα – δεν θυμάμαι καλά».

   Η Κέιτ έβαλε μια μπουκιά κέικ στο στόμα της. «Εντάξει, αλλά αυτό ήταν ένα μοναδικό παράδειγμα, μια φωτογραφία. Θα ήταν καλά αν είχαμε πενήντα τέτοιους σωστούς νέους εδώ γύρω να μας συνοδεύουν…»

   Ο Άντριου κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να φύγει. Η Κέιτ ήταν ικανή να συνεχίσει έτσι επί μισή ώρα τουλάχιστον. «Σ’ ευχαριστώ για τον υπέροχο καφέ και τα κουλουράκια, Κέιτ».

   «Τηλεφώνησέ μου απόψε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά νιώθω κάποια ανησυχία, Άντι. Σήμερα ειδικά».

   Κούνησε το κεφάλι του. «Τι ώρα;» ρώτησε σαν να ‘κλεινε ραντεβού. Του άρεσε να περιμένει κάτι, να έχει μικρά καθήκοντα.

   «Λίγο πριν από τις οχτώ. Στις οχτώ παρά πέντε, εντάξει; Γιατί στις οχτώ θέλω να δω ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση».

   Ο Άντριου έφυγε, πήγε στο σπίτι του, άδειασε τις σακούλες και μόνο τότε συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει να πάρει το τζάμι. Τι ανοησία! σκέφτηκε. Σημάδι γηρατειών, μουρμούρισε και χαμογέλασε. Ξανάβαλε το σακάκι του. Ξεκλείδωσε ξανά την πόρτα, βγήκε, την ξανακλείδωσε και κίνησε ξανά για την λεωφόρο.

   «Καλημέρα, Άντι», είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε τον άσπρο σκύλο της δεμένο στο καροτσάκι της.

   «Καλημέρα», αποκρίθηκε ο Άντριου, μην μπορώντας να θυμηθεί αμέσως τ’ όνομά της. Μα βέβαια, Έλεν· τώρα, που ήταν πολύ αργά για να το πει, αλλά το θυμήθηκε. Έλεν Βέρνον.

   Ο Άντριου μπήκε στο μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας και ζήτησε το τζάμι του. Δύο δολάρια και ογδόντα οχτώ σεντς. Τα τζάμι ήταν ήδη τυλιγμένο με καφέ χαρτί. Ο Άντριου ξεκίνησε για το σπίτι του με το τζάμι παραμάσχαλα. Περίμενε με ανυπομονησία να έρθει το βράδυ και να καταπιαστεί με το κορνιζάρισμα. Ο ήλιος έλαμπε. Ο Άντριου κοίταξε κατά τον ουρανό και είδε ένα ελικόπτερο που τραβούσε μια κορδέλα με κάτι γραμμένο πάνω της που δεν διέκρινε αρκετά καλά για να το διαβάσει. Καπνός ανέβαινε από τον πίσω κήπο ενός σπιτιού: μυρωδιά καμένων χόρτων. Ο αέρας μύριζε άνοιξη.

   Άκουσε κάτι βιαστικά βήματα πίσω του και τελείως ενστικτωδώς έκανε στο πλάι για ν’ αφήσει αυτόν τον κάποιο να περάσει, και τότε ένιωσε μια δυνατή σπρωξιά στ’ αριστερό του χέρι με το οποίο κρατούσε το τζάμι. Ο Άντριου έχασε την ισορροπία του, έπεσε προς τα δεξιά, άκουσε το κλινκ που έκανε το τζάμι καθώς έσπαγε στο πεζοδρόμιο και συνάμα ένα απαίσιο κρακ στο δεξιό γοφό του.

   Ο Άντριου είδε δυο πόδια που φορούσαν μπλουτζίν, άκουσε μια βαριά ανάσα καθώς το σακάκι του τραβιόταν προς τα πίσω από ένα ζευγάρι αόρατα χέρια και του ακινητοποιούσε τα μπράτσα σαν ζουρλομανδύας, ενώ ένα από τα κουμπιά πεταγόταν μπροστά στη μύτη του. Το καπέλο του είχε πέσει και ο Άντριου περίμενε το χτύπημα στο κεφάλι του, αλλά αντί γι’ αυτό ένα μαύρο χέρι τράβηξε το πορτοφόλι του από την τσέπη του σακακιού του. Τα μάτια του Άντριου πετάρισαν, καθώς προσπαθούσε να δει τον τύπο: μεγάλα πόδια σε αθλητικά παπούτσια, μακριά κανιά σφιγμένα σ’ ένα στενό μπλουτζίν, μπλουτζίν τζάκετ, όλη η μπλε φιγούρα έτρεχε τώρα κι εξαφανιζόταν πίσω από τη γωνιά του δρόμου.

   Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, σχεδόν αμέσως, μια γυναίκα έσκυψε από πάνω του. «Το είδα», είπε.

   Προσπάθησε να τον βοηθήσει να σηκωθεί και ο Άντριου γονάτισε, αλλά τον εμπόδιζε να σηκωθεί το σακάκι, που του αιχμαλώτιζε τα χέρια. Η γυναίκα – φορούσε ένα μπλε μαντίλι στο κεφάλι και είχε αφήσει την τσάντα με τα ψώνια στο πεζοδρόμιο – τον κράτησε και έφερε πίσω στη θέση του το σακάκι τραβώντας το απ’ το γιακά. Ο Άντριου πιάστηκε απ’ το απλωμένο χέρι της και σηκώθηκε όρθιος.

   «Σας ευχαριστώ πολύ», είπε ο Άντριου.

   «Είσαστε καλά;» Η γυναίκα ήταν γύρω στα σαράντα κι έδειχνε πραγματική ανησυχία και ενδιαφέρον.

   Ο Άντριου ένιωσε τρομερή ανακούφιση που μπορούσε να σταθεί στα πόδια του χωρίς να πονάει. Είχε φοβηθεί πως είχε σπάσει το γοφό του.

   «Σας ευχαριστώ». Επανέλαβε πως ήταν ζαλισμένος.

   «Τι ζώα! Ω, ας έβλεπα έναν αστυνομικό - » κοίταξε γύρω της αλλά απογοητεύτηκε. «Θα φροντίσω να φτάσετε σπίτι σας. Πού μένετε; Θέλετε να φωνάξω ένα ταξί;»

   «Όχι, όχι, είμαι πολύ κοντά».

   Άρχισαν να περπατάνε. Η ευγενική γυναίκα τον κρατούσε από το μπράτσο. Και συνέχισε να μιλάει:

   «…Και φυσικά δεν βρίσκεις ποτέ έναν μπάτσο όταν τον χρειάζεσαι… Μα ποιοι νομίζουν πως είναι τελικά; Νομίζουν πως μπορούν να κάνουν τσιφλίκι τους την περιοχή; Χα! Καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν… Και τι θέλουν δηλαδή, αίθουσες διασκέδασης έχουν ήδη, ταμείο ανεργίας, κοινωνική πρόνοια, ένα μισθό αν πάνε σε κάποιο σχολείο!... Δημόσιες βιβλιοθήκες… Τους βλέπετε όμως ποτέ στις βιβλιοθήκες;… Αυτά τα πιθήκια νομίζουν πως δεν δουλέψαμε για ν’ αποκτήσουμε αυτά που έχουμε! Έχω ένα γιο. Λέει πως πρέπει να έχουμε πιστόλια, όπως έχουν όλοι στο Σαν Φρανσίσκο και στο Λος Άντζελες… Δέστε, ακόμα να φανεί κάποιος μπάτσος!»

   «Εδώ μένω», είπε ο Άντριου όταν έφτασαν μπροστά στο δίπατο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα.

   Η γυναίκα προσφέρθηκε να τον βοηθήσει ν’ ανέβει τις σκάλες, αλλά ο Άντριου της είπε πως θα τα κατάφερνε και μόνος του.

   «Πόσα σας πήρε τελικά;» ρώτησε η γυναίκα.

   Ο Άντριου προσπάθησε να σκεφτεί. «Όχι παραπάνω από δέκα δολάρια. Δεν – » Σταμάτησε και ξανάρχισε. «Αλλά είχα ταυτότητες και τέτοια στο πορτοφόλι μου. Θα γράψω να μου στείλουν άλλα. Έχω τα νούμερα».

   «Αν μου πείτε τ’ όνομά σας, θα το αναφέρω στην αστυνομία. Είδα αυτό το ψηλό αγόρι».

   «Ω, όχι, όχι, ευχαριστώ», είπε ο Άντριου αποφασιστικά.

   «Γεια σας, τότε. Και να προσέχετε», είπε η γυναίκα κι έφυγε.

   Ο Άντριου ανέβηκε αργά τις σκάλες, ξεκλείδωσε την πόρτα του, μπήκε, ξανακλείδωσε και πήγε να φτιάξει ένα φλιτζάνι τσάι. Το τσάι ήταν το καλύτερο φάρμακο για το σοκ. Έπρεπε να παραδεχτεί πως είχε πάθει σοκ. Ναι. Μόλο που αυτή ήταν η δεύτερη ή τρίτη φορά, η τελευταία ήταν πριν πάνω από ένα χρόνο. Αλλά τούτη εδώ έγινε μέρα μεσημέρι! Ο Άντριου έβαλε δυο κουταλάκια ζάχαρη στο τσάι του και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας να το πιει. Τουλάχιστον τα ψώνια του είχαν γλιτώσει. Και ο γοφός δεν πονούσε πολύ. Για σκέψου να είχε σπάσει το γοφό του και να μην μπορούσε να περπατήσει για δύο ή τρεις μήνες και να εξαρτιόταν απ’ την Κέιτ για το φαγητό! Θα ήταν σωστή καταστροφή! Ο Άντριου ευχαρίστησε την τύχη του.

   Έφτιαξε ένα σάντουιτς με φιστικοβούτυρο, δεν μπόρεσε όμως να φάει παρά το μισό. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ένιωθε την ανάγκη να ξαπλώσει. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού. Του φαινόταν πως είχε κιόλας αρχίσει να γλαρώνει όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η Κέιτ θα ‘ναι, σκέφτηκε.

   Ήταν πράγματι η Κέιτ που ήθελε να του πει ότι η κηδεία των Σρέντερ θα γινόταν το Σάββατο στις 11 το πρωί και να τον ρωτήσει αν ήθελε να πάει, γιατί οι γείτονες θα νοίκιαζαν ένα μικρό πούλμαν για να πάνε.

   «Ε, ναι, βέβαια», είπε ο Άντριου, νιώθοντας πως ήταν καθήκον του σαν γείτονας να πάει, σημάδι του σεβασμού του, που ήθελε να τον δείξει με όλη του την καρδιά.

   «Ωραία. Τότε θα σου χτυπήσω το κουδούνι γύρω στις δέκα και τέταρτο, Άντι, αφού είσαι στο δρόμο μας. Πώς είσαι; Θα δείξει ένα ντοκιμαντέρ απόψε η τηλεόραση, που μπορεί να σ’ ενδιαφέρει. Στις εννιά, δεν είναι πολύ αργά. Μέχρι τις δέκα, αλλά – θα μπορούσαμε βέβαια να συναντηθούμε στα μισά του δρόμου και να συνοδέψουμε ο ένας τον άλλον κατά κάποιο τρόπο, αλλά υποθέτω πως είναι ανόητο να το ρισκάρουμε για ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση».

   Και κατά την γνώμη του Άντριου ήταν ανόητο, αλλά δεν το είπε.

   «Μ’ ακούς, Άντι; Είσαι καλά;»

   «Ε, μιας και ρωτάς», αποκρίθηκε ο Άντριου, «μόλις με λήστεψαν και με κάθισαν στο – »

   «Γιατί δεν μου το ‘πες αμέσως; Ήξερα πως κάτι θα συνέβαινε σήμερα! Το ‘νιωθα! Σε χτύπησαν;»

   «Όχι. Ήταν μόνο ένας. Ένα αγόρι. Είμαι καλά, Κέιτ»

   «Ποιος ήταν; Τον είδες;»

   «Α, ναι. Ένας ψηλός μαύρος τύπος με λίγο κόκκινο στα μαλλιά του».

   «Μπορεί να τον ξέρω. Αν και δεν είμαι σίγουρη. Ξαναβγήκες, Άντι;»

   «Ξέχασα το τζάμι. Κι έπρεπε να πάω να το πάρω».

   Συμφώνησαν πως ο Άντριου δεν έπρεπε να ξαναβγεί απόψε, γιατί καμιά φορά ο κεραυνός χτυπάει στο ίδιο μέρος δυο φορές.

   Μετά ο Άντριου γύρισε στο σαλόνι και ξαναξάπλωσε στον καναπέ, που, αν και ξεχαρβαλωμένος, ήταν πολύ βολικός. Πολύ γρήγορα άρχισε πάλι να γλαρώνει, αλλά ο ύπνος του ήταν ταραγμένος. Ένιωθε και μελαγχολία, γιατί δεν ήθελε να ξαναβγεί κι έτσι δεν θα είχε απόψε το τζάμι για να φτιάξει τη φωτογραφία της Σάρας. Τι θα γινόντουσαν άραγε όλ’ αυτά τα σπασμένα γυαλιά που είχαν μείνει στο πεζοδρόμιο, αφού εκείνος ήταν πολύ ταραγμένος για να σκεφτεί να τα μαζέψει; Θα τα ‘παιρναν τίποτε άλλα παιδιά για να τα χρησιμοποιήσουν κατά των ανθρώπων που έμεναν στη γειτονιά;

   Ο Άντριου στριφογύρισε ανήσυχα στον καναπέ. Τα περισσότερα αγόρια κουβαλούσαν μαχαίρια, ήταν πιο εύχρηστα. Την πρώτη φορά που τον είχαν ληστέψει, τότε που του πήραν το δερμάτινο πορτοφόλι του (έπειτα απ’ αυτό είχε αγοράσει πλαστικό), ο ένας νεαρός είχε σταθεί μπροστά του μ’ ένα μαχαίρι προτεταμένο στο ύψος των ματιών του Άντριου, που ήταν καθισμένος στο πεζοδρόμιο, ενώ ο άλλος, ο μεγαλύτερος, τον ξαλάφρωνε από το πορτοφόλι του. Ο Άντριου άκουσε μια πόρτα να κλειδώνει δίπλα του. Η κυρία Ουίλκι έβγαινε έξω.

   Αύριο θα αγόραζε ένα άλλο τζάμι και το βράδυ, ή και το απόγευμα, θα είχε τη χαρά να κρεμάσει τη φωτογραφία, έτσι ώστε να βλέπει το χαμογελαστό πρόσωπο της Σάρας, έτσι όπως ήταν στα είκοσι πέντε ή ειίκοσι έξι – όταν ο Έντι ήταν δύο χρονών -, το όμορφο καλοκαιρινό φόρεμα με το ντραπέ ντεκολτέ και το κοραλλένιο κολιέ που της είχε χαρίσει ο Άντριου. Ο Άντριου ένιωσε ξαφνικά γέρος. Ιδιαίτερα όταν σκεφτόταν όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει. Το να νιώθει κανείς γέρος σήμαινε να νιώθει κουρασμένος, υπέθετε. Ίσως ήταν αναπόφευκτο. Εκείνος είχε σταθεί τυχερός, γιατί ήταν πιο υγιής από άλλους, δεν υπέφερε από ρευματισμούς ή κάποια άλλη αρρώστια των γερατειών. Αυτό που τον έκανε να μελαγχολεί ήταν η προοπτική του τάφου, ενός θανάτου σύντομα. Μπορεί ο θάνατος να ‘ταν στιγμιαίος, ίσως ανώδυνος, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα μυστήριο. Έμοιαζε άραγε με λιποθυμία; Ο Άντριου έβρισκε ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα τη ζωή, τόσο ώστε να θέλει να ζήσει κι άλλο.

   Μεθαύριο θα πήγαινε στην κηδεία του Χέρμαν και της Μίνι Σρέντερ και σε μερικά χρόνια, ίσως σε πολύ λίγα, άλλοι γείτονες, όπως η Κέιτ και η Έλεν Βέρνον, θα πήγαιναν στη δική του κηδεία. Άνθρωποι σαν την Κέιτ θα μιλούσαν γι’ αυτόν επί μήνες μετά, ίσως να έλεγαν πως τους λείπει και έπειτα θα έπαυαν να τον αναφέρουν, όπως θα έπαυαν να μιλάνε και για τους Σρέντερ σε λίγο. Τι ήταν τελικά η ζωή; Ο Άντριου σκεφτόταν πως θα ‘πρεπε να μείνει κάτι περισσότερο από μερικά έπιπλα, λίγα δολάρια στην τράπεζα, παλιά βιβλία και φωτογραφίες, όταν πέθαινε ο άνθρωπος.

   Γη ει και εις γην απελεύσει, μουρμούρισε ο Άντριου και γύρισε στο πλευρό, πράγμα που έκανε το μωλωπισμένο γοφό να πονέσει, αλλά έμεινε ακίνητος, πολύ κουρασμένος για ν’ αλλάξει θέση. Βέβαια, υπήρχε ο γιος του Έντι, και ο εγγονός του Άντι, άντρας πια κι αυτός, είκοσι οχτώ χρονών τώρα. Αλλά αυτό που σκεφτόταν ο Άντριου ήταν κάτι προσωπικό και ατομικό, δικό του: τι άξιζε αυτός, σαν ανθρώπινο πλάσμα;

   Έτσι ο Άντριου δεν πήγε στο σπίτι της Κέιτ εκείνο το βράδυ, παρά έφτιαξε μακαρόνια με τυρί και μια σαλάτα κι έφαγε μόνος του. Μετά το φαγητό, άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας για να πάρει πίσω απ’ τη θήκη για τα μαχαιροπίρουνα τα λεφτά που έκρυβε για μια ώρα ανάγκης, για να μη βγει αύριο στο δρόμο χωρίς λεφτά και αναγκαστεί να ξαναγυρίσει. Ο Άντριου πήρε τέσσερα δολάρια και άφησε μέσα ένα πεντοδόλαρο και, αφού το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του, κάθισε και έγραψε στους αρμοδίους για την κλοπή των χαρτιών του.

  

   ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΡΩΙ, ένα όμορφο ηλιόλουστο πρωινό, ο Άντριου πήγε ξανά στο μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας και παρήγγειλε ένα τζάμι ίδιων διαστάσεων μ’ εκείνο που είχε σπάσει. Ο Άντριου περίμενε πως ο νεαρός θα τον ρωτούσε «έσπασε;» ή κάτι τέτοιο κι ο Άντριου είχε αποφασίσει να χαμογελάσει και να πει «ναι», αλλά ο νεαρός ήταν πολύ απασχολημένος για να πει οτιδήποτε, εκτός από το συνηθισμένο «σε δεκαπέντε λεπτά».

   Τα δεκαπέντε λεπτά περνούσαν εύκολα για τον Άντριου μέσα σ’ αυτό το κατάστημα, όπου είχε τόσα να χαζέψει. Το πακέτο που του έδωσε ο νεαρός ήταν απαράλλαχτο με το χτεσινό και ο Άντριου πλήρωσε πάλι δύο δολάρια και ογδόντα οχτώ σεντς στην κοπέλα στο ταμείο. Ο Άντριου σκέφτηκε να κορνιζάρει τη φωτογραφία πριν από το μεσημέρι. Ίσως τον ενέπνεε να τηλεφωνήσει στην Κέιτ και να την καλέσει για τσάι. Της Κέιτ της άρεσε το τσάι όταν συνοδευόταν από μικρά σάντουιτς με ζαμπόν και μαγιονέζα και κάποιο κέικ. Ο Άντριου μπόρεσε να ψωνίσει τα υλικά αυτά μετά το μεσημεριανό φαγητό.

   Ο Άντριου είχε ήδη κάνει ήδη δύο απ’ τα τρία τετράγωνα που τον χώριζαν απ’ το σπίτι του, όταν είδε το μαύρο αγόρι με το ίδιο μπλουτζίν τζάκετ να έρχεται προς το μέρος του, με τα χέρια στις πίσω τσέπες, σφυρίζοντας και περπατώντας σαν ναύτης με τα πόδια ανοιχτά.

   Ο Άντριου κοκάλωσε. Τον αναγνώρισε άραγε το αγόρι; Ο νεαρός όμως δεν τον κοίταξε καν. Τα ίδια μαύρα-κόκκινα μαλλιά, πάνω από ένα μέτρο κι ογδόντα, ναι, ήταν το ίδιο αγόρι. Τι είχε αγοράσει άραγε με τα δέκα δολάρια; αναρωτήθηκε ο Άντριου καθώς την ίδια στιγμή παρατηρούσε πως το ξεκούμπωτο τζάκετ του άστραφτε απ’ τα καπάκια από μπουκάλια που ήταν στερεωμένα δίπλα στα κουμπιά. Ποιον θα λήστευε τούτη τη φορά ο αλήτης; Αυτές οι σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του Άντριου σαν αστραπή, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, όταν τα μεγάλα πολύχρωμα μάτια του αγοριού συνάντησαν τα μάτια του Άντριου, κοφτερά αλλά χωρίς ίχνος αναγνώρισης μέσα τους, και προχώρησε ίσια καταπάνω του, σίγουρος πως ο Άντριου θα παραμέριζε για να τον αφήσει να περάσει. Τώρα είχε βγάλει τα χέρια από τις τσέπες και τα κουνούσε, ίσως για να τ’ ανοίξει καθώς ετοιμαζόταν να πέσει πάνω στον Άντριου.

   Το δεξί χέρι του Άντριου έσφιξε το τυλιγμένο τζάμι γερά, στρίβοντας τη γωνία του προς τα πάνω, σαν να ‘ταν λόγχη, και δεν παραμέρισε. Συνέχισε να περπατάει ίσια – καθώς το αγόρι άνοιξε τα χέρια του για να τον τρομάξει -, ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση και είδε την άκρη του πακέτου του να χτυπάει το νεαρό κοντά στα άσπρα κουμπιά του γαλάζιου πουκάμισου.

   «Άου!»

   Η σύγκρουση έριξε προς τα πίσω τον Άντριου, όμως αυτός κρατούσε την ισορροπία του.

   «Αουου» βόγκηξε ξανά το αγόρι κι έπιασε το στομάχι του, «Μπάσταρδε!» Αίμα έτρεχε στα δάχτυλά του.

   Ένας άντρας εμφανίστηκε πίσω απ’ τον Άντριου. Μια γυναίκα σαν την Κέιτ μ’ ένα κοριτσάκι ερχόταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση και κοντοστάθηκε με το στόμα μισάνοιχτο.

   «Με μαχαίρωσε!» κλαψούρισε φάλτσα το αγόρι. Ήταν διπλωμένος στα δύο τώρα κι ακουμπούσε πάνω σ’ έναν κρουνό υδροληψίας.

   Ο άντρας, που κουβαλούσε ένα σωρό χαρτόκουτα παραμάσχαλα, έμοιαζε περισσότερο περίεργος παρά ταραγμένος. «Τι συνέβη; Κάποιο άλλο αγόρι το έκανε;» ρώτησε τον Άντριου.

   «Με μαχαίρωσε

   Ούτε ο άντρας ούτε ή γυναίκα έδωσαν σημασία σ’ αυτό.

   «…Να βρούμε ένα γιατρό!» έλεγε αόριστα η γυναίκα στον άντρα.

   «Ναι, καλύτερα να βρούμε έναν. Ναι, ίσως», είπε ο άντρας και τράβηξε το δρόμο του.

   Η γυναίκα έκανε έναν ήχο σαν «τσα!» και έκανε δυο βήματα πίσω, φανερά έτοιμη να φύγει. «Έτσι ζουν αυτοί», είπε στον Άντριου κάνοντας μια χειρονομία για περισσότερη έμφαση. «Αυτά κάνουν σε μας, και καμιά φορά τα παθαίνουν και οι ίδιοι». Απομακρύνθηκε με βιάση, αλλά γύρισε το κεφάλι της για να πει: «Αν δω κανέναν αστυνομικό…» Έφυγε.

   Το αγόρι κοίταξε τον Άντριου, κάτι μουρμούρισε, κάτι που έμοιαζε με απειλή, κα φάνηκαν να έρχονται προς τα κει οι φίλοι του, δυο ή τρεις απ’ αυτούς, και ο Άντριου άρχισε να προχωρεί προς το σπίτι του. Ο ήχος των αθλητικών παπουτσιών που διέσχιζαν το δρόμο έφτασε στ’ αυτιά του, αλλά ο Άντριου δεν γύρισε. Η μια γωνιά του πακέτου του κρεμόταν σπασμένη. Είχε χτυπήσει για τα καλά το αγόρι. Ο Άντριου σκέφτηκε τους βιασμούς που είχαν γίνει στη γειτονιά του (που δεν αναφέρονταν πάντα στις εφημερίδες), και σε μερικές περιπτώσεις ένα κορίτσι εκτός απ’ το βιασμό είχε αρπάξει και μια μαχαιριά στο πρόσωπο για να μη φωνάξει. Συνειδητοποίησε πως η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από θυμό και φόβο συνάμα. Θέλησε να τους ανταποδώσει τα ίδια. Και το είχε κάνει. Ας ερχόταν τώρα η αστυνομία κι ας τον κατηγορούσε. Ίσως και να το ‘κανε, ο Άντριου πίστευε πως θα το ‘κανε.

   Μόνο όταν ακούμπησε το πακέτο του στο πάτωμα για να ξεκλειδώσει το διαμέρισμά του, παρατήρησε πως από τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του έτρεχε αίμα. Το καφέ χαρτί ήταν κι αυτό λεκιασμένο με αίμα σε μερικά σημεία. Ο Άντριου μπήκε στο σπίτι του και κλείδωσε ξανά την πόρτα από μέσα, αφήνοντας το αίμα να τρέξει πάνω στο πακέτο, που το είχε ακουμπήσει στο πάτωμα. Μετά, πολύ προσεκτικά, για να μη λερώσει το χαλί, ο Άντριου, κρατώντας το χέρι του, πήγε ως την κουζίνα και το έπλυνε στο νεροχύτη με κρύο νερό. Τα κοψίματα δεν ήταν πολύ βαθιά, δεν θα χρειαζόταν ράψιμο, σκέφτηκε ο Άντριου, απλώς δέσιμο και χανζαπλάστ.

 

ΣΤΙΣ ΔΥΟ το απόγευμα ο Άντριου ένιωθε καλύτερα, αν και γύρω στις δώδεκα είχε περάσει μερικές άσχημες στιγμές. Το ένα δάχτυλο δεν σταματούσε να αιμορραγεί για αρκετή ώρα. Μετά ο Άντριου είχε ετοιμάσει κάτι να φάει και είχε ξαπλώσει στον καναπέ, γιατί ένιωθε αδυναμία. Λίγο μετά τις δύο φόρεσε το σακάκι του και βγήκε για να αγοράσει ένα καινούργιο τζάμι. Τούτη τη φορά ο νεαρός πωλητής κάτι είπε χαμογελώντας και ο Άντριου, που δεν είχε ακούσει καλά, αποκρίθηκε «ναι, έχω να κορνιζάρω μερικές φωτογραφίες ίδιου μεγέθους». Ο Άντριου περίμενε πάλι δεκαπέντε λεπτά και, όταν πήρε το πακέτο του, πήγε στην κεντρική λεωφόρο, όπου υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο ανάμεσα στο σταθμό του μετρό και τη δημόσια βιβλιοθήκη. Ο Άντριου σκέφτηκε πως καλά θα ‘ταν να είχε φέρει μαζί τα βιβλία του, γιατί, μόλο που δεν είχε λήξει η ημερομηνία τους, τα είχε διαβάσει και θα μπορούσε να τ’ αλλάξει όλα. Στο ζαχαροπλαστείο αγόρασε ένα γλυκό με σοκολάτα και άσπρο γλάσο και μερικά κουλουράκια. Μετά γύρισε στο σπίτι του απ’ τον ίδιο δρόμο που είχε πάρει το πρωί, πέρασε από το σημείο όπου είχε συναντηθεί με το μαύρο αγόρι, αλλά δεν κοίταξε αριστερά, εκεί όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν κηλίδες αίματος. Ο Άντριου δεν κοίταζε καθόλου γύρω του, αν και φανταζόταν – ήταν σίγουρος – πως οι φίλοι του θα τον έψαχναν. Από τώρα και στο εξής το να βγαίνει από το σπίτι του θα εγκυμονούσε περισσότερους κινδύνους απ’ ό,τι συνήθως.

   Όταν έφτασε στο διαμέρισμά του, τηλεφώνησε στην Κέιτ για να την καλέσει για τσάι, μόλο που δεν είχε κορνιζάρει ακόμη τη φωτογραφία, ο λόγος για τον οποίο της έκανε την πρόσκληση. Η Κέιτ ήταν στο σπίτι της και είπε πως θα ερχόταν ευχαρίστως για τσάι.

   Ο Άντριου ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Είχε τυλίξει γύρω απ’ το χέρι του ένα καθαρό πανί, πράγμα που δυσκόλευε τις κινήσεις του, αλλά τα κατάφερε αρκετά καλά. Λίγο αίμα έσταξε στο καφέ χαρτί στο πίσω μέρος του κάδρου, αλλά δεν είχε όρεξη να το αλλάξει. Αφού στερέωσε και το σύρμα, ο Άντριου άλλαξε τον επίδεσμο και μετά κάρφωσε με το αριστερό του χέρι το καρφί στον τοίχο και κρέμασε το κάδρο.

   Τι όμορφο που ήταν! Το ίσιωσε με το ένα του δάχτυλο. Η Σάρα φώτιζε το σαλόνι του, και το έκανε να μοιάζει διαφορετικό, πιο χαρούμενο. Του χαμογελούσε, με το κεφάλι λίγο γυρισμένο στο πλάι, αλλά το βλέμμα της καρφώθηκε ίσια πάνω του, και ο Άντριου φαντάστηκε πως την άκουγε να του λέει: «Άντι». Ο Άντριου φανταζόταν το χαμόγελο και για αρκετή ώρα ένιωθε νέος, ένιωθε σαν ν’ ανάσαινε τον καθαρό αέρα των λόφων της χώρας του. Και τώρα το τσάι!

   Ο Άντριου έβγαλε φλιτζάνια και πιατάκια, προσέχοντας να μην πάρει τα φθαρμένα. Ζάχαρη και λίγο γάλα. Όταν τα ετοίμασε και μόλις είχε ανάψει το γκάζι για να ζεστάνει νερό, χτύπησε το κουδούνι του.

   «Γεια σου, Άντι, πώς είσαι σήμερα;» ρώτησε η Κέιτ μπαίνοντας λαχανιασμένη ακόμη απ’ τις σκάλες.

   Ο Άντριου έκρυβε το χέρι του πίσω απ’ την πλάτη του. «Αρκετά καλά, Ευχαριστώ Κέιτ. Εσύ;» Ξανακλείδωσε την πόρτα.

   «Ωωω!» Η Κέιτ ξεκούμπωνε το παλτό της κι έριχνε συνάμα μια ματιά γύρω, όπως έκανε πάντα. Είδε αμέσως τη φωτογραφία στον τοίχο.

   «Πολύ όμορφη, Άντι!» Πήγε πιο κοντά. «Η Σάρα είναι πολύ όμορφη σ’ αυτή τη φωτογραφία! Και η κορνίζα είναι θαύμα!»

   Ο Άντριου ένιωσε μια βαθιά ικανοποίηση. Η Κέιτ συνέχισε να φλυαρεί, αναφέροντας περιστατικά από τότε που ήταν νέοι και οι τέσσερις και περνούσαν μαζί τα Χριστούγεννα και τη Μέρα των Ευχαριστιών και πήγαιναν και στο πολωνέζικο εστιατόριο (είχε κλείσει εδώ και χρόνια), όπου χόρευαν και διασκέδαζαν σαν τρελοί. Πριν όμως σερβίρει το τσάι, η Κέιτ παρατήρησε το χέρι του.

   «Το έκοψα καθώς κορνιζάριζα τη φωτογραφία», της είπε ο Άντριου. Αν της έλεγε την αλήθεια, η Κέιτ θα έλεγε κάτι τρομακτικό – ο Άντριου δεν ήξερε ακριβώς τι, αλλά θα είχε σχέση με τη συμμορία, που θα του το ανταπέδιδε, ίσως κι όλες οι συμμορίες μαζί, και ήταν τρεις, οι Πορτορικανοί, οι μαύροι και μία με ανακατεμένους λευκούς. Η Κέιοτ μπορεί να επέμενε πως ο Άντριου δεν έπρεπε να βγει απ’ το σπίτι του για μερικές μέρες και πως θα του έφερνε αυτή ό,τι χρειαζόταν.

   «Είσαι σίγουρος πως δεν θες να του ρίξουμε μια ματιά τώρα που είμαι εδώ;» ρώτησε η Κέιτ με το στόμα της γεμάτο γλυκό σοκολάτα. «Μπορώ να σου κάνω έναν επίδεσμο καλύτερο απ’ αυτόν. Δεν μπορείς να δέσεις καλά ένα τραύμα με το ένα χέρι! Έχεις αντισηπτικό; Οινόπνευμα;»

   «Ω, Κέιτ!»

   Μετά τον ρώτησε αν είχε γράψει για τα χαρτιά του. Ο Άντριου της είπε πως είχε γράψει. Ζέσταινε κι άλλο νερό.

   Η Κέιτ επέμεινε πριν φύγει να του αλλάξει τον επίδεσμο και να του βάλει έναν καθαρό. «Είναι ανόητο να μείνεις όλη τη νύχτα μ’ αυτόν, που είναι ήδη μούσκεμα». Είχε πλύνει εκείνη τα φλιτζάνια και τα πιάτα για να μη βρέξει ο Άντριου το χέρι του.

   Έτσι ο Άντριου την άφησε να του λύσει τον επίδεσμο με τη βοήθεια ενός ψαλιδιού. Όταν η Κέιτ είδε πως ήταν και τα τέσσερα δάχτυλα κομμένα, τα ‘χασε.

   «Για να πω την αλήθεια, δεν τα ‘κοψα στο κορνιζάρισμα», παραδέχτηκε ο Άντριου. «Ε, σήμερα το πρωί είδα τον ίδιο ψηλό τύπο να έρχεται καταπάνω μου – για να με τρομάξει και να με κάνει να παραμερίσω μπροστά του, υποθέτω, αλλά εγώ δεν παραμέρισα, τον άφησα να πέσει πάνω στο τζάμι που κρατούσα με τη μύτη μπροστά». Ο Άντριου κοίταξε την Κέιτ, ψάχνοντας στο πρόσωπό της για κατανόηση και ίσως συμπάθεια.

   «Και τον πλήγωσες; Τον έκοψες;»

   «Ναι», είπε ο Άντριου. «Ήρθε καταπάνω μου για να με τρομάξει, ξέρεις, και γι’ αυτό δεν προφυλάχτηκε. Αλλά εγώ δεν κουβαλούσα αυγά! Είδα το στομάχι του να αιμορραγεί». Ο Άντριου της είπε για τον άντρα και τη γυναίκα που σταμάτησαν και είπε πως ίσως είχαν βρει ένα γιατρό, αλλά εκείνος δεν ήξερε, γιατί είχε γυρίσει αμέσως σπίτι του.

   Ο Άντριου συνειδητοποίησε πως παινευόταν λίγο, σαν ένα μικρό παιδί που είχε κάνει κάτι παράτολμο.  Στην πραγματικότητα, ο Άντριου παραδεχόταν μέσα του πως ευχόταν και ήλπιζε να είχε πληγώσει άσχημα το αγόρι, και μια τέτοια πληγή μπορεί να ήταν μοιραία, σκεφτόταν.

   «Απορώ πώς έφτασες εδώ ζωντανός! Οι φίλοι του τι έκαναν;»

   «Ήταν μόνος του», είπε ο Άντριου αποφεύγοντας το βλέμμα της Κέιτ. Δεν θα της έλεγε πως νόμιζε ότι δυο από τους φίλους του τον είχαν δει. Άλλωστε το αγόρι θα το έλεγε στους φίλους του.

   Η Κέιτ είχε κι άλλες απορίες. Πόσο άσχημα νόμιζε ο Άντριου ότι είχε πληγωθεί ο νεαρός; Ο Άντριου είπε πως δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να πει. Είπε ακόμη πως ήθελε να υπερασπιστεί το δικαίωμα των ανθρώπων της γειτονιάς να περπατάνε στα πεζοδρόμια χωρίς να αναγκάζονται να παραμερίζουν σαν φοβισμένοι λαγοί μπροστά στους αλήτες.

   Το παχουλό, ρυτιδωμένο πρόσωπο της Κέιτ είχε μιαν ανήσυχη έκφραση τώρα. Μιλούσε για πενικιλίνη σε σκόνη για τα δάχτυλά του, για το ότι φοβόταν να βγάλει τα χανζαπλάστ και να τ’ αλλάξει. Είπε πως θα του τηλεφωνούσε αργότερα απόψε, γύρω στις εννιά για να δει πώς ήταν. Μετά έφυγε.

   Όπως το είχε φανταστεί ο Άντριου, η Κέιτ του είπε να μη βγει απ’ το σπίτι του τις επόμενες δυο μέρες και πως θα του τηλεφωνούσε για να μάθει αν χρειαζόταν τίποτε για να του το φέρει εκείνη. Ο Άντριου δεν της είχε φέρει αντίρρηση, αλλά δεν είχε καμιά όρεξη να είναι ανάπηρος και να εξαρτάται απ’ την Κέιτ.

 

ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΡΩΙ, ο Άντριου βρήκε στο γραμματοκιβώτιό του ένα γράμμα απ’ το γιο του, τον Έντι. Ο Άντριου το βρήκε πολύ ευχάριστο αυτό και το διάβασε σχεδόν όλο όρθιος, ανάμεσα στην εξώπορτα και την πόρτα του διαμερίσματός του. Ο Έντι ήταν καλά και το ίδιο και η Μπέτι, η γυναίκα του, και είχαν νοικιάσει ένα σπιτάκι στην ακτή της Νότιας Καρολίνας για ένα μήνα το καλοκαίρι. Και θα ήθελε ο Άντριου να πάει να καθίσει μαζί τους μία βδομάδα ή δύο τον Ιούνιο; Ο Άντριου αμέσως αναρωτήθηκε αν το εννοούσαν στ’ αλήθεια, αν πραγματικά τον ήθελαν. Βέβαια, είχε όλο τον καιρό να το σκεφτεί, να ξαναδιαβάσει το δακτυλογραφημένο γράμμα του Έντι πιο προσεκτικά όταν θα γύριζε. Τώρα αυτό που χρειαζόταν ο Άντριου, εκτός από λίγο καθαρό αέρα, ήταν ένα βάζο μαγιονέζα και ένα πακέτο τυρί. Θα το αγόραζε στο ζαχαροπλαστείο και όχι στο σούπερ μάρκετ.

   Ο Άντριου πήγε ως τη μεγάλη λεωφόρο, έκανε τις αγορές του και γύριζε πίσω σπίτι του, όταν άκουσε πίσω του βήματα, βήματα που έτρεχαν. Ο Άντριου τραβήχτηκε στην άκρη για να αφήσει όποιον ήταν να περάσει και τότε ένιωσε ένα βίαιο, δυνατό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, λίγο πάνω απ’ το σβέρκο. Ο Άντριου ένιωσε να παραλύει και γονάτισε στο πεζοδρόμιο. Τότε ήρθε το δεύτερο χτύπημα στον αριστερό του κρόταφο, κι άκουσε ένα κρακ σαν σεισμό, σαν δυναμίτη, σαν πυροβολισμό ίσως. Κι αμέσως μετά άκουσε τα λαστιχένια αθλητικά παπούτσια ν’ απομακρύνονται. Η όραση του Άντριου έγινε γκρίζα, θόλωσε, έτσι όπως κείτονταν με τη μια πλευρά του προσώπου του ακουμπισμένη στο πεζοδρόμιο, και ο βόμβος μέσα στο κεφάλι του δυνάμωσε και σκέπασε κάθε άλλον θόρυβο. Ένιωθε την επιθυμία να κάνει εμετό, δεν μπορούσε, θολά είδε παπούτσια, πόδια μέσα σε παντελόνια, τους αστραγάλους μιας γυναίκας πολύ κοντά του, άκουσε φωνές που έρχονταν από μακριά, πέρα από μια πηχτή θάλασσα. Αυτή ήταν η εκδίκησή τους, και τι μπορούσε να κάνει τώρα;

   Το περίμενε πως θα γίνει οπωσδήποτε και τώρα του είχε έρθει. Ήξερε πως πεθαίνει, πως, αν προσπαθούσαν να τον σηκώσουν, όπως έκαναν τώρα, δεν θ’ άλλαζε τίποτα.

      Οι άνθρωποι πέθαιναν κάπου, δεν είχε σημασία πού. Ένιωσε πως αναστέναζε κι ένιωσε μια υποταγή, μια παραίτηση σαν κύμα γαλήνης να τον πλημμυρίζει. Είχε ένα συναίσθημα δικαίωσης, μια απουσία θυμού, έβλεπε την αξία της πράξης του – όσων είχε κάνει σε όλη του τη ζωή, κι αυτού που είχε κάνει όταν χτύπησε το μαύρο αγόρι, εν ονόματι της γειτονιάς του. Η Κέιτ θα το έλεγε στους γείτονες. Η Κέιτ θα πήγαινε στην κηδεία του. Αλλά όλα αυτά του φαίνονταν ασήμαντα μπροστά στο σπουδαίο γεγονός που του συνέβαινε, το γεγονός ότι πέθαινε, ότι σταματούσε. Τι σημασία έχει η δικαιοσύνη, η εκδίκηση, οποιαδήποτε κίνηση; Και τότε έφτασε σ’ ένα σημείο που δεν μπορούσε πια να σκεφτεί και ένιωσε μια υπέροχη αίσθηση ισορροπίας.

   Ένα δυνατό επιφώνημα ή διαταγή από κάποιον απ’ τους ανθρώπους που τον σήκωναν έφτασε ακατανόητο στ’ αυτιά του Άντριου, σαν να είχε ειπωθεί σε κάποια άλλη γλώσσα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: