Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

"Λιγοστεύουν" γράφει ο Μετέωρος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11.11.2014)

....................................................

Λιγοστεύουν



 "Εφημερίδα των Συντακτών", 11.11.2014

ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ Κάτι επικίνδυνα κομμάτια/ χάος/ είν’ η ψυχή μου/ που έκοψε με τα δόντια του/ ο Θεός./ Αλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια/ τα δείχνουν/ τα πουλάνε/ τ’ αγοράζουν./ Εγώ δεν τα πουλώ./ Οι άνθρωποι/ τα κοιτάζουν/ με ρωτάνε/ άλλοι γελάνε/ άλλοι προσπερνάνε./ Εγώ δεν τα πουλώ.
ΠΡΩΤΟΓΡΑΨΕ το 1941, στα είκοσι δύο του. Το ’44 έσκισε τα ακαδημαϊκά του βιβλία και εγκατέλειψε τη Νομική για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ Δεν έχω γράψει ποιήματα/ μέσα σε κρότους/ μέσα σε κρότους/ κύλησε η ζωή μου./ Τη μιαν ημέρα έτρεμα/ την άλλην ανατρίχιαζα/ μέσα στο φόβο/ μέσα στο φόβο/ πέρασε η ζωή μου./ Δεν έχω γράψει ποιήματα/ δεν έχω γράψει ποιήματα/ μόνο σταυρούς/ σε μνήματα/ καρφώνω.
ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ Ομως υπάρχουν ακόμα/ λίγοι άνθρωποι/ που δεν είναι κόλαση/ η ζωή τους/ υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης/ η Fraülein Ramser/ και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες/ οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι/ ψάξε καλά/ βρες τους, Ποιητή!/ κατάγραψέ τους προσεχτικά/ γιατί όσο παν και λιγοστεύουν/ λιγοστεύουν.
ΣΥΝΔΕΘΗΚΕ με στενή φιλία με τον Ελύτη και τον Εγγονόπουλο. Ο Μίλτος Σαχτούρης, διότι περί του Σαχτούρη πρόκειται, επηρεάστηκε απ’ τον σουρεαλισμό αλλά χαρακτηρίζεται ποιητής του συμβολισμού και του παράλογου.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ Καημένε Νίκο/ τι ζωή ήταν κι αυτή/ κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες/ οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου/ όμως εσύ καλά έκανες/ έπινες τα ουζάκια σου/ κι όλους αυτούς τους μούντζωνες/ και πριν να φύγεις/ πρόφτασες κι αρπάχτηκες/ από ένα κάτασπρο σύννεφο/ από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό/ κοιτάζεις/ την αθανασία σου.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ Στο καφενείο/ έρχεται ο χοντρός νονός μου/ με τις λίρες/ Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει/ γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου/ που περίμενα./ Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου/ - Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ Ολοι κοιμούνται/ κι εγώ ξαγρυπνώ/ περνώ σε χρυσή κλωστή/ ασημένια φεγγάρια/ και περιμένω να ξημερώσει/ για να γεννηθεί/ ένας νέος θεός/ μες στην καρδιά μου/ την παγωμένη/ από άγρια φαντάσματα/ και τη μαύρη πίκρα.
ΤΙΜΗΘΗΚΕ με τρία κρατικά βραβεία και μετα-φράστηκε σε πολλές γλώσσες. Είναι ποιητής του κλειστού χώρου. Το έργο του απηχεί με εφιαλτικές εικόνες τον απόηχο του άγχους μιας ολόκληρης εποχής.
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος/ στον Πόρο/ τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα/ τσιγάρα να καίνε σαν κεριά/ γύρω γύρω στα τραπέζια/ τσιγάρα πάνω στις καρέκλες/ τσιγάρα παντού/ κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε./ Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος/ τα μάτια του να καίνε./ - Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;/ εσύ πάντα πήγαινες στην Ανδρο./ - Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα/ στην Υδρα, γιατί στον Πόρο;/ Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο/ το φοβερό γέλιο του·/ πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια/ ένα σύννεφο σπουργίτια/ πέρα απ’ το θάνατό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: