..............................................................
Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025
"Ιδού το κείμενο, ιδού και το πήδημα!" Από τον συγγραφέα, κριτικό του θεάτρου και φίλο στο Ηρακλή Λογοθέτη (facebook, 6.7.2025)
Κυριακή 6 Ιουλίου 2025
"Μέρες Ιουλίου 2015 / Τι λέγεται, τι έγινε, πού βρισκόμαστε 10 χρόνια μετά" του Ρούντι Ρινάλντι (facebook, 6.7.2025)
...............................................................
Τι λέγεται, τι έγινε, πού βρισκόμαστε 10 χρόνια μετά
του Ρούντι Ρινάλντι (facebook, 6.7.2025)
"Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη" έγραψε η Λουίζα Αρκουμανέα (www.lifo.gr, 2.7.2025)
...............................................................
Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα
περισσότερο από τηνΑντιγόνη
«Η εκφορά του λόγου
παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια
βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει
εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε
φέτος η Επίδαυρος.
έγραψε η Λουίζα
Αρκουμανέα (www.lifo.gr, 2.7.2025)
Ένας
κύκλος και δύο φωτεινοί κάθετοι άξονες. Τίποτε άλλο. Στο βάθος μόλις
διακρίνεται η ορχήστρα που παίζει ζωντανά, σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα, έξω
από το θέατρο. Μια σειρά από μαυροφορεμένες φιγούρες ξεπροβάλλουν σταδιακά –σαν
να αναδύονται από μια υπόγεια κρυψώνα– κι αρχίζουν να έρπουν στη σκηνή. Καπνοί.
Οι φιγούρες σηκώνονται διστακτικά, σαν να ανακτούν δυνάμεις. Γίνονται ένα σώμα,
ο βηματισμός τους συντονίζεται, ο λόγος ακολουθεί: «Αχτίδα του ήλιου / Ποτέ πριν
δεν είδαμε στην επτάπυλη Θήβα πιο όμορφο φως από σένα».
Τους
παρατηρούμε. Οι διχτυωτές ολόσωμες φόρμες, αρκούντως see-through ώστε
να διαγράφονται τα γυμνά σώματα των ηθοποιών κάτω από το επιθετικό συνθετικό
ύφασμα, παραπέμπουν σε Βερολινέζους techno clubbers. Σε συνδυασμό με τον
φωτισμό νέον στους στύλους καθώς και με τη space/ambient μουσική, η
αίσθηση εντείνεται ακόμα περισσότερο. Αυτοί εδώ οι clubbers-Γέροντες της
Θήβας, όμως, κινούνται εξαιρετικά αργά και στυλιζαρισμένα, παρόλο που τους
υποδύονται νέοι ηθοποιοί – η βραδύτητα εξάλλου αποδεικνύεται το μότο της
παράστασης. Οι άνθρωποι περπατούν, αλλά επί της ουσίας δεν πηγαίνουν πουθενά.
Και είναι τα μηχανήματα, πλέον (οι ομόκεντροι κύκλοι της σκηνικής πλατφόρμας)
που περιστρέφονται ασταμάτητα εκ μέρους τους, οδηγώντας τους κατ’ επανάληψη στο
ίδιο σημείο, γύρω-γύρω από τον λόφο του Σίσυφου.
Αν
το μόνο που επιβιώνει από την παράσταση, τελικά, είναι η συμπόνια μας για τον
έρμο τον Κρέοντα, τότε κάτι πολύτιμο έχει χαθεί, η δικαίωση της Αντιγόνης
Θεωρητικά ακούγεται ενδιαφέρον. Η στατικότητα συνιστά έμφυτο γνώρισμα της αρχαίας τραγωδίας και κανένας ίσως δεν το αντιλήφθηκε καλύτερα στους νεότερους χρόνους από τον Μέτερλινκ, που έγραψε στον «Θησαυρό των ταπεινών» το 1896: «Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια πως ένα στατικό θέατρο είναι ανέφικτο. Μου φαίνεται, όμως, πως ήδη υπάρχει. Οι περισσότερες τραγωδίες του Αισχύλου είναι τραγωδίες ακίνητες [...] Απ’ αυτή την οπτική, εξετάστε μερικές άλλες από τις ωραιότερες τραγωδίες των Αρχαίων: την Αντιγόνη, την Ηλέκτρα, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ». Για τον Βέλγο νομπελίστα συγγραφέα, η ανωτερότητα των «ακίνητων» ετούτων έργων έγκειται στο ότι συλλαμβάνουν την αφανή ουσία της ζωής. Χάρη σ’ αυτά «έχουμε τον χρόνο να δούμε τον άνθρωπο σε ανάπαυση. Δεν πρόκειται πλέον για μια εξαιρετική και βίαιη στιγμή της ύπαρξης, αλλά για την ύπαρξη καθαυτήν».
Η
ορατή, υλική πλευρά της τέχνης οφείλει να συνομιλεί με την αόρατη πλευρά της
ζωής, με αυτό που δεν μπορούμε να δούμε διά γυμνού οφθαλμού, που δεν μπορούμε
να το «φωτογραφίσουμε». Η τέχνη δεν μιμείται τον κόσμο των ζωντανών, δεν είναι
«ομοίωμα», δεν είναι αναπαράσταση. Και σε αυτή την παγίδα τουλάχιστον δεν έπεσε
ο Rasche.
Τι να το κάνεις, όμως, αυτό, από μόνο του, όταν στη θέση της στείρας
αναπαράστασης τοποθετείται ο στείρος φορμαλισμός;
Μονότονη,
αενάως επαναλαμβανόμενη κίνηση που δεν γεννά, εν ευθέτω χρόνω, τη ρήξη, τη
Διαφορά –εφόσον τότε θα γεννιόταν κάτι–, αλλά βυθίζεται σε ένα αυτάρεσκο
αναμάσημα του Ιδίου, προκαλώντας την αποχαύνωση του θεατή και την απελπισία.
Όλοι υπακούν σε ένα πανομοιότυπο αρραγές μοτίβο. Κι αν ενίοτε τα σώματα
συναντιούνται και αγγίζονται, τα συμπλέγματα που προκύπτουν δεν αποκαλύπτουν σωματικά
τα νοήματα του έργου μέσω μιας ποιητικής γλυπτικότητας (όπως συμβαίνει με τα
αντίστοιχα, ας πούμε, συμπλέγματα του Τερζόπουλου) αλλά αρκούνται σε μια
«όμορφη» slow-motion χορευτικότητα.
Ίσως
να ήταν υποφερτή όλη αυτή η μονοτονία, αν δεν υπήρχε το αργόσυρτο, ατελείωτο,
μαρτυρικό κι αβάσταχτο τεμάχισμα του τραγικού λόγου, για την ακρίβεια, της
εύχυμης μετάφρασης του Νίκου Παναγιωτόπουλου: συνεχείς, συστηματικές,
ανελέητες παύσεις κόβουν τις φράσεις σε πολλά μικρά κομμάτια, επιβραδύνοντας
αναίτια και αυτάρεσκα τη ροή, σφυροκοπώντας τον εγκέφαλο κι ανεγείροντας
διαρκώς αναχώματα σε κάθε προσπάθειά μας να ενσωματωθούμε στην εμπειρία.
Και ακόμα χειρότερα: η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο (εκ μέρους όλων των ηθοποιών), σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν κακότεχνο όσο και περιττό υπερτονισμό του συναισθήματος, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον από τις σύγχρονες παραστάσεις. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της.
Προς
τι όλα αυτά, θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς. Ποια ερμηνεία του κειμένου υπηρέτησε
ετούτη η φιλόδοξη, μοντέρνα μόνον κατ’ όψιν, προσέγγιση; Τι θέλησε να πει ο
σκηνοθέτης μέσα από την επιλογή του σοφόκλειου αριστουργήματος; Ποιο είναι το
πολιτικό διακύβευμα της Αντιγόνης κατά τον Rasche;
Ας
το δούμε αναλυτικά. Η Αντιγόνη της Κόρας Καρβούνη, παρόλο που εισέρχεται χαμογελώντας, παρόλη
την αγέρωχη μεγαλοστομία της, ενδίδει σταδιακά σε έναν επιτηδευμένο
μελοδραματισμό που παράγει κούφια συγκίνηση, o oποίος διαδηλώνεται παρά
βιώνεται. Η μονότονη εκφορά του λόγου της (τοποθετημένη σε ένα συνεχές
κρεσέντο) επιτείνει την εντύπωση αυτή. Κραυγάζει επιτηδευμένα τη θέση της ως
αδικημένης, σαν να την έχει προαποφασίσει και όχι σαν να την οικοδομεί εντέχνως
στην πορεία, παίρνοντάς μας μαζί της στο ταξίδι της. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν
πείθει, δεν συγκινεί, αλλά κρατά σε απόσταση τον θεατή. Ουδέποτε γινόμαστε κοινωνοί
της ψυχικής διαδικασίας που στεριώνει την αταλάντευτη απόφασή της, ουδέποτε
εισπράττουμε την ένταση μιας φωνής, ενός σώματος που αντιστέκεται υπακούοντας
σ’ ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα –συγγένειας, καθήκοντος, αγάπης, ευσέβειας–,
υπερασπιζόμενο έναν υπέρτερο ηθικό σκοπό.
Ο
Τειρεσίας της Φιλαρέτης Κομνηνού εξαντλείται σε ένα βροντόφωνο show
εντυπωσιασμού και στρυφνότητας, που καμία επαφή δεν επιτυγχάνει με την
πνευματικότητα του ρόλου. Μονάχα ο Αίμων (Δημήτρης Καπουράνης) και ο Κρέοντας (Γιώργος Γάλλος) μοιάζουν «αληθινοί», μονάχα εκείνοι
συμμετέχουν με αγωνία στην τραγική έκβαση των πραγμάτων. Ο αρχικός εναγκαλισμός
τους μας δίνει φευγαλέα την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Όμως, φευ, ο
εναγκαλισμός με το μελόδραμα αποδεικνύεται ξανά κυρίαρχος, παρασύροντας στο
διάβα του ακόμη και ταλαντούχους, έμπειρους ηθοποιούς όπως ο Γιώργος Γάλλος. Κι
έτσι, ενώ η κατάρρευση του Κρέοντα θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί μια πραγματικά
σπαρακτική στιγμή της παράστασης, δυστυχώς ο ηθοποιός υποκύπτει σε μια
υπερβολική και πρωτόλεια έκφραση της οδύνης του. Το αποτύπωμα της πρόθεσης,
παρ’ όλα αυτά, παραμένει.
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την
Αντιγόνη: όχι επειδή άφησε τον πρώτο διαρκώς παρόντα στη σκηνή αλλά επειδή
εστίασε εντόνως στο ανθρώπινο πρόσωπό του. Είναι, φυσικά, ευπρόσδεκτη και
γόνιμη μια τέτοια προσέγγιση: έχει μεγάλη σημασία να μην παρουσιάζεται
μονοδιάστατα ο Κρέων ως ο «κακός», απολυταρχικός ηγεμόνας, αν πρόκειται να
μιλάμε για τραγωδία (και όχι για μελόδραμα). Ο Χέγκελ –από τον οποίο προφανώς
εκπορεύεται η σκηνοθετική γραμμή– το είχε τονίσει: «Ο Κρέων δεν είναι τύραννος,
αλλά στην πραγματικότητα μια ηθική δύναμη. Ο Κρέων δεν έχει άδικο. Υποστηρίζει
ότι ο νόμος του κράτους, η εξουσία της κυβέρνησης, πρέπει να γίνουν σεβαστά και
ότι η παραβίαση του νόμου πρέπει να ακολουθείται από τιμωρία».
Πολύ
ωραία, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι και η Αντιγόνη ενσαρκώνει μια εξίσου ισχυρή,
καίτοι εντελώς διαφορετικής φύσεως ηθική δύναμη με αυτή του Κρέοντα. Ο Rasche,
όμως, εκκινώντας από την επιθυμία του να συμμεριστεί και να δοξάσει τη θέση του
Κρέοντα, επιλέγει την υποβάθμιση της Αντιγόνης. Και αυτό εγείρει ερωτήματα.
Γιατί,
αν το μόνο που επιβιώνει από την παράσταση, τελικά, είναι η συμπόνια μας για
τον έρμο τον Κρέοντα, τότε κάτι πολύτιμο έχει χαθεί, η δικαίωση της Αντιγόνης.
Ποτέ δεν αισθανόμαστε τι διακυβεύεται στην αντιπαράθεσή τους. Ποτέ δεν
τρομάζουμε που ένα παθιασμένο κορίτσι θάβεται ζωντανό κάτω από τη γη κατ’
εντολήν του επικεφαλής της πόλεως, ο οποίος εμμένει φλογερά σε αξίες και
επιταγές που ξεπερνούν τα όρια της πόλεως και συνομιλούν με ιερούς, άγραφους
νόμους.
«Όταν
το άτομο γίνεται το μέτρο σχεδόν όλων των πραγμάτων, το κοινό καλό χάνει σε
βαρύτητα», γράφει ο Rasche για τη σοφόκλεια ηρωίδα στο σκηνοθετικό σημείωμα της
παράστασης. «Δεν ζούμε, άραγε, σε μια κοινωνία όπου η σκηνοθεσία (σ.σ. τονισμός
δικός μου) της αντίστασης έχει γίνει περίπου καθημερινότητα; Όπου είναι πια
εύκολο να παρουσιάζεται κανείς ως ηρωίδα ή ήρωας – μέσω ψηφιακών προφίλ, μέσω
αυτοπροσδιοριζόμενων (σ.σ. τονισμός δικός μου) κριτηρίων, μέσα σε ένα πλαίσιο
που ’χει από καιρό σφραγιστεί από την έννοια της ελευθερίας;»
Ο
πολιτικός συντηρητισμός των γραμμών αυτών σοκάρει. Καταρχάς, η Αντιγόνη δεν δρα
ατομικιστικά, δεν είναι παρτάκιας, δεν θάβει τον αδερφό της ενεργώντας εις
βάρος του «κοινού καλού», παρά μόνο με την πιο στενή έννοια του όρου.
Αντιθέτως, η Αντιγόνη δρα εν ονόματι μιας αρχαϊκής –και διαχρονικής–
συλλογικότητας που περιλαμβάνει τους νεκρούς. Εκ μέρους των νεκρών είναι που
αψηφά τον πολιτειακό νόμο, υπερασπιζόμενη τα δικαιώματα όσων δεν μπορούν να
μιλήσουν, όσων έχουν εξοβελιστεί «εκτός των τειχών», όσων στερούνται το βασικό
δικαίωμα της ταφής και τους κατασπαράζουν τα πάσης φύσης όρνεα. Αυτό διεκδικεί
με όλες της τις δυνάμεις. Κατά δεύτερον, δεν σκηνοθετεί τίποτα. Η Αντιγόνη
Είναι. Και είναι αληθινή, όχι «φανατισμένη», όπως δήλωσε για την ηρωίδα η Κόρα
Καρβούνη σε συνέντευξή της. Αμετακίνητη ναι, φανατισμένη όχι. Ο φανατισμός
προϋποθέτει τυφλό μίσος. Και μόνο μίσος δεν τρέφει στην καρδιά της η Αντιγόνη.
«Μήπως
με αυτά τα δεδομένα ήρθε η στιγμή να δούμε με περισσότερη νηφαλιότητα την
αποστολή του Κρέοντα, την ευθύνη του να οργανώσει το κράτος, να επιβάλει τους
νόμους, να προστατεύσει την κοινότητα;» συνεχίζει ακάθεκτος ο Rasche στο ίδιο
σημείωμα, διαβάζοντας μονομερώς τον Χέγκελ, που ακόμη κι αυτός, σε άλλο έργο
του, έφτασε να θαυμάζει υπέρμετρα την «ουράνια Αντιγόνη, τη λαμπρότερη μορφή
που εμφανίστηκε ποτέ στη γη». Όμως, όχι: στα μάτια του Γερμανού σκηνοθέτη, η
Αντιγόνη δεν είναι παρά μια ναρκισσευόμενη επαναστάτισσα του γλυκού νερού και ο
μόνος σοβαρός σε τούτη την ιστορία –την οποία εμείς ποτέ δεν μάθαμε να τη
διαβάζουμε σωστά, καταπώς φαίνεται– είναι ο Κρέων.
«Ο
Κρέων σχεδόν πάντα απεικονίζεται αυταρχικός, σκληρόκαρδος άρχοντας – αλλά είχε
ποτέ χώρο να εκθέσει τη δική του οπτική;» επιμένει ο Rasche, που αφιερώνει το
ογδόντα τοις εκατό του σημειώματός του, και της παράστασής του, στον Κρέοντα.
Πραγματικά, μια τέτοια ανάγνωση την είχαμε επειγόντως ανάγκη: σε μια εποχή όπου
η διαμαρτυρία των ανθρώπων βάλλεται, φιμώνεται και κάμπτεται ανά την υφήλιο,
χρειαζόμασταν επειγόντως μια υπενθύμιση για το παραγνωρισμένο ανθρώπινο πρόσωπο
της εξουσίας καθώς και για το νάζι των αυτοσκηνοθετούμενων πολιτών που
ρισκάρουν τη ζωή τους καμωνόμενοι την αντίσταση.
"Πριν από δέκα χρόνια" του Νίκου Θεοχαράκη Αναρτήθηκε στο REDNotebook στις 3 Ιουλίου 2015 (facebook, 5.7.2025)
...............................................................
Τρίτη 1 Ιουλίου 2025
"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)
.............................................................
"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;"
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)
Music for Weather Elements: "Sunrise on a Clear Day" / Ezio Bosso (1971-2020) · Giacomo Agazzini · Relja Lukic (youtube, 5.4.2017)
...............................................................
Unconditioned, Following a Bird "Out of the Room" · Ezio Bosso (1971 - 2020) (youtube, 31.10.2015)
..............................................................
"Με το σανδάλι του Ερμή" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Μαργαρίτας Παπαμίχου (facebook, 1.7.2025)
............................................................
Μαργαρίτα Παπαμίχου
Εσύ πώς το πιάνεις το δειλινό;
Γυρνάς ανάποδα τον ουρανό να στάξουν χρώματα αναπάντητα;
Πάνω στο μουσκεμένο σου χαρτί σκοτώνεις τη μονοτονία;
Ακούς την κοφτή ανάσα του βουνού
πώς έρχεται και μας σκεπάζει;
Βαθύ το μωβ
λουλακί νικητήριο
Και το κίτρινο;
Εκλιπαρεί για λίγη αφοσίωση
Έτσι ασυλλόγιστα τρέχεις
να παραδώσεις βυθό και χνάρια
στην άμμο;
Θα προλάβεις να μετρήσεις τ' αστέρια που φτύνει ο ήλιος
την ώρα της υποχώρησης;
Πώς χάνεται το βλέμμα σου στην τελική την πινελιά;
Έχει η ανάσα σου μια στάλα ελευθερία
και πόση υπομονή νίκησες σήμερα;
Πού βρίσκεις την εικόνα σου όταν βραδιάζει
και πού φυλάς τη σκιά σου όταν χαράζει;
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025
«Η Χειραφέτηση της Τατιάνας» διήγημα του Πέτρου Μάρκαρη (γ.1937) από τη συλλογή διηγημάτων «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (εκδ. «Κείμενα» & «Καθημερινή», 2025)
..............................................................
Πέτρος Μάρκαρης (γ.1937)
·
«Η
Χειραφέτηση της Τατιάνας» διήγημα του
Πέτρου Μάρκαρη (γ.1937) από τη συλλογή
διηγημάτων «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (εκδ. «Κείμενα» & «Καθημερινή», 2025)
1.
ΤΟ
ΞΑΝΘΟ ΚΕΦΑΛΙ ήταν σκυμμένο ακίνητο. Έτσι έμενε όλο το βράδυ ώσπου να κλείσει το
μαγαζί. Από μακριά θύμιζε προτομή, που την είχε τοποθετήσει κάποιος γλύπτης για
να δώσει λίγη χάρη κι ομορφιά σ’ αυτό το απρόσωπο φαγάδικο με τ’ όνομα
«Οντέσα». Τώρα γιατί μια οικογένεια Ρωσοπόντιων προσφύγων είχε προτιμήσει το
«Οντέσα» από την «Οδησσό» των χαμένων πατρίδων; Ίσως γιατί δεν ήξεραν ότι η
Οντέσα λεγόταν στα ελληνικά Οδησσός. Ίσως πάλι γιατί το «Οντέσα» υπογράμμιζε
ότι το εστιατόριο σέρβιρε ρωσική κουζίνα. Αυτό τουλάχιστον δεν μπορούσε να το
αμφισβητήσει κανείς. Σε μια εποχή που οι
Νεοέλληνες είχαν αντικαταστήσει τη χοιρινή μπριζόλα με φιλετάκια σε σάλτσα από
μούσμουλα και καρύδια και τον κολιό σχάρας με λαυράκι μαριναρισμένο σε ανανά
και πορτοκάλι, η «Οντέσα» σέρβιρε γνήσιο ρωσικό μπορς και κλασική ρωσική
σαλάτα, που δεν είχε καμιά σχέση με την
ελληνορωσική· αυτήν που έχουν τα σαντουιτσάδικα για να σοβατίζουν το
σάντουιτς.
Εμφανισιακά, η
«Οντέσα» ήταν διακοσμημένη σύμφωνα με το στιλ ελληνικού φαγάδικου: τραπέζια από
φορμάικα σκεπασμένα με γκοφρέ χαρτί, που πάνω του έγραφε «καλή σας όρεξη». Το
ψωμί ερχόταν σε καλαμάκι γαρνιρισμένο με
τα μαχαιροπίρουνα και τις χαρτοπετσέτες. Στον αριστερό τοίχο υπήρχε ένα
αντίγραφο από γκραβούρα της Οδησσού του δέκατου ένατου αιώνα. Οι υπόλοιπες
φωτογραφίες ήταν από ελληνικά νησιά ιδωμένα με τα μάτια του ΕΟΤ.
Και το ξανθό κεφάλι
της Τατιάνας, σκυμμένο πάνω στο ταμείο, ευθύγραμμα και καθηλωμένο. Θα έλεγε
κανείς ότι το έκανε επίτηδες, ως δέλεαρ, για να κινεί την προσοχή της ανδρικής
πελατείας. Η φανατική προσήλωσή της στους λογαριασμούς είχε αποτέλεσμα να
διπλασιαστεί η κίνηση προς την τουαλέτα των ανδρών, που ήταν δίπλα στο ταμείο.
Άντρες κάθε ηλικίας περνούσαν από μπροστά της με την ελπίδα ότι η αύρα τους θα
την έκανε να σηκώσει το βλέμμα και να τους κοιτάξει. Το μόνο που κατάφερναν
ήταν να περιμένουν χωρίς λόγο στην ουρά μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.
Ίσως να είχαν παραιτηθεί από τις απέλπιδες
προσπάθειές τους αν ήξεραν ότι η αιτία που η Τατιάνα είχε καρφωμένο το βλέμμα
της στο ταμείο ήταν το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα της. Η «Οντέσα» ήταν
οικογενειακή επιχείρηση των Σερχίδηδων ή Σερχόφ, όπως τους έλεγαν στην πρώην
Σοβιετική Ένωση. Η Μαρία, η μάνα, είχε την κουζίνα. Οι δυο γιοι, ο Βαγγέλης με
τον Ιωσήφ, δούλευαν σερβιτόροι, και η Τατιάνα, ο Βενιαμίν της οικογενείας ήταν
η ταμίας. Ο μόνος που δεν έκανε τίποτα ήταν ο πατέρας, ο Βασίλης.
Αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα και το
άγρυπνο μάτι.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το 1993, ο Βασίλης
έφερε μαζί του και τη σχέση αγάπης-μίσους που είχε με το σοβιετικό καθεστώς:
ένα κομμάτι του σοσιαλιστικού συστήματος το αποδεχόταν, ένα άλλο το απέρριπτε
μετά βδελυγμίας. «Το κόμμα και ο περιφερειακός γραμματέας με εποπτεύουν χωρίς
να κάνουν τίποτα» συνήθιζε να λέει. «Εγώ σκύβω το κεφάλι, βγάζω το σκασμό και
δουλεύω γιατί έτσι δουλεύει το σύστημα. Στο σπίτι μου όμως είμαι εγώ το κόμμα.
Εκεί εποπτεύω εγώ χωρίς να κάνω τίποτα, ενώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μου σκύβουν το κεφάλι, βγάζουν
το σκασμό και δουλεύουν.
Αυτή ήταν η αποδεκτή πλευρά του συστήματος
του Βασίλη. Η απορριπτέα αφορούσε την
κόρη του την Τατιάνα. Όταν του είπε ότι ήθελε να σπουδάσει γεωπόνος, σήκωσε το
χέρι, της άστραψε ένα χαστούκι και την έστειλε στη μοναδική παραγωγική μονάδα
που έχει ένα σπίτι: την κουζίνα.
«Αυτά τα κομμουνιστικά, ότι όλοι, αγόρια και
κορίτσια, πρέπει να σπουδάζουν, εγώ δεν τα ξέρω» της είπε. «Σ’ εμάς τα κορίτσια μένουν στο σπίτι και γίνονται
νοικοκυρές, ώσπου να τους βρουν ένα καλό παιδί και να τα παντρέψουν».
Βέβαια, ο Μαρξ υποστήριζε ότι ο σοσιαλισμός
θα έφτιαχνε τον καινούργιο άνθρωπο, αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τον Μαρξ, ήξερε
τον περιφερειακό γραμματέα του κόμματος. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, ο Βασίλης
πήρε την οικογένειά του και ήρθε στην Ελλάδα για να στήσει και εδώ την ίδια
σοσιαλιστική οικογένεια, όπως την αντιλαμβανόταν. Το σύστημα λειτουργούσε ρολόι
ως την μέρα που αποφάσισε να ανοίξει εστιατόριο. Τότε μπήκε το ερώτημα: τι θα
έκανε την Τατιάνα, ένα κορίτσι είκοσι δύο χρόνων, κατάξανθο, με γαλανά μάτια,
κορμί συλφίδας και δυο πόδια σαν κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού; Σκέφτηκε να
την κλειδώσει στο σπίτι. Και θα έμενε μόνη στο σπίτι ως τις τρεις που γύριζαν
από το μαγαζί;
Εκεί πάνω του κατέβηκε η ιδέα του ταμείου.
Και θα πρόσφερε στην επιχείρηση και θα την είχε υπό την εποπτεία του.
Η προτομή που έβλεπαν κάθε βράδυ οι πελάτες
ήταν έργο του Βασίλη. Η Τατιάνα ένιωθε αδιάκοπα το βλέμμα του πατέρα της πάνω
της, ακόμα κι όταν ήταν στην κουζίνα ή εκτός εστιατορίου. Γιατί εν τη απουσία
του την κάρφωναν τ’ αδέρφια της. Έμαθε λοιπόν να κρατάει σκυφτό το κεφάλι, να
βλέπει μόνο χέρια – τα χέρια των αδερφών της όταν έπαιρναν τους λογαριασμούς –
ν’ ακούει φωνές και να γράφει: «Μια πατατοσαλάτα στο δύο! Τρία μπορς στο
έντεκα!»
Με τον καιρό η ακοή της οξύνθηκε, όπως σε
όλους τους τυφλούς. Από τις φωνές στο μαγαζί μπορούσε να υπολογίσει πόσο κόσμο
είχαν εκείνο το βράδυ, ποιοι ήταν οι τακτικοί θαμώνες και ποιοι έρχονταν για
πρώτη φορά. Έφτανε ν’ ακούσει μια φωνή για να καταλάβει ποιος καθόταν πού και
σε ποιο τραπέζι.
2.
Η «Οντέσα» ήταν επί της Αγίων Ασωμάτων, στην
περιοχή του ύψους και του βάθους της Αθήνας, εκεί όπου η γούνα συναντά το
πλαστικό μπουφάν και η Μερσεντές το τρίκυκλο. Δεν ανήκε, βέβαια, στα ακριβά
εστιατόρια-μπαρ, που είχαν αλώσει τα νεοκλασικά της περιοχής. Στεγαζόταν σε μια
παλιά βιοτεχνία με μεγάλα γυμνά παράθυρα. Χάρη στη ρωσική κουζίνα της είχε
καταφέρει ωστόσο να κάνει γρήγορα όνομα. Βαθμιαία ξέφυγε από τα πλαστικά
μπουφάν κι άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα καμηλό και τα μάλλινα παλτά.
Το όνειρο του Βασίλη
Σερχίδη ήταν να κάνει την «Οντέσα» ένα εστιατόριο με άσπρα κολλαριστά
τραπεζομάντιλα, άσπρες κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως εκείνα όπου
έτρωγαν τα στελέχη του κόμματος στον Εύξεινο Πόντο.
«Εδώ βασιλεύουν η λαδόκολλα και το γκοφρέ
χαρτί» συνήθιζε να λέει. «Εμένα βέβαια με συμφέρει, αλλά πώς να το κάνουμε,
εκεί σ’ εμάς ήταν πιο αριστοκρατικά».
Βέβαια, στα βόρεια προάστια θα έβρισκε πολλά
εστιατόρια σαν εκείνα όπου έτρωγε η τοπική νομενκλατούρα στον Εύξεινο Πόντο,
αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τα βόρεια προάστια, όπως δεν ήξερε και τον Μαρξ.
Δεν αποκλείεται να τα ήξερε ο αρχηγός του
παραρτήματος Αθηνών της ρώσικης μαφίας που επισκέφτηκε την «Οντέσα» ένα Σάββατο
βράδυ γύρω στις έντεκα, όταν η δουλειά ήταν στο φουλ. Σαραντάρης, μέτριο
ανάστημα και αδρά χαρακτηριστικά. Ένας από
τους δυο μπράβους που τον συνόδευαν έκοψε το δρόμο του Ιωσήφ και τον
ρώτησε στα ρωσικά.
«Τ’ αφεντικό;»
Ο Ιωσήφ κατάλαβε αμέσως. Έδειξε την κουζίνα,
ενώ τα πιάτα άρχισαν να τρέμουν στα χέρια του. Ο μαφιόζος τον προσπέρασε
αμίλητος, και οι δυο μπράβοι του στήθηκαν μπροστά στην πόρτα.
Η Τατιάνα ένιωσε το βλέμμα του μαφιόζου πάνω
της. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ταράχτηκε. Την έπιασε πανικός και ήθελε να
εξαφανιστεί πίσω από το ταμείο. Η ταραχή ήταν στιγμιαία, γιατί ο μαφιόζος την
προσπέρασε και μπήκε στην κουζίνα. Στάθηκε μπροστά στον Βασίλη και τον κοίταξε
σιωπηλός, μετά έριξε άλλο ένα βλέμμα στο εστιατόριο.
«Ωραίο μαγαζί» είπε σαν να επιβεβαίωνε την
πρώτη του εντύπωση.
Ενστικτωδώς, ο Βασίλης κατέβασε τον πήχη:
«Μπα, φτηνομάγαζο. Μόλις και μετά βίας
τρέφει τέσσερα στόματα».
«Σηκώνει ν’ ανεβάσεις τις τιμές. Έχεις καλό
κόσμο».
«Αν τις ανεβάσουν θα φύγουν».
«Είσαι φοβητσιάρης» του είπε ο άλλος και
κούνησε του κεφάλι του. «Το φτηνό πράμα δεν πουλάει, έπρεπε να βουλιάξουμε για
να το καταλάβουμε. Θέλεις ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά να σ’ το φυλάνε, για να
μην πάθει καμιά ζημιά».
Ο Βασίλης τον κοίταξε στα μάτια. «Δε
χρειάζομαι προστασία!» του είπε κατηγορηματικά, σαν να ήθελε να του δείξει ότι
δεν ήταν φοβητσιάρης.
Ο άλλος σήκωσε τους ώμους.
«Κοίτα γύρω σου. Τράπεζες, γραφεία, μαγαζιά
– παντού βάζουν σεκιούριτι. Εμείς κάνουμε την ίδια δουλειά με τα μισά λεφτά».
«Δε χρειάζομαι προστασία» επανέλαβε ο
Βασίλης.
«Σκέψου το πάντως. Δε χάνεις τίποτα. Τα
ξαναλέμε».
Βγήκε από την κουζίνα χωρίς να περιμένει
απάντηση. Καθώς περνούσε από το ταμείο, σταμάτησε.
«Σήκωσε το κεφάλι σου να σε δω» είπε στην
Τατιάνα.
Η φωνή του δεν ήταν ούτε άγρια ούτε
επιτακτική, αλλά ένας υποβλητικός ψίθυρος.
Η Τατιάνα υπάκουσε και σήκωσε αργά το κεφάλι
της. Είδε το βλέμμα του να περιφέρεται στο πρόσωπό της ερευνητικό, σαν να
αξιολογούσε την κάθε λεπτομέρεια, αλλά αυτή τη φορά δεν τρόμαξε. Τον άφησε να
την κοιτάξει με την ησυχία του.
«Είσαι ωραία κοπέλα» της είπε με την ίδια
υποβλητική φωνή.
Η Τατιάνα χαμήλωσε πάλι το βλέμμα και ο
μαφιόζος απομακρύνθηκε. Άκουσε την πόρτα του εστιατορίου να ανοίγει και
κατάλαβε ότι έφευγε.
Ο Βασίλης παρακολούθησε τη σκηνή από την
κουζίνα. Ήθελε να ορμήξει στον μαφιόζο, αλλά τον κράτησε το αξίωμά του από τη Σοβιετική
Ένωση: «Ο γραμματέας έχει το πάνω χέρι. Βγάλε το σκασμό και κάνε τη δουλειά
σου». Έσφιξε τα δόντια του ως τις τρεις το πρωί, που γύρισαν σπίτι. Εκεί όρμησε
στην κόρη του και άρχισε να τη δέρνει αλύπητα. Η οικογένεια φρόντισε να
εξαφανιστεί. Ο Βασίλης έδειρε την Τατιάνα ώσπου του κόπηκε η ανάσα. Την
παράτησε στη μέση του καθιστικού κι έπεσε να κοιμηθεί με τα ρούχα.
Το ξύλο στην Τατιάνα δεν εμπόδισε τον
μαφιόζο να ξανάρθει το επόμενο βράδυ στο μαγαζί. Αυτή τη φορά κάθισε σε
τραπέζι, έφαγε και πλήρωσε κανονικά το λογαριασμό του. Από εκείνο το βράδυ
έγινε τακτικός πελάτης. Ο Βασίλης λύσσαγε από το κακό του, αλλά δεν τολμούσε να
τα βάλει μαζί του. Άλλωστε, δεν του έδινε και αφορμή. Έτρωγε με τους δυο
μπράβους του, πλήρωνε κι έφευγε. Μόνο μια φορά ρώτησε τον Βασίλη αν είχε σκεφτεί την πρότασή του. Ο Βασίλης
ξανάπε ότι «δεν ήθελε προστασία». Ο άλλος δεν επέμεινε και το θέμα έκλεισε.
Τα σπασμένα τα πλήρωνε η Τατιάνα. Ο Βασίλης
ξεθύμανε πάνω της κάθε βράδυ.
3.
Το τηλεφώνημα τους ξύπνησε μέσα στη νύχτα.
«Η «Οντέσα» καίγεται», είπε μια φωνή κι έκλεισε αμέσως.
Ο Βαγγέλης, ο μεγάλος γιος, που είχε σηκώσει
το τηλέφωνο μέσα στον ύπνο του, χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να καταλάβει τι του
είπαν. Όταν το συνειδητοποίησε, ξύπνησε την οικογένεια, πήδηξαν όλοι μαζί στο
βαν και έτρεξαν στο μαγαζί.
Είδαν τις φλόγες από μακριά. Στο απέναντι
πεζοδρόμιο είχε μαζευτεί κόσμος και οι ένοικοι στα γύρω μπαλκόνια απολάμβαναν
την πυρκαγιά, αντί για την ανατολή του ήλιου, που έτσι κι αλλιώς δεν φαινόταν.
Δυο οχήματα της πυροσβεστικής προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά που είχε
αγκαλιάσει ολόκληρο το κτίριο. Ο Βασίλης κατάλαβε πως δε θα έμενε τίποτε από το
εστιατόριο, παρά μόνο οι τέσσερις τοίχοι. Πλησίασε τον επικεφαλής της
πυροσβεστικής.
«Τι ήταν, τσιγάρο ή φωταέριο;»
Ο πυροσβέστης γύρισε και τον κοίταξε.
«Εμπρησμός», του απάντησε ξερά. «Κάποιος είχε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί σου».
«Εγώ δεν έχω καβγάδες με κανέναν. Στη
γειτονιά με ξέρουν όλοι». Την ίδια στιγμή σκέφτηκε τον μαφιόζο, αλλά δε μίλησε,
όπως παλιά με τον γραμματέα του κόμματος: τον σκεφτόταν, αλλά δεν τον ανέφερε
ποτέ.
«Αυτά θα τα πεις στην ανάκριση» του είπε ο
πυροσβέστης και γύρισε στη δουλειά του.
Όταν πήγε για ανάκριση, από την «Οντέσα»
είχαν μείνει μόνο τα αποκαΐδια. Τον ανέκριναν πάνω από τρεις ώρες, αλλά και
πάλι δεν είπε λέξη για τον μαφιόζο. Έξω από την πυροσβεστική τον περίμενε η
οικογένειά του με το βαν, εκτός από την Τατιάνα.
«Πού είναι η Τατιάνα;» ρώτησε.
Η οικογένεια κοιτάχτηκε αμήχανα.
«Δεν ξέρουμε» απάντησε ο Ιωσήφ, ο μικρός
γιος. «Όταν μαζευτήκαμε να φύγουμε, είχε εξαφανιστεί».
«Μπορεί να πήγε σπίτι» είπε η Μαρία.
Δεν ήταν όμως στο σπίτι. Και δεν εμφανίστηκε
ούτε τις επόμενες μέρες. Ο Βασίλης πήρε σβάρνα με τους γιους του όλα τα μαγαζιά
που έβγαζαν στο κλαρί Ρωσίδες, Ρωσοπόντιες και Ουκρανές, αλλά δεν την βρήκαν
πουθενά. Δυο χτυπήματα απανωτά το ίδιο βράδυ ήταν πολλά για τον Βασίλη. Για να
ξεμπερδεύει με το ένα τουλάχιστον, απαγόρευσε στην οικογένεια να ξαναμιλήσει
για την Τατιάνα. Οι δυο γιοι του υπερθεμάτισαν αμέσως, ως αναπληρωτές
θεματοφύλακες της οικογενειακής τιμής. Η κυρα-Μαρία δεν τόλμησε να φέρει
αντίρρηση και πενθούσε με κρυφό κλάμα.
Τα δυο απανωτά χτυπήματα, αντί να ρίξουν τον
Βασίλη, τον πείσμωσαν. Είχε μερικά λεφτά στην άκρη και αποφάσισε να ξανανοίξει
το μαγαζί. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και προσπάθησε να ξεχάσει την
εξαφάνιση της Τατιάνας. Στο κάτω κάτω δεν ήταν η πρώτη. Από τότε που είχε
καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση, χιλιάδες κοπέλες εξαφανίζονταν από τα σπίτια τους
και κατέληγαν σε κάποια πετρελαιοπαραγωγό χώρα.
Μια εβδομάδα πριν ξανανοίξει το μαγαζί,
εμφανίστηκε πάλι ο μαφιόζος με τους μπράβους του.
«Καλορίζικο!» είπε στον Βασίλη φιλικά.
«Είσαι πεισματάρης και προκομμένος. Μπράβο σου!»
Ο Βασίλης γύρισε έξαλλος και τον κοίταξε:
«Δε σου πληρώνω προστασία. Θα κοιμόμαστε όλοι στο μαγαζί με τα τουφέκια. Αν
τολμάς, κάψ’ το»
Ο μαφιόζος χαμογέλασε.
«Ποιος μίλησε για προστασία;» του είπε
φιλικά. «Για συνεταιρισμό μιλάμε».
«Δε θέλω συνεταίρο στο κεφάλι μου. Και
μάλιστα συνεταίρο που μου καίει το μαγαζί».
«Θα σου βάλω τα μισά λεφτά, για να κάνεις το
εστιατόριο λουξ, και τα κέρδη εξήντα-σαράντα».
Ο Βασίλης διχάστηκε. Από τη μια έβλεπε το
όνειρό του να εκπληρώνεται, από την άλλη του ξίνιζε να βάλει μαφιόζο συνεταίρο
στο κεφάλι του. Μετά όμως το ξανασκέφτηκε πιο ψύχραιμα. Δηλαδή, αν ο
περιφερειακός γραμματέας του ζητούσε να γίνουν συνεταίροι, θα έλεγε ποτέ όχι;
«Εντάξει, αλλά πενήντα-πενήντα».
Ο μαφιόζος χαμογέλασε και τον χτύπησε φιλικά
στην πλάτη, σημάδι ότι τα είχαν βρει. Η «Οντέσα» έγινε πράγματι μαγαζί λουξ, με
κολλαριστά τραπεζομάντιλα, κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως τα
εστιατόρια όπου έτρωγαν ο γραμματέας και η νομενκλατούρα του κόμματος.
Μια ώρα πριν τα εγκαίνια, ο Βασίλης είδε μια
μαύρη Μερσεντές να σταματάει μπροστά στην «Οντέσα». Ένας από τους μπράβους του
μαφιόζου κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα που βγήκε από το αμάξι φορούσε
ακριβή γούνα και ήταν βαμμένη και χτενισμένη σαν να ερχόταν κατευθείαν από το
κομμωτήριο. Ο Βασίλης δυσκολεύτηκε ν’ αναγνωρίσει την Τατιάνα. Μαρμάρωσε από
την έκπληξη και δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει λέξη. Η κόρη του τον προσπέρασε χωρίς
να του δώσει καμιά σημασία και μπήκε στο μαγαζί. Μόλις συνήλθε ο Βασίλης,
έτρεξε πίσω της.
«Πουτάνα!» φώναξε και έκανε να της ορμήξει,
αλλά οι δυο μπράβοι τον βούτηξαν και τον κόλλησαν σε μια καρέκλα.
Η Τατιάνα γύρισε και τον κοίταξε αδιάφορη.
Έβγαλε τη γούνα της και την πέταξε σε μια καρέκλα. Από μέσα φορούσε μια μαύρη τουαλέτα.
Τ’ αυτιά, ο λαιμός και τα χέρια της δε φαίνονταν από τα κοσμήματα.
«Από σήμερα εσύ θα κόβεις τους λογαριασμούς»
είπε στον πατέρα της στα ρωσικά. «Την εποπτεία του εστιατορίου θα την αναλάβω
εγώ. Έτσι αποφάσισε ο Ιγκόρ». Μετά γύρισε στα δυο αδέρφια της που
παρακολουθούσαν με ανοιχτό το στόμα. «Έχετε μια εβδομάδα για να γίνετε από
σερβιτόροι μετρ» τους είπε στα ρωσικά πάλι. «Αλλιώς θα σας διώξω και θα πάρω
άλλους. Δε θέλω γύφτους στο μαγαζί».
«Ποια είσαι συ που θα με διατάζεις;» φώναξε
έξαλλος ο Βασίλης. «Αυτό το μαγαζί το έφτιαξα με τα χέρια μου».
«Το ξέρω» του απάντησε ψυχρά η κόρη του.
«Γι’ αυτό και σου αφήνω το μισό. Αν όμως δε μάθεις να φέρεσαι, θα αγοράσω το
μερίδιό σου και θα σε πετάξω έξω».
Από εκείνο το βράδυ η Τατιάνα δεν ξαναμίλησε
ελληνικά. Μιλούσε ρωσικά με όλους. Και ο Βασίλης άρχισε πάλι να βγάζει το
σκασμό και να δουλεύει, όπως παλιά στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, από το μαγαζί
δεν είχε παράπονο· με την Τατιάνα επικεφαλής έβγαζε πολλά λεφτά. Το μόνο
παράπονο ήταν η κόρη του. Μα να αρνηθεί έτσι την οικογένεια, την πατρίδα και τη
γλώσσα της;
Βέβαια, αν διάβαζε Μαρξ, θα ήξερε ότι το χρήμα δεν έχει πατρίδα ούτε συγγένεια. Αλλά ο Βασίλης δεν είχε διαβάσει Μαρξ, το ‘παμε.