Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

"Ιδού το κείμενο, ιδού και το πήδημα!" Από τον συγγραφέα, κριτικό του θεάτρου και φίλο στο Ηρακλή Λογοθέτη (facebook, 6.7.2025)

 ..............................................................



Ιδού το κείμενο, ιδού και το πήδημα!*




Από τον συγγραφέα, κριτικό του θεάτρου και φίλο στο Ηρακλή Λογοθέτη (facebook, 6.7.2025)


Δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο με στοιχειώδη θεατρική παιδεία, (ούτε έναν πιά!) που να αμφισβητεί το δικαίωμα του σκηνοθέτη να ανεβάζει ένα κλασσικό κείμενο με τον δικό του τρόπο. Να ξαναχύνει το περιεχόμενό του σε νέο καλούπι, να προτείνει παραλλαγές, να δοκιμάζει τα εκφραστικά μέσα που θεωρεί κατάλληλα για τη σύγχρονη απόδοσή του. Κι ακόμα: να αφαιρεί στίχους ή να προσθέτει εμβόλιμα άλλων συγγραφέων, να τροποποιεί την πλοκή ή να συνθέτει παράλληλα επεισόδια με επίκαιρους διαλόγους, να διαγράφει πρωταγωνιστικούς ρόλους ή να εισάγει καινούργια πρόσωπα στη δράση. Όλ’ αυτά ασφαλώς είναι θεμιτά και κρίνονται εκ του αποτελέσματος που επίσης ποικίλει: από το τερατούργημα ως το αριστούργημα.
Η παρατεταμένη συζήτηση λοιπόν για την (ουδέποτε θιγόμενη) ελευθερία των σκηνοθετών, δεν αποσκοπεί παρά στο να συγκαλύψει τις αυτονόητες υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν ακριβώς από τα δικαιώματα που απολαμβάνουν. Πρώτη ανάμεσά τους είναι η ανάληψη της δραματουργικής ευθύνης για την τοποθέτησή τους, που σύμφωνα με την διεθνώς καθιερωμένη ορολογία έχει τρεις βαθμούς απόστασης από το πρωτότυπο κείμενο. Η πρώτη, πιό κοντινή, σηματοδοτείται ως βασισμένη (based on) στο έργο αναφοράς, η δεύτερη εξηγεί ότι απλώς εμπνεύστηκε απ’ αυτό (inspired by) και η τρίτη πληροφορεί πως εξέλαβε την αρχική του ιδέα μόνο ως ορμητήριο (from an idea of). Και οι τρεις προσεγγίσεις είναι απολύτως νόμιμες, αρκεί να δηλώνονται — με βούλα και υπογραφή. Οι σκηνοθέτες με εντιμότητα και αυτοπεποίθηση τη βάζουν φαρδιά-πλατιά. Οι δόλιοι και οι δειλοί το αποφεύγουν για να σύρουν το κοινό στην παράσταση ενός ψευδεπίγραφου έργου. Κρύβονται και ανεβάζουν στη μαρκίζα του θεάτρου την διασημότητα που εκδίδουν στην εμπορική πιάτσα. Έτσι σταδιοδρομούν ως καταχραστές μεγάλων ονομάτων.
Παλιότερα υπήρχε στις τράπεζες, η προειδοποίηση: Μετά την απομάκρυνσιν εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Στα θέατρα χρειάζεται η επιγραφή: Μετά την απομάκρυνσιν εκ του κειμένου, ό,τι προκύψει καταλογίζεται στον σκηνοθέτη.


*Σημείωση: Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι η ανάρτηση στο fb του κ. Ηρακλή Λογοθέτη έχει ως αφορμή (για να μην πω και "αιτία" καθόσον το πρόβλημα χρονίζει επαναλαμβανόμενο τα τελευταία χρόνια στις θεατρικές μας σκηνές) την παράσταση της "Αντιγόνης" σε σκηνοθεσία  Ούλριχ Ράσε στα φετινά "Επιδαύρια". Πείτε το διοργανωτές, παραγωγοί, σκηνοθέτες όταν ανεβαίνουν παραστάσεις κλασικού ρεπερτορίου με απουσίες ρόλων, σημαντικών τμημάτων κειμένου, "Αγαπητοί μας θεατές, διασκευή σας προσκαλούμε να δείτε!...

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

"Μέρες Ιουλίου 2015 / Τι λέγεται, τι έγινε, πού βρισκόμαστε 10 χρόνια μετά" του Ρούντι Ρινάλντι (facebook, 6.7.2025)

 ...............................................................



Μέρες Ιουλίου 2015

Τι λέγεται, τι έγινε, πού βρισκόμαστε 10 χρόνια μετά






του Ρούντι Ρινάλντι (facebook, 6.7.2025)






Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 σημάδεψε την Ελλάδα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Για μια βδομάδα σχεδόν, από την αναγγελία της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος έως μία μέρα μετά από αυτό, έγινε ένας «σεισμός» στη χώρα. Η νύκτα της 5ης Ιουλίου προς 6η Ιουλίου και όσα έγιναν μέχρι το μεσημέρι της 6ης Ιουλίου με τη σύνοδο των αρχηγών των κομμάτων, ακόμα απασχολούν. Πολλά δεν έχουν διευκρινιστεί, ενώ συσκοτίζονται ουσιώδη ζητήματα. Καθώς συμπληρώνονται 10 χρόνια από τότε, γράφονται πολλά. Ο Τσίπρας ζητά να δημοσιοποιηθούν τα πρακτικά της συνόδου αρχηγών, η Μέρκελ επισκέπτεται την Αθήνα και «θυμάται» πόσο δύσκολες στιγμές πέρασε κι αυτή κ.ο.κ. Υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον για το ζήτημα…
Τι λέγεται για εκείνες τις μέρες
Η κυρίαρχη (αστική) άποψη είναι ότι εκείνες τις μέρες η χώρα έφτασε στον γκρεμό, αλλά ευτυχώς σώθηκε την ύστατη στιγμή χάρη στην ψύχραιμη στάση ορισμένων διεθνών δυνάμεων (Μέρκελ-Ομπάμα-Ολάντ) που δεν ήθελαν να εκδιωχθεί η Ελλάδα από την Ε.Ε. Βοήθησε επίσης, λένε, η αποφασιστική στάση των «Μένουμε-Ευρώπη» κομμάτων και παραγόντων (κόμματα που υποστήριξαν το «Ναι», συν Στουρνάρας και Σία), όπως και η «στροφή» ή «κωλοτούμπα» του Τσίπρα. Αυτός, λένε, μάλλον κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή και αποδέχθηκε όλους τους όρους που τέθηκαν τελεσιγραφικά το βράδυ της 5ης Ιουλίου, επικυρώθηκαν δε την επομένη στη σύνοδο των αρχηγών. Έτσι λίγες μέρες μετά υπέγραψε τη συμφωνία με την Κομισιόν, ενώ στις 14 Αυγούστου υπερψηφίστηκε το 3ο μνημόνιο από 222 βουλευτές (Υπενθύμιση: Τη συμφωνία, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, υπερψήφισαν η Ν.Δ., το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ. Κατά ψήφισαν 64 βουλευτές, και 11 «παρών». 43 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισαν).
Για την κυρίαρχη άποψη, υπάρχει ένα καταστροφικό 6μηνο (διαπραγμάτευσης και πορείας προς την αβεβαιότητα) διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, και ένα εντελώς τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα που διακινδύνεψε να ρίξει στα τάρταρα τη χώρα. Το τι ήθελε και τι προσδοκούσε ο λαός απέναντι στα μνημόνια και την ευρωκρατία από το 2010 μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν τους απασχολεί καθόλου. Και αυτό είναι φυσικό. Για όλους αυτούς, διεθνείς και εσωτερικούς παράγοντες, ο λαός είναι ο «εχθρός λαός» που δεν ξέρει, λαϊκίζει, ρέπει προς την οχλοκρατία, ζητά «λαϊκά δικαστήρια» ή ακόμα και «κρεμάλες», μουντζώνει τη Βουλή, δημιουργεί Πλατείες, εκδιώκει τους επισήμους σε όλη τη χώρα στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, θέλει να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι των μνημονίων. Ένας εντελώς ανεύθυνος λαός.
Για τη χρεοκοπία της χώρας το 2010, ούτε λόγος. Ούτε λόγος για το γιατί της χρεοκοπίας και τις ευθύνες του μεταπρατικού οικονομικού (με δανεικά) συστήματος, ούτε λόγος για ένα άθλιο πολιτικό σύστημα που κι αυτό φέρει τεράστιες ευθύνες.
Να τι λένε ορισμένοι για εκείνες τις μέρες:
● Μητσοτάκης: «Τέτοιες μέρες πριν από δέκα χρόνια, με capital controls, με τις τράπεζες να κλείνουν, λίγες μέρες πριν από ένα ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ το οποίο οδήγησε σε μία εμβληματική “κωλοτούμπα”, μας φόρτωσε ένα τρίτο μνημόνιο και κράτησε τη χώρα ουραγό στην ανάπτυξη της Ευρώπης για τουλάχιστον μία τετραετία» (Υπουργικό Συμβούλιο, 30/6/2025)
● Ο κ. Κοττάκης χαρακτηρίζει το δημοψήφισμα ως την «ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ ΑΝΤΙΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΕΩΣ, ασχέτως εάν ευτυχώς δεν είχε δραματικά αποτελέσματα για τη χώρα» (Εστία, 1/7/2025).
● Το ΚΚΕ χαρακτηρίζει το δημοψήφισμα ως «ένα στημένο παιχνίδι». Το 2015 καλούσε σε «άκυρο» (Ριζοσπάστης, 10/7/2021).
● Ο κ. Ευ. Βενιζέλος θα τονίσει, πιο πολιτικά: «Η σύγκρουση μνημόνιο-αντιμνημόνιο ήταν και πραγματική σύγκρουση, που συμπύκνωσε και πολλαπλασίασε άλλους διχασμούς. Παίχτηκε η τύχη της Ελλάδας στο παρά ένα. Το δημοψήφισμα τι ήταν; Συμβολικά, η Δημοκρατία κατίσχυσε με το 62% που είπε “όχι”. Ρεαλιστικά, η χώρα υποτάχθηκε στη βούληση των εταίρων. Την ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ τη μετατρέψαμε σε επιβολή εκ των έξω» (Economist Events, 9/4/2021). Βέβαια το «την απόφαση που έπρεπε να πάρουμε εμείς», έστω κόντρα στο «η Δημοκρατία κατίσχυσε με το 62% που είπε “όχι”», δείχνει τη βαθιά του αστική αντίληψη για το τι σήμαινε η σύγκρουση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο».
Τι έγινε εκείνες τις μέρες
Πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν έχει φωτιστεί αρκετά. Έχουμε γράψει και δημοσιεύσει πολλά κείμενα, τόσο για την πορεία της «διαπραγμάτευσης», όσο και για τη μη προετοιμασία γενικά του ΣΥΡΙΖΑ, και τις αυταπάτες που είχε η ηγεσία του. Έχουμε τονίσει πως από το καλοκαίρι του 2014 είχε χαραχθεί μια γραμμή για «διαπραγμάτευση χωρίς σύγκρουση». Είδαμε πως 1 μόλις μήνα μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και με συσπειρωμένο ένα πιο μεγάλο μέρος του λαού γύρω του από όσους τον ψήφισαν, υπάρχει μια πρώτη παράδοση με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου (για την οποία πανηγύριζε τότε το δίδυμο Τσίπρας-Βαρουφάκης, αν και ο δεύτερος, πολύ αργότερα, θα κάνει αυτοκριτική). Η συμφωνία εκείνη ακύρωνε κάθε δυνατότητα της ελληνικής Βουλής να νομοθετεί χωρίς τη συγκατάθεση των Θεσμών (δηλαδή της ευρωκρατίας), και ο στόχος ήταν να έρθει μια συμφωνία 70% μνημόνιο 30% κάτι άλλο (πάλι δια στόματος Βαρουφάκη).
Εν τω μεταξύ η κοινή γραμμή ΣΥΡΙΖΑ για «διαπραγμάτευση χωρίς σύγκρουση» σήμαινε ότι η Ελλάδα θα κατέβαλλε όλες τις δόσεις για το χρέος κανονικά. Έτσι μπήκαμε σε μια φάση «τηγανίσματος» από την Ευρωκρατία, που είχε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ανάληψης της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και ο χρόνος δούλευε υπέρ της. Σιγά-σιγά στέγνωναν όλα τα ταμεία για να πληρώνονται οι δόσεις, ενώ οι επιτήδειοι έβγαζαν τα λεφτά τους στο εξωτερικό (λέγεται ότι περίπου 100 δισ. έφυγαν από τη χώρα το εξάμηνο αυτό). Η παγίδευση στήθηκε καλά, και τον Ιούνιο τέλειωναν τα τέρμινα από όλες τις πλευρές. Ο Τσίπρας και οι βασικοί του συνεργάτες σκέφτηκαν έναν ελιγμό για να φθάσουν σε μια συμφωνία, χωρίς να έχουν επίγνωση της άγριας τιμωρητικής διάθεσης της Ευρωκρατίας. Η «πιρουέτα» ήταν η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος που θα έρχονταν πάνω-κάτω ισοπαλία (μικρό προβάδισμα του «Ναι» ή του «Όχι»), άρα «δεν μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό από αποδοχή μιας συμφωνίας με το μικρότερο δυνατό κόστος». Ο χρόνος που επιλέχθηκε, η στιγμή που ανακοινώθηκε, ο χρόνος για τη διεξαγωγή του (μόλις μία εβδομάδα), όλα έδειχναν πως ήταν κίνηση τελευταίας στιγμής, και μάλιστα τακτικού χαρακτήρα.
Συνέβη όμως κάτι απρόοπτο: Η ανάταση ενός λαού, και κυρίως της νεολαίας, που είδε το Δημοψήφισμα σαν μια στιγμή δημοκρατίας και άμεσης έκφρασης του λαού απέναντι στα μνημόνια, την πολιτική πειραματόζωου για τη χώρα. Μέσα σε μια συγκλονιστική εβδομάδα ξεσηκώθηκε ο λαός και πήρε στις πλάτες του το Δημοψήφισμα, την ίδια στιγμή που μια πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ ανοικτά το σαμποτάριζε (βλ. Δραγασάκης, τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης). Το αποτέλεσμα, ένα συντριπτικό 62% «ΟΧΙ», ήταν ένα χαστούκι στην Ευρωκρατία αλλά και στα σχέδια για συνθηκολόγηση. Υπάρχουν αρκετές αναφορές από αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της βραδιάς για το πώς εξέλαβε το αποτέλεσμα ο ίδιος ο Τσίπρας. Η φράση προς τον Γ. Βαρουφάκη αργά τη νύκτα, «τα κάναμε μο@νί», είναι ενδεικτική. Άλλωστε σε ερωτήσεις που έθετε ο Βαρουφάκης τις προηγούμενες μέρες προς την ηγετική ομάδα (που έκανε και τις διαπραγματεύσεις), «γιατί κάνουμε το δημοψήφισμα, για να το χάσουμε;», δεν έπαιρνε απαντήσεις.
Το βράδυ της 5ης προς 6η Ιουλίου, ενώ ακόμα ο λαός πανηγύριζε, συμβαίνουν πράγματα που δεν είναι τόσο γνωστά και έχουν τα χαρακτηριστικά ενός ευρωκρατικού πραξικοπήματος (έχουμε γράψει αναλυτικά γι’ αυτά). Πρώτον, από πλευράς Ευρωκρατίας ανακοινώνεται στον ΠτΔ Παυλόπουλο ότι δεν αναγνωρίζεται πλέον ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του σαν συνομιλητής, και ότι οι Θεσμοί συνομιλούν μόνο μαζί του. Δεύτερον, ζητούν αμέσως να συγκληθεί σύνοδος αρχηγών των κομμάτων που ουσιαστικά θα ακυρώσει το Δημοψήφισμα και θα εξουσιοδοτήσει τον πρωθυπουργό να έρθει στις Βρυξέλλες και να υπογράψει ό,τι του προταθεί. Τρίτον, ο Παυλόπουλος ενημερώνει τον Τσίπρα σχετικά και του ζητά να κάνει μια δήλωση ερμηνευτική του δημοψηφίσματος, και να προσέλθει στη σύνοδο – αφού απολύσει τον Βαρουφάκη. Γίνονται συσκέψεις στο Μαξίμου, όπου επιβεβαιώνονται όσα τελεσιγραφικά έθεσαν οι ευρωκράτες, και γίνεται αναφορά πως αν δεν υποταχθεί η κυβέρνηση θα υπάρξουν κινήσεις που θα παραπέμπουν σε νέο Γουδή. Λέγεται μάλιστα ότι σε αυτές τις συσκέψεις πήραν μέρος και παράγοντες της στρατιωτικής ηγεσίας, και βεβαίως ο αρχηγός της ΕΥΠ κ. Ρουμπάτης, που κινούνταν στο μήκος κύματος της αποδοχής των όρων της ευρωκρατίας.
Την επόμενη στις 10.00 το πρωί και έως τις 12.30 γίνεται η σύνοδος των αρχηγών κομμάτων υπό τον κ. Παυλόπουλο, και παίρνονται οι αποφάσεις που ακυρώνουν το Δημοψήφισμα και αποδέχονται όλους τους όρους που θέτει η Ευρωκρατία…
Πού βρισκόμαστε σήμερα
Ας υποθέσουμε ότι τότε η Ελλάδα σώθηκε από τα χειρότερα. Ακολούθησε το 3ο και χειρότερο μνημόνιο. Η χώρα μπήκε σε γύψο. Μετά το 2018 όλοι όσοι ψήφισαν το 3ο Μνημόνιο ομονοούν ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια και τις δεσμεύσεις τους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ψέμα της Μεταπολίτευσης! Η χώρα βρίσκεται υπό εποπτεία, και μάλιστα ισχυρή και διαρκή. Αλλά ούτε οι συνέπειες της χρεοκοπίας έχουν αντιμετωπιστεί, ούτε έχει υπάρξει μια σημαντική ανάπτυξη. Το πλιάτσικο είναι η κύρια πλευρά από το 2018 έως σήμερα. Λιμάνια, αεροδρόμια, υποδομές κ.λπ. έχουν περάσει στα χέρια των Δανειστών, το χρέος είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι ήταν όταν χρεοκοπήσαμε, μισθοί-συντάξεις έχουν κατακρεουργηθεί, οι εργασιακές σχέσεις έχουν ανατιναχθεί, ο κοινωνικός ιστός έχει κατακερματιστεί, η διεθνής θέση της χώρας έχει υποβαθμιστεί, και από παντού ξεπηδούν σκάνδαλα, μίζες, ρουσφέτια, μαφιοποίηση της επίσημης πολιτικής και οικονομικής ζωής, καταπάτηση στοιχειωδών δικαιωμάτων, υποκλοπές, συγκαλύψεις, παρακολουθήσεις, διώξεις, εμπλοκή σε πολέμους που δεν είναι δικοί μας. Μια κανονική αποικία και ένα εσωτερικό καθεστώς εχθρικό προς τον λαό και τη χώρα, υποτελές στα διεθνή κέντρα. Παρ’ όλα αυτά:
● Η κυρία Μέρκελ μας συγχαίρει για όσα πετύχαμε: «Η Ελλάδα ωρίμασε πολιτικά μέσα στην κρίση», και μας κοροϊδεύει κανονικά: «Είστε λαός από τον οποίο θα μπορούσαμε να μάθουμε πολλά» (Ίδρυμα Νιάρχος, 2/7/2025).
● Ο κύριος Ντράγκι –συνομιλώντας παρακαλώ με τον κύριο Μυτιληναίο της Metlen, έρχονται ολοταχώς οι επιχειρηματίες στο προσκήνιο– λέει: «Θυμάμαι αυτές τις μαύρες ημέρες και βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα, το μόνο που μπορεί να πει κάποιος στον ελληνικό λαό είναι συγχαρητήρια για την πρόοδο που έχει επιτύχει» (συνέδριο Economist, 30/6/2025).
Με το έγκλημα των Τεμπών και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έπρεπε να είχε τελειώσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη με εσωτερικούς όρους (κίνημα + αξιόπιστη αντιπολίτευση), που όμως δεν υπάρχουν. Τώρα φαίνεται πως οι μέρες της τελειώνουν επειδή η πολιτική Τραμπ αλλά και ευρωπαϊκές δυνάμεις κινούνται προς άλλες πίστες, χωρίς τον Μητσοτάκη στην ατζέντα. Ο ίδιος προσπαθεί να εκβιάσει και να κερδίσει χρόνο, και κάνει τα πάντα για να ελέγχει μηχανισμούς και δικαστική εξουσία – προς μάτην.
Η Νέα Δημοκρατία να μετονομαστεί σε Νέα Δικογραφία: ειπώθηκε, και είναι πετυχημένο. Για όποιον θυμάται, η κατάσταση μοιάζει όταν διάφορα κέντρα είχαν τελειωμένο τον Κώστα Καραμανλή (για τη στάση του απέναντι σε Ρωσία και υπόθεση ένταξης FYROM στο ΝΑΤΟ) και έσκασαν σκάνδαλα, στάλθηκαν διάφορα μηνύματα, ξέσπασαν πυρκαγιές κ.λπ. Η διαφορά είναι ότι τότε η χώρα ήταν πιο ισχυρή γενικά, σε σχέση με τη διάλυση και απίσχναση που έπαθε με τη Χρεοκοπία, τα Μνημόνια και τους γεωπολιτικούς αναδασμούς.
***
Μία επιπλέον παρατήρηση, περί ευρωπαϊσμού και αντιευρωπαϊσμού: Ακόμα και από σφοδρούς επικριτές της πολιτικής Μητσοτάκη, όπως ο κ. Κοττάκης, ο ευρωπαϊσμός εξωραΐζεται και εμφανίζεται περίπου ως πανάκεια, σε μια στιγμή που η Ευρώπη, και η Ε.Ε. ειδικότερα, παραπαίουν. Δείτε πώς σκέπτεται ο κ. Κοττάκης (από τους πιο οξυδερκείς και σημαντικούς δημοσιογράφους):
● «Ωστόσο, είναι εξόχως ενδιαφέρον ότι όλες οι δικογραφίες που έχει διαβιβάσει στο κοινοβούλιο η Ευρωπαία Εισαγγελέας, καθώς και άλλες πολύκροτες πολιτικές υποθέσεις που ταλανίζουν τον δημόσιο βίο τα τελευταία έξι χρόνια, επί της φιλοευρωπαϊκής Κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας, συνιστούν τον ορισμό των αντιευρωπαϊκών πράξεων. Την συνέχεια του δημοψηφίσματος. Αντιευρωπαϊκή πράξις ήταν οι υποκλοπές χωρίς άδεια δικαστικών αρχών, αντιευρωπαϊκή πράξις ήταν οι ανολοκλήρωτες πλην καλοπληρωμένες συμβάσεις 717 και 635, αντιευρωπαϊκή πράξις είναι και τώρα η υπόθεσις του ΟΠΕΚΕΠΕ… Όταν περιφρονείς τους ευρωπαϊκούς νόμους για να κλέψεις ευρωπαϊκά χρήματα είσαι βαθιά αντιευρωπαίος! Γι’ αυτό και το πολιτικό σύστημα με πρώτη την Κυβέρνηση θα κινδυνεύσει με πολιτική κατάρρευση το προσεχές διάστημα, ούτως ώστε να ανασυγκροτηθεί σε κάτι νέο… Πλησιάζει η ώρα της Ευρώπης λοιπόν. Αλλά θα είναι πικρή ώρα» (1/7/2025).
Έχουμε λοιπόν μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση, που όμως προχωρά σε αντιευρωπαϊκές πράξεις (σκάνδαλα, μίζες, συγκαλύψεις, παρεμπόδιση δικαστικών αρχών κ.λπ.). Έχουμε εν τέλει ένα πολιτικό σύστημα που είναι «βαθιά αντιευρωπαϊκό». Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο κ. Κοττάκης ξεπλένει όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, εμφανίζοντας ό,τι είναι εγχώριο περίπου ως «αντιευρωπαϊκό». Ο μηχανισμός της Ε.Ε. και οι εισαγγελικές αρχές μπορούν να τελειώσουν τον Μητσοτάκη (όπως και ο Τραμπ), αλλά δεν καθαγιάζεται η φύση και η πρακτική της Ε.Ε. Ξεχνά ο κ. Κοττάκης τι γίνεται στην Ευρώπη συνολικά, και ειδικά με σκάνδαλα και σφετερισμό χρήματος από τα ταμεία. Θα αναφέρουμε τα πιο ενδεικτικά, διότι η Ελλάδα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΧΩΡΑ που έχει εμπλακεί σε σκάνδαλα διαφθοράς ή κακοδιαχείρισης κοινοτικών κονδυλίων:
● Η Ρουμανία είναι στις πρώτες θέσεις σε αριθμό υποθέσεων απάτης με ΕΣΠΑ και κονδύλια αγροτικής ανάπτυξης.
● Στη Βουλγαρία εντοπίστηκε εκτεταμένη διαφθορά σε έργα υποδομής (π.χ. αυτοκινητόδρομοι, γεωργικές επιδοτήσεις).
● Στην Ουγγαρία η κυβέρνηση Όρμπαν έχει κατηγορηθεί ότι μοιράζει έργα ΕΣΠΑ σε συγγενείς και φίλους του πρωθυπουργού (π.χ. πεθερός του, μέσω εταιρείας Elios).
● Στην Τσεχία ο πρώην πρωθυπουργός Μπάμπις κατηγορήθηκε ότι χειραγώγησε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μέσω ψευδούς μικροεταιρείας (Stork’s Nest case).
● Στην Ιταλία συχνά εντοπίζονται παρατυπίες σε κοινοτικά κονδύλια σε δήμους, ιδιαίτερα στο Νότο.
● Η Γαλλία είχε περιπτώσεις κατάχρησης κονδυλίων γεωργίας.
● Στην Ισπανία ερευνήθηκαν υποθέσεις υπερτιμολογήσεων σε έργα υποδομής (ιδιαίτερα Ανδαλουσία και Καστίλη).
● Σε Γερμανία και Ολλανδία αποκαλύφθηκαν μεγάλα φορολογικά σκάνδαλα και χρηματοπιστωτικές απάτες, όπως το σκάνδαλο CumEx: κόλπα από τράπεζες στη Γερμανία, Δανία, Ολλανδία κ.ά. στέρησαν από δημόσια ταμεία πάνω από 60 δισ. € σε φόρους.
Για να μην μιλήσουμε για την Κομισιόν, τα… προφορικά συμβόλαια δισεκατομμυρίων, και τους περίπου 30.000 λομπίστες στην περιοχή των Βρυξελλών. Σωστός παράδεισος! Μόνο που τώρα τα κονδύλια πρέπει να προσανατολιστούν στην πολεμική στρατιωτική προετοιμασία. Τα σκάνδαλα μπορούν να χρησιμεύσουν και για τη συμμόρφωση όλων προς την «πολεμική οικονομία»…




(Θα ακολουθήσει ειδικότερο σημείωμα για τη στάση της Αριστεράς και των συνιστωστών του ΣΥΡΙΖΑ εκείνο το διάστημα, και το τι θα μπορούσε και τι δεν θα μπορούσε να γίνει)

"Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη" έγραψε η Λουίζα Αρκουμανέα (www.lifo.gr, 2.7.2025)

 ...............................................................



Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα 

περισσότερο από τηνΑντιγόνη


«Η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε φέτος η Επίδαυρος.



έγραψε η Λουίζα Αρκουμανέα  (www.lifo.gr, 2.7.2025)


Ένας κύκλος και δύο φωτεινοί κάθετοι άξονες. Τίποτε άλλο. Στο βάθος μόλις διακρίνεται η ορχήστρα που παίζει ζωντανά, σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα, έξω από το θέατρο. Μια σειρά από μαυροφορεμένες φιγούρες ξεπροβάλλουν σταδιακά –σαν να αναδύονται από μια υπόγεια κρυψώνα– κι αρχίζουν να έρπουν στη σκηνή. Καπνοί. Οι φιγούρες σηκώνονται διστακτικά, σαν να ανακτούν δυνάμεις. Γίνονται ένα σώμα, ο βηματισμός τους συντονίζεται, ο λόγος ακολουθεί: «Αχτίδα του ήλιου / Ποτέ πριν δεν είδαμε στην επτάπυλη Θήβα πιο όμορφο φως από σένα».

Τους παρατηρούμε. Οι διχτυωτές ολόσωμες φόρμες, αρκούντως see-through ώστε να διαγράφονται τα γυμνά σώματα των ηθοποιών κάτω από το επιθετικό συνθετικό ύφασμα, παραπέμπουν σε Βερολινέζους techno clubbers. Σε συνδυασμό με τον φωτισμό νέον στους στύλους καθώς και με τη space/ambient μουσική, η αίσθηση εντείνεται ακόμα περισσότερο. Αυτοί εδώ οι clubbers-Γέροντες της Θήβας, όμως, κινούνται εξαιρετικά αργά και στυλιζαρισμένα, παρόλο που τους υποδύονται νέοι ηθοποιοί – η βραδύτητα εξάλλου αποδεικνύεται το μότο της παράστασης. Οι άνθρωποι περπατούν, αλλά επί της ουσίας δεν πηγαίνουν πουθενά. Και είναι τα μηχανήματα, πλέον (οι ομόκεντροι κύκλοι της σκηνικής πλατφόρμας) που περιστρέφονται ασταμάτητα εκ μέρους τους, οδηγώντας τους κατ’ επανάληψη στο ίδιο σημείο, γύρω-γύρω από τον λόφο του Σίσυφου.


Αν το μόνο που επιβιώνει από την παράσταση, τελικά, είναι η συμπόνια μας για τον έρμο τον Κρέοντα, τότε κάτι πολύτιμο έχει χαθεί, η δικαίωση της Αντιγόνης


Θεωρητικά ακούγεται ενδιαφέρον. Η στατικότητα συνιστά έμφυτο γνώρισμα της αρχαίας τραγωδίας και κανένας ίσως δεν το αντιλήφθηκε καλύτερα στους νεότερους χρόνους από τον Μέτερλινκ, που έγραψε στον «Θησαυρό των ταπεινών» το 1896: «Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια πως ένα στατικό θέατρο είναι ανέφικτο. Μου φαίνεται, όμως, πως ήδη υπάρχει. Οι περισσότερες τραγωδίες του Αισχύλου είναι τραγωδίες ακίνητες [...] Απ’ αυτή την οπτική, εξετάστε μερικές άλλες από τις ωραιότερες τραγωδίες των Αρχαίων: την Αντιγόνη, την Ηλέκτρα, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ». Για τον Βέλγο νομπελίστα συγγραφέα, η ανωτερότητα των «ακίνητων» ετούτων έργων έγκειται στο ότι συλλαμβάνουν την αφανή ουσία της ζωής. Χάρη σ’ αυτά «έχουμε τον χρόνο να δούμε τον άνθρωπο σε ανάπαυση. Δεν πρόκειται πλέον για μια εξαιρετική και βίαιη στιγμή της ύπαρξης, αλλά για την ύπαρξη καθαυτήν».

Η ορατή, υλική πλευρά της τέχνης οφείλει να συνομιλεί με την αόρατη πλευρά της ζωής, με αυτό που δεν μπορούμε να δούμε διά γυμνού οφθαλμού, που δεν μπορούμε να το «φωτογραφίσουμε». Η τέχνη δεν μιμείται τον κόσμο των ζωντανών, δεν είναι «ομοίωμα», δεν είναι αναπαράσταση. Και σε αυτή την παγίδα τουλάχιστον δεν έπεσε ο Rasche. Τι να το κάνεις, όμως, αυτό, από μόνο του, όταν στη θέση της στείρας αναπαράστασης τοποθετείται ο στείρος φορμαλισμός;

Μονότονη, αενάως επαναλαμβανόμενη κίνηση που δεν γεννά, εν ευθέτω χρόνω, τη ρήξη, τη Διαφορά –εφόσον τότε θα γεννιόταν κάτι–, αλλά βυθίζεται σε ένα αυτάρεσκο αναμάσημα του Ιδίου, προκαλώντας την αποχαύνωση του θεατή και την απελπισία. Όλοι υπακούν σε ένα πανομοιότυπο αρραγές μοτίβο. Κι αν ενίοτε τα σώματα συναντιούνται και αγγίζονται, τα συμπλέγματα που προκύπτουν δεν αποκαλύπτουν σωματικά τα νοήματα του έργου μέσω μιας ποιητικής γλυπτικότητας (όπως συμβαίνει με τα αντίστοιχα, ας πούμε, συμπλέγματα του Τερζόπουλου) αλλά αρκούνται σε μια «όμορφη» slow-motion χορευτικότητα.

Ίσως να ήταν υποφερτή όλη αυτή η μονοτονία, αν δεν υπήρχε το αργόσυρτο, ατελείωτο, μαρτυρικό κι αβάσταχτο τεμάχισμα του τραγικού λόγου, για την ακρίβεια, της εύχυμης μετάφρασης του Νίκου Παναγιωτόπουλου: συνεχείς, συστηματικές, ανελέητες παύσεις κόβουν τις φράσεις σε πολλά μικρά κομμάτια, επιβραδύνοντας αναίτια και αυτάρεσκα τη ροή, σφυροκοπώντας τον εγκέφαλο κι ανεγείροντας διαρκώς αναχώματα σε κάθε προσπάθειά μας να ενσωματωθούμε στην εμπειρία.

Και ακόμα χειρότερα: η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο (εκ μέρους όλων των ηθοποιών), σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν κακότεχνο όσο και περιττό υπερτονισμό του συναισθήματος, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον από τις σύγχρονες παραστάσεις. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της.

Προς τι όλα αυτά, θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς. Ποια ερμηνεία του κειμένου υπηρέτησε ετούτη η φιλόδοξη, μοντέρνα μόνον κατ’ όψιν, προσέγγιση; Τι θέλησε να πει ο σκηνοθέτης μέσα από την επιλογή του σοφόκλειου αριστουργήματος; Ποιο είναι το πολιτικό διακύβευμα της Αντιγόνης κατά τον Rasche;

Ας το δούμε αναλυτικά. Η Αντιγόνη της Κόρας Καρβούνη, παρόλο που εισέρχεται χαμογελώντας, παρόλη την αγέρωχη μεγαλοστομία της, ενδίδει σταδιακά σε έναν επιτηδευμένο μελοδραματισμό που παράγει κούφια συγκίνηση, o oποίος διαδηλώνεται παρά βιώνεται. Η μονότονη εκφορά του λόγου της (τοποθετημένη σε ένα συνεχές κρεσέντο) επιτείνει την εντύπωση αυτή. Κραυγάζει επιτηδευμένα τη θέση της ως αδικημένης, σαν να την έχει προαποφασίσει και όχι σαν να την οικοδομεί εντέχνως στην πορεία, παίρνοντάς μας μαζί της στο ταξίδι της. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν πείθει, δεν συγκινεί, αλλά κρατά σε απόσταση τον θεατή. Ουδέποτε γινόμαστε κοινωνοί της ψυχικής διαδικασίας που στεριώνει την αταλάντευτη απόφασή της, ουδέποτε εισπράττουμε την ένταση μιας φωνής, ενός σώματος που αντιστέκεται υπακούοντας σ’ ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα –συγγένειας, καθήκοντος, αγάπης, ευσέβειας–, υπερασπιζόμενο έναν υπέρτερο ηθικό σκοπό.

Ο Τειρεσίας της Φιλαρέτης Κομνηνού εξαντλείται σε ένα βροντόφωνο show εντυπωσιασμού και στρυφνότητας, που καμία επαφή δεν επιτυγχάνει με την πνευματικότητα του ρόλου. Μονάχα ο Αίμων (Δημήτρης Καπουράνης) και ο Κρέοντας (Γιώργος Γάλλος) μοιάζουν «αληθινοί», μονάχα εκείνοι συμμετέχουν με αγωνία στην τραγική έκβαση των πραγμάτων. Ο αρχικός εναγκαλισμός τους μας δίνει φευγαλέα την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Όμως, φευ, ο εναγκαλισμός με το μελόδραμα αποδεικνύεται ξανά κυρίαρχος, παρασύροντας στο διάβα του ακόμη και ταλαντούχους, έμπειρους ηθοποιούς όπως ο Γιώργος Γάλλος. Κι έτσι, ενώ η κατάρρευση του Κρέοντα θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί μια πραγματικά σπαρακτική στιγμή της παράστασης, δυστυχώς ο ηθοποιός υποκύπτει σε μια υπερβολική και πρωτόλεια έκφραση της οδύνης του. Το αποτύπωμα της πρόθεσης, παρ’ όλα αυτά, παραμένει.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη: όχι επειδή άφησε τον πρώτο διαρκώς παρόντα στη σκηνή αλλά επειδή εστίασε εντόνως στο ανθρώπινο πρόσωπό του. Είναι, φυσικά, ευπρόσδεκτη και γόνιμη μια τέτοια προσέγγιση: έχει μεγάλη σημασία να μην παρουσιάζεται μονοδιάστατα ο Κρέων ως ο «κακός», απολυταρχικός ηγεμόνας, αν πρόκειται να μιλάμε για τραγωδία (και όχι για μελόδραμα). Ο Χέγκελ –από τον οποίο προφανώς εκπορεύεται η σκηνοθετική γραμμή– το είχε τονίσει: «Ο Κρέων δεν είναι τύραννος, αλλά στην πραγματικότητα μια ηθική δύναμη. Ο Κρέων δεν έχει άδικο. Υποστηρίζει ότι ο νόμος του κράτους, η εξουσία της κυβέρνησης, πρέπει να γίνουν σεβαστά και ότι η παραβίαση του νόμου πρέπει να ακολουθείται από τιμωρία».

Πολύ ωραία, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι και η Αντιγόνη ενσαρκώνει μια εξίσου ισχυρή, καίτοι εντελώς διαφορετικής φύσεως ηθική δύναμη με αυτή του Κρέοντα. Ο Rasche, όμως, εκκινώντας από την επιθυμία του να συμμεριστεί και να δοξάσει τη θέση του Κρέοντα, επιλέγει την υποβάθμιση της Αντιγόνης. Και αυτό εγείρει ερωτήματα.

Γιατί, αν το μόνο που επιβιώνει από την παράσταση, τελικά, είναι η συμπόνια μας για τον έρμο τον Κρέοντα, τότε κάτι πολύτιμο έχει χαθεί, η δικαίωση της Αντιγόνης. Ποτέ δεν αισθανόμαστε τι διακυβεύεται στην αντιπαράθεσή τους. Ποτέ δεν τρομάζουμε που ένα παθιασμένο κορίτσι θάβεται ζωντανό κάτω από τη γη κατ’ εντολήν του επικεφαλής της πόλεως, ο οποίος εμμένει φλογερά σε αξίες και επιταγές που ξεπερνούν τα όρια της πόλεως και συνομιλούν με ιερούς, άγραφους νόμους.

«Όταν το άτομο γίνεται το μέτρο σχεδόν όλων των πραγμάτων, το κοινό καλό χάνει σε βαρύτητα», γράφει ο Rasche για τη σοφόκλεια ηρωίδα στο σκηνοθετικό σημείωμα της παράστασης. «Δεν ζούμε, άραγε, σε μια κοινωνία όπου η σκηνοθεσία (σ.σ. τονισμός δικός μου) της αντίστασης έχει γίνει περίπου καθημερινότητα; Όπου είναι πια εύκολο να παρουσιάζεται κανείς ως ηρωίδα ή ήρωας – μέσω ψηφιακών προφίλ, μέσω αυτοπροσδιοριζόμενων (σ.σ. τονισμός δικός μου) κριτηρίων, μέσα σε ένα πλαίσιο που ’χει από καιρό σφραγιστεί από την έννοια της ελευθερίας;»


Ο πολιτικός συντηρητισμός των γραμμών αυτών σοκάρει. Καταρχάς, η Αντιγόνη δεν δρα ατομικιστικά, δεν είναι παρτάκιας, δεν θάβει τον αδερφό της ενεργώντας εις βάρος του «κοινού καλού», παρά μόνο με την πιο στενή έννοια του όρου. Αντιθέτως, η Αντιγόνη δρα εν ονόματι μιας αρχαϊκής –και διαχρονικής– συλλογικότητας που περιλαμβάνει τους νεκρούς. Εκ μέρους των νεκρών είναι που αψηφά τον πολιτειακό νόμο, υπερασπιζόμενη τα δικαιώματα όσων δεν μπορούν να μιλήσουν, όσων έχουν εξοβελιστεί «εκτός των τειχών», όσων στερούνται το βασικό δικαίωμα της ταφής και τους κατασπαράζουν τα πάσης φύσης όρνεα. Αυτό διεκδικεί με όλες της τις δυνάμεις. Κατά δεύτερον, δεν σκηνοθετεί τίποτα. Η Αντιγόνη Είναι. Και είναι αληθινή, όχι «φανατισμένη», όπως δήλωσε για την ηρωίδα η Κόρα Καρβούνη σε συνέντευξή της. Αμετακίνητη ναι, φανατισμένη όχι. Ο φανατισμός προϋποθέτει τυφλό μίσος. Και μόνο μίσος δεν τρέφει στην καρδιά της η Αντιγόνη.

«Μήπως με αυτά τα δεδομένα ήρθε η στιγμή να δούμε με περισσότερη νηφαλιότητα την αποστολή του Κρέοντα, την ευθύνη του να οργανώσει το κράτος, να επιβάλει τους νόμους, να προστατεύσει την κοινότητα;» συνεχίζει ακάθεκτος ο Rasche στο ίδιο σημείωμα, διαβάζοντας μονομερώς τον Χέγκελ, που ακόμη κι αυτός, σε άλλο έργο του, έφτασε να θαυμάζει υπέρμετρα την «ουράνια Αντιγόνη, τη λαμπρότερη μορφή που εμφανίστηκε ποτέ στη γη». Όμως, όχι: στα μάτια του Γερμανού σκηνοθέτη, η Αντιγόνη δεν είναι παρά μια ναρκισσευόμενη επαναστάτισσα του γλυκού νερού και ο μόνος σοβαρός σε τούτη την ιστορία –την οποία εμείς ποτέ δεν μάθαμε να τη διαβάζουμε σωστά, καταπώς φαίνεται– είναι ο Κρέων.

«Ο Κρέων σχεδόν πάντα απεικονίζεται αυταρχικός, σκληρόκαρδος άρχοντας – αλλά είχε ποτέ χώρο να εκθέσει τη δική του οπτική;» επιμένει ο Rasche, που αφιερώνει το ογδόντα τοις εκατό του σημειώματός του, και της παράστασής του, στον Κρέοντα. Πραγματικά, μια τέτοια ανάγνωση την είχαμε επειγόντως ανάγκη: σε μια εποχή όπου η διαμαρτυρία των ανθρώπων βάλλεται, φιμώνεται και κάμπτεται ανά την υφήλιο, χρειαζόμασταν επειγόντως μια υπενθύμιση για το παραγνωρισμένο ανθρώπινο πρόσωπο της εξουσίας καθώς και για το νάζι των αυτοσκηνοθετούμενων πολιτών που ρισκάρουν τη ζωή τους καμωνόμενοι την αντίσταση.









"Πριν από δέκα χρόνια" του Νίκου Θεοχαράκη Αναρτήθηκε στο REDNotebook στις 3 Ιουλίου 2015 (facebook, 5.7.2025)

 ...............................................................


Πριν από δέκα χρόνια




του Νίκου Θεοχαράκη, καθηγητή Οικονομίας στο ΕΚΠΑ (facebook, 5.7.2025)


Αναρτήθηκε στο REDNotebook στις 3 Ιουλίου 2015




Ένα όχι θα με πείραζε δε λέω
μα δε θα μ’ έκανε νύχτες να κλαίω

Θοδωρής Γκόνης




Όσο πλησιάζει η Κυριακή του δημοψηφίσματος τόσο το fiscal waterboarding των θεσμών επιχειρεί την τέλεια και την πιο βαθιά πατητή. Πέρα από την απόλυτη ασφυξία της ελληνικής οικονομίας και τα εντελώς αποτρέψιμα γυμνάσια από τα οποία περνούν γέρους και νέους κάτω από τα Καυδιανά ΑΤΜ, οι θιασώτες της λιτότητας επιστρατεύουν και το όπλο της ιδεολογίας. «Θέλετε θησαυρούς/πολλούς διά ‘ν’ αγοράσητε/κρότους χειρών και επαίνους/και τ’ άπιστον θυμίαμα/της κολακείας» έγραφε ο Ανδρέας Κάλβος. Μόνο που όσο οι ενορχηστρωμένες υλακές γίνονται ολοένα πιο λυσσαλέες και εκκωφαντικές, χάνεται το μέτρο της αντιπαράθεσης. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Φαίδωνος Κουκουλέ για τα βυζαντινά χαμαιτυπεία: «πάσα έννοια ευκοσμίας έχει φυγαδευθεί». Νηφάλιοι και σοβαροί πανεπιστημιακοί απεκδύονται των αναλυτικών τους ικανοτήτων για να καθυβρίσουν τους αντιπάλους τους με τρόπο ανοίκειο, ένα βήμα πριν τις Χριστοπαναγίες , αποδεικνύοντας ότι η σοβαρότητα, η νηφαλιότητα και η επιστημοσύνη είναι οτρηρές θεράπαινες του μείζονος «αγαθού» το οποίο θεραπεύουν και πάντοτε θεράπευαν. Εξάλλου, σαν πετύχει η συνθηματολογία, τύφλα να έχει η ανάλυση. Σε καθεστώς οικονομικής ασφυξίας, ως δια μαγείας βρίσκονται χρήματα για διαφημιστικά spots και αφίσες που καταγγέλλουν την αφροσύνη και την ανευθυνότητα των κυβερνώντων, της Συριζαίικης τσογλανοπαρέας, παναπεί, που βάζουν τη χώρα σε περιπέτειες για λόγους ιδεολογικής τύφλωσης και πολιτικής σκοπιμότητας. Η αθλιότητα δεν αποτελεί βεβαίως προνόμιο των ΝαιΝαίκων. Στο εντεύθεν του υπέρυθρου και στο επέκεινα του υπεριώδους τμήμα του δημοσιογραφικού φάσματος η βλάστηση των ψευδών και των ύβρεων ήταν πάντοτε οργιαστική. Τώρα όμως όλοι οι αχρείοι επιστρατεύονται: Φυλλάδες που το μόνο τους μέλημα ειδησεογραφικής κάλυψης αποτελούσε η γενετήσια συμπεριφορά και η καλλιπυγία χαριτόβρυτων ημι-διασήμων, τώρα επιχειρούν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο, με κωμικά αποτελέσματα. Τις μέρες αυτές όμως με τον Αννίβα προ των θυρών το mainstream της «σοβαρής» ενημέρωσης έχει ανεβάσει την ένταση του ήχου του στους ουρανούς και κατεβάσει την ποιότητα των επιχειρημάτων του στα Τάρταρα, με τους γνωστούς μαϊντανούς να καταρδεύουν νάμασι ανοησίας την οικουμένην πάσαν. Τιβί περσόνες και διαπρέποντες sans phrase πάσης φύσεως και παντός καιρού ανταποκρινόμενες στο εθνικό προσκλητήριο και πειθαρχούσες στα κελεύσματα των τροφοδοτών τους, καταθέτουν τον οβολόν του πνεύματός τους στο ELA των εθνικώς σκεπτομένων. Από κοντά και οι στυλοβάτες του εργατικού κινήματος που είναι «αδιαπραγμάτευτοι» -σύμφωνα με την ανακοίνωσή τους– σε όλα: και στα μνημόνια (δανειστών και κυβέρνησης, το πιάσαμε το υπονοούμενο) και στην άρνηση μας για έξοδο από την Ευρώπη και απεμπόλησης του κοινού νομίσματος. Το μόνο που προφανώς διαπραγματεύονται είναι η λογική συνοχή των απόψεών τους.
Ας δούμε όμως γιατί ένα «Όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής είναι επιβεβλημένο. Ή μάλλον, ας κάνουμε ένα βήμα πριν: Ήταν αναγκαίο το δημοψήφισμα; Ήταν πράγματι ανάγκη τώρα, μεσούσης μάλιστα της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, να καταφύγουμε στην λαϊκή εντολή με νωπές ακόμα τις εκλογές του Ιανουαρίου; Δεν αποτελεί φυγομαχία του Τσίπρα και μεταφορά της ευθύνης στους ώμους του εκλογικού σώματος, που τι ξέρουν οι καψεροί από δημοσιονομικά μεγέθη και υψηλή πολιτική; Το μόνο που ξέρουν είναι ότι το εισόδημά τους μειώθηκε, οι συντάξεις τους καταβαραθρώθηκαν, οι δουλειές τους έγιναν δυσεύρετες και κακοπληρωμένες, τα δάνειά τους βρίσκονται σε καθυστέρηση και ότι τώρα τους ζητάνε να μπουν ακόμα πιο βαθιά στον ίδιο λάκκο της δανειακής δουλοπαροικίας για μια ακόμα δεκαετία. Γιατί να τους ρωτήσουμε; Το ευρωπαϊκό ιδεώδες, η βαριά γεωπολιτική δεν είναι για τους άτεχνους. Το γομάρι το φορτώνεις, δε ρωτάς τη γνώμη του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του έκαναν ότι ήταν δυνατόν να επιτύχουν μια συμφωνία με τους δανειστές που ήταν στο πλαίσιο της λαϊκής εντολής του Ιανουαρίου. Πήγαν μάλιστα ακόμα παραπέρα κάνοντας παραχωρήσεις αδιανόητες λίγους μήνες πριν. Αλλά και αυτό είχε ένα όριο. Η πολυπόθητη λεωφόρος της ανάπτυξης θα μεταμορφωνόταν σε σκολιά και κακοτράχαλη ατραπό, αλλά κουτσά-στραβά θα βλέπαμε Θεού πρόσωπο. Αν όμως γινόταν αποδεκτή η πρόταση των δανειστών η ελληνική οικονομία δεν θα είχε ούτε τύχη, ούτε μέλλον. Η εμμονή ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ή ότι «πρώτα δώστα όλα και μετά βλέπουμε, αν είσαι καλό παιδί» ήταν λογικά ανυπόστατη. Από τις χρονιές του μνημονίου η λογική του υποδειγματικού κρατούμενου και της ακραίας λιτότητας και ύφεσης –που σύμφωνα με τις ιδεολογικές φαντασιώσεις της ταξικής επιστήμης των θεσμών θα οδηγούσε στην μεγέθυνση– απέτυχε με τρόπο πασιφανή για όλους πλην των ακραίων εκφραστών της. Βεβαίως, αν πιστεύεις ότι η ανθρωποθυσία έχει αποτέλεσμα, ποτέ δεν φταίει η θεωρία: ίσως το σφάγιο δεν ήταν παρθένο, ή δεν ήταν παις αμφιθαλής, ίσως χρειάζονταν 10 νέοι και 10 νέες, ίσως θάπρεπε να θυσιάσουμε 100 από κάθε φύλο. Αλλά υπάρχουν και όρια στο πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτή η βαλίτσα. Αυτό που η πασιφανώς ασπαίρουσα λογική των θεσμών και των ντόπιων συνεργατών τους μας ζητάει να αποδεχτούμε δεν είναι καν «μία από τα ίδια»: είναι μια δεκαετής κόλαση όπου η Ελλάδα θα μοιάζει με τις Ανατολικές ή Βαλτικές Δημοκρατίες με τις οποίες τόσο βολικά μας συγκρίνουν, χωρίς όμως να έχουμε τις εκλεκτικές συγγένειες με τη μεγάλη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να μας χαϊδεύει πατρικά το κεφάλι. Θα είναι η χαρά του ανθύπατου. Πιθανόν, όταν ο τελευταίος εργάτης στραγγαλιστεί με τα άντερα του τελευταίου συνταξιούχου να έρθει η μνημονιακή άνοιξη.
Στην πορεία μπορεί να έγιναν και λάθη. Η απειλή της ανοιχτής ρήξης ίσως θα έπρεπε να έχει εκφρασθεί νωρίτερα, όταν υπήρχε ακόμη ρευστότητα και όταν δε θα μπορούσε να μας απειλήσουν με κλείσιμο των τραπεζών. Αλλά, αν μη τι άλλο, όσοι κατηγορούν τη κυβέρνηση από τα δεξιά, δεν μπορούν να έχουν παράπονο. Εξάντλησε κάθε δυνατό περιθώριο συμβιβασμού. Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο η κυβέρνηση έκανε παραχωρήσεις τόσο περισσότερο οι δανειστές αποθρασύνονταν διαπραγματευτικά. Όταν τέλος η κυβέρνηση γεφύρωσε με δικιά της πρωτοβουλία τα 9/10 της απόστασης, η άλλη πλευρά όχι μόνο δεν έκανε υποχώρηση στο να καλύψει το 1/10 –παρά τις εξωφρενικότητες που ακούστηκαν περί «γενναιόδωρης πρότασης»– αλλά στην πραγματικότητα ζήτησε και άλλες υποχωρήσεις. Ήταν πλέον φανερό ότι δεν υπήρχε ποτέ πρόθεση συμφωνίας ό,τι και να έδινε η κυβέρνησε, η αλήθεια είναι ότι οι θεσμοί δεν ήθελαν να συνεργασθούν με τους «κομμουνιστάς». Έπαιζαν ανερυθρίαστα το σενάριο της αριστερής παρένθεσης, ενώ στα μύχια της ψυχής τους σκέφτονταν μια κυβέρνηση «οικουμενική», «τεχνοκρατών» ή, όπως θα λέγαμε 70 χρόνια πριν, «κυβέρνηση δοσίλογων». Ας σημειωθεί ότι μετά το Eurogroup της 20/2/15 είχε συμφωνηθεί ότι η Ελλάδα είχε την απαραίτητη «ευελιξία» να υποκαταστήσει μέτρα του μνημονίου με άλλα ισοδύναμα. Για την ακρίβεια, στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων οι θεσμοί – πρώην τρόικα – μας διαβεβαίωναν ότι η ευελιξία υποκατάστασης των ισοδυνάμων ήταν πάντοτε συστατικό χαρακτηριστικό του προγράμματος και ότι η Ιρλανδία μάλιστα είχε κάνει εκτενή χρήση αυτής της δυνατότητας. Αυτό βεβαίως που εννοούσαν ήταν όχι η υποκατάσταση πρέπει να έχει το ίδιο ταξικό πρόσημο. Όταν η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε μέτρα που δε θα επιβάρυναν και άλλο τους ώμους των δυσανάλογα πληγέντων ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού, οι θεσμοί τα έκριναν αντιαναπτυξιακά. Με την ίδια λογική όσα μέτρα – οσονδήποτε τεκμηριωμένα – αφορούσαν στην μεγαλύτερη σύλληψη φορολογητέας ύλης και στην μείωση της εισφοροδιαφυγής αντιμετωπίζονταν ως «διοικητικά» τα οποία δε θα μπορούσαν από τη φύση τους να ποσοτικοποιηθούν και δεν γίνονταν δεκτά. Με την ίδια αυθαιρεσία απέρριπταν τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για το ρυθμό μεγέθυνσης στην περίπτωση που υπήρχε συμφωνία, επιχειρηματολογώντας ότι είχαμε «φουσκώσει» τους αριθμούς για να μας «βγει» το πρόγραμμα. Αυτό που επιθυμούσαν ήταν «παραμετρικά» μέτρα που μίλαγαν την σκληρή γλώσσα των αριθμών. Η αριθμολαγνεία αυτή δεν εδράζονταν σε επιστημονικές βάσεις. Στο ΦΠΑ, π.χ., η απλή μέθοδος των τριών –«αν ένας ΦΠΑ σκάπτει μια τάφρον εις μίαν ημέραν»– που στηριζόταν στην εξωπραγματική υπόθεση της μηδενικής ελαστικότητας ζήτησης ως προς την τιμή, προκρινόταν της επιστημονικά ορθής μεθόδου που χρησιμοποιούσε οικονομετρικά εκτιμημένες αγοραίες ελαστικότητες για τον υπολογισμό της δημοσιονομικής επίπτωσης στις εισπράξεις.
Αντίθετα, ενώ έωλα και αίολα επιχειρήματα αντέκρουαν την αδυναμία ποσοτικοποίησης των διοικητικών μέτρων, η τυφλή ιδεοληπτική πίστη στον εξαγνιστικό και αναπτυξιακό ρόλο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν γνώριζε όρια. Από πλευράς θεωρίας τίποτε δεν εμφανίζει λιγότερο ποσοτικοποιήσιμη σχέση από τη σύνδεση μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης. Τα ίδια τα κείμενα του ΔΝΤ [Κεφάλαιο 3, World Economic Outlook, Άνοιξη 2015] δεν στήριζαν την ύπαρξη έστω και ασθενούς ποσοτικής σχέσης. Εκεί όμως οι θεσμοί ήταν ιδιαίτερα επίμονοι. Τι χρειάζεται άραγε μια οικονομία για να μεγαλώσει; Μα φυσικά μια αγορά εργασίας πλήρως εστερημένη οποιασδήποτε ρύθμισης που προστατεύει τα πλέον στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα. Είναι σαφές ότι μια αγορά εργασίας με πάνω από 25% ανεργία, με πάνω από 20% αδήλωτη εργασία, με πτώση 30% του διάμεσου μισθού, όπου λιγότερο από το ένα δέκατο των ανέργων απολαμβάνει σχετικού επιδόματος είναι πιο ευέλικτη από έναν Κινέζο ακροβάτη. Είναι ο παράδεισος του διευθυντικού δικαιώματος. Τι παραπάνω ήθελαν οι θεσμοί και ειδικά το ΔΝΤ με το ψυχαναγκαστικό του κόλλημα; Θα φανταζόταν κανείς ότι τουλάχιστον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αντιπροσώπευε έναν κοινωνικό πολιτισμό που θα είχε ευαισθησίες ως προς τα εργασιακά δικαιώματα. Κάτι τέτοιο απείχε πολύ από την αλήθεια. Τους ένοιαζε δήθεν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των αδυνάτων –των «εκτός»- απέναντι στους δυνατούς –τους «εντός». Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι αν κάποιος παίρνει 750 ευρώ το μήνα λόγω κατώτατου μισθού, τότε αυτός ο «δυνατός/ εντός», εμποδίζει τον «αδύνατο/ εκτός» να δουλέψει για 500 ευρώ. Φυσικά ο αγώνας δρόμου προς τον πάτο δεν προστατεύει κανέναν παρά μόνον αυτόν που σου πληρώνει τον μισθό. Αυτή η θλιβερή ταξική προσχηματικότητα σε όλα τα επίδικα ζητήματα ήταν παρούσα σε όλον τον χρόνο της διαπραγμάτευσης. Ήταν έναν συνδυασμός voodoo economics, ταξικού μίσους και ειλικρινούς επιθυμίας να καταλήξουν σε μια πρόταση που καμιά ελληνική κυβέρνηση – πολλώ δε μάλλον μια αριστερή κυβέρνηση – δεν θα μπορούσε να δεχτεί. Δεν αποτελούσε πρόταση για αποδοχή. Αποτελούσε πρόταση που θα επέτρεπε τη δημιουργία μιας κυβέρνησης εγκαθέτων δοσίλογων που οι πληρωμένοι κοντυλοφόροι της θα στόλιζαν με τα αξιότερα των επιθέτων περί ικανότητας, υπευθυνότητας, πατριωτισμού, ορθολογικότητας, σοβαρότητας στην ουσία άκρας οσφυοκαμψίας, γενόμενοι υπήκοοι μέχρι θανάτου. Οι τροϊκανοί καρπαζοεισπράχτορες θα αναγορεύονταν σε Κιγκινάτους τηλαυγείς αστέρες του πολιτικού στερεώματος. Αλλά όλοι ξέρουμε ότι άμα δεις μια πεταλίδα στη κορφή ενός βουνού – για να μεταχειριστώ έναν σαρκασμό του Εμμ. Ροΐδη – δεν ανέβηκε μόνη της εκεί, αλλά την ανέβασε ένας κατακλυσμός. Αν τελικά επικρατήσουν οι μηχανεύσεις των εξωλέστερων βυσσοδόμων τουλάχιστον οι αχρείοι ας μην επαίρονται ούτε να επιχαίρουν. Όλοι θα ξέρουμε τι τενεκέδες είναι.
Ας μην ακούμε τις μπούρδες για την Ελλάδα ως λίκνο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντί για τη δημοκρατία του Περικλή και τη λογική του Αριστοτέλη που αντιτάξαμε, εκείνοι προτίμησαν ως μέθοδο διαπραγμάτευσης το παράδοξο του Ζήνωνα και ως κατάληξη της συμφωνίας την κλίνη του Προκρούστη. Ένα ΟΧΙ, με όλα τα του ελαττώματα είναι η μοναδική λύση που έχει μπροστά του ο Έλληνας ψηφοφόρος. Παρά τους κρωγμούς και τις οιμωγές, τα σχετλιαστικά βαβαιάξ των ολολυζόντων και ολοφυρομένων υπεύθυνων της καταστροφής που έχει ενσκήψει, οι πολίτες πρέπει να πετάξουν τις ρημάδες τις Ιερεμιάδες τους στις χωματερές των πολιτικών επιχειρημάτων και να δώσουν στην κυβέρνηση το βασικό όπλο που έχει στο οπλοστάσιο της: τη χαλύβδινη υποστήριξη ενός λαού που δεν έχει πλέον λόγο να υποφέρει άδικα.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)

.............................................................


"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;"


έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)




Music for Weather Elements: "Sunrise on a Clear Day" / Ezio Bosso (1971-2020) · Giacomo Agazzini · Relja Lukic (youtube, 5.4.2017)

 ...............................................................


Music for Weather Elements: "Sunrise on a Clear Day" / Ezio Bosso · Giacomo Agazzini · Relja Lukic

(youtube, 5.4.2017)


Unconditioned, Following a Bird "Out of the Room" · Ezio Bosso (1971 - 2020) (youtube, 31.10.2015)

 ..............................................................


Unconditioned, Following a Bird "Out of the Room" · Ezio Bosso (1971 - 2020)

(youtube, 31.10.2015)



"Με το σανδάλι του Ερμή" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Μαργαρίτας Παπαμίχου (facebook, 1.7.2025)

............................................................




               Μαργαρίτα Παπαμίχου


Με το σανδάλι του Ερμή



Εσύ πώς το πιάνεις το δειλινό;
Γυρνάς ανάποδα τον ουρανό να στάξουν χρώματα αναπάντητα;
Πάνω στο μουσκεμένο σου χαρτί σκοτώνεις τη μονοτονία;
Ακούς την κοφτή ανάσα του βουνού
πώς έρχεται και μας σκεπάζει;
Βαθύ το μωβ
λουλακί νικητήριο
Και το κίτρινο;
Εκλιπαρεί για λίγη αφοσίωση
Έτσι ασυλλόγιστα τρέχεις
να παραδώσεις βυθό και χνάρια
στην άμμο;
Θα προλάβεις να μετρήσεις τ' αστέρια που φτύνει ο ήλιος
την ώρα της υποχώρησης;
Πώς χάνεται το βλέμμα σου στην τελική την πινελιά;
Έχει η ανάσα σου μια στάλα ελευθερία
και πόση υπομονή νίκησες σήμερα;
Πού βρίσκεις την εικόνα σου όταν βραδιάζει
και πού φυλάς τη σκιά σου όταν χαράζει;






Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

«Η Χειραφέτηση της Τατιάνας» διήγημα του Πέτρου Μάρκαρη (γ.1937) από τη συλλογή διηγημάτων «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (εκδ. «Κείμενα» & «Καθημερινή», 2025)

 ..............................................................




              Πέτρος Μάρκαρης (γ.1937)


·       «Η Χειραφέτηση της Τατιάνας» διήγημα του Πέτρου Μάρκαρη (γ.1937) από τη συλλογή διηγημάτων «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (εκδ. «Κείμενα» & «Καθημερινή», 2025)

 

                                                                   1.

 

ΤΟ ΞΑΝΘΟ ΚΕΦΑΛΙ ήταν σκυμμένο ακίνητο. Έτσι έμενε όλο το βράδυ ώσπου να κλείσει το μαγαζί. Από μακριά θύμιζε προτομή, που την είχε τοποθετήσει κάποιος γλύπτης για να δώσει λίγη χάρη κι ομορφιά σ’ αυτό το απρόσωπο φαγάδικο με τ’ όνομα «Οντέσα». Τώρα γιατί μια οικογένεια Ρωσοπόντιων προσφύγων είχε προτιμήσει το «Οντέσα» από την «Οδησσό» των χαμένων πατρίδων; Ίσως γιατί δεν ήξεραν ότι η Οντέσα λεγόταν στα ελληνικά Οδησσός. Ίσως πάλι γιατί το «Οντέσα» υπογράμμιζε ότι το εστιατόριο σέρβιρε ρωσική κουζίνα. Αυτό τουλάχιστον δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς. Σε μια εποχή  που οι Νεοέλληνες είχαν αντικαταστήσει τη χοιρινή μπριζόλα με φιλετάκια σε σάλτσα από μούσμουλα και καρύδια και τον κολιό σχάρας με λαυράκι μαριναρισμένο σε ανανά και πορτοκάλι, η «Οντέσα» σέρβιρε γνήσιο ρωσικό μπορς και κλασική ρωσική σαλάτα, που δεν είχε καμιά σχέση με την  ελληνορωσική· αυτήν που έχουν τα σαντουιτσάδικα για να σοβατίζουν το σάντουιτς.

   Εμφανισιακά, η «Οντέσα» ήταν διακοσμημένη σύμφωνα με το στιλ ελληνικού φαγάδικου: τραπέζια από φορμάικα σκεπασμένα με γκοφρέ χαρτί, που πάνω του έγραφε «καλή σας όρεξη». Το ψωμί ερχόταν σε καλαμάκι γαρνιρισμένο  με τα μαχαιροπίρουνα και τις χαρτοπετσέτες. Στον αριστερό τοίχο υπήρχε ένα αντίγραφο από γκραβούρα της Οδησσού του δέκατου ένατου αιώνα. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες ήταν από ελληνικά νησιά ιδωμένα με τα μάτια του ΕΟΤ.

   Και το ξανθό κεφάλι της Τατιάνας, σκυμμένο πάνω στο ταμείο, ευθύγραμμα και καθηλωμένο. Θα έλεγε κανείς ότι το έκανε επίτηδες, ως δέλεαρ, για να κινεί την προσοχή της ανδρικής πελατείας. Η φανατική προσήλωσή της στους λογαριασμούς είχε αποτέλεσμα να διπλασιαστεί η κίνηση προς την τουαλέτα των ανδρών, που ήταν δίπλα στο ταμείο. Άντρες κάθε ηλικίας περνούσαν από μπροστά της με την ελπίδα ότι η αύρα τους θα την έκανε να σηκώσει το βλέμμα και να τους κοιτάξει. Το μόνο που κατάφερναν ήταν να περιμένουν χωρίς λόγο στην ουρά μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.

   Ίσως να είχαν παραιτηθεί από τις απέλπιδες προσπάθειές τους αν ήξεραν ότι η αιτία που η Τατιάνα είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο ταμείο ήταν το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα της. Η «Οντέσα» ήταν οικογενειακή επιχείρηση των Σερχίδηδων ή Σερχόφ, όπως τους έλεγαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Η Μαρία, η μάνα, είχε την κουζίνα. Οι δυο γιοι, ο Βαγγέλης με τον Ιωσήφ, δούλευαν σερβιτόροι, και η Τατιάνα, ο Βενιαμίν της οικογενείας ήταν η ταμίας. Ο μόνος που δεν έκανε τίποτα ήταν ο πατέρας, ο Βασίλης.

   Αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα και το άγρυπνο μάτι.

   Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το 1993, ο Βασίλης έφερε μαζί του και τη σχέση αγάπης-μίσους που είχε με το σοβιετικό καθεστώς: ένα κομμάτι του σοσιαλιστικού συστήματος το αποδεχόταν, ένα άλλο το απέρριπτε μετά βδελυγμίας. «Το κόμμα και ο περιφερειακός γραμματέας με εποπτεύουν χωρίς να κάνουν τίποτα» συνήθιζε να λέει. «Εγώ σκύβω το κεφάλι, βγάζω το σκασμό και δουλεύω γιατί έτσι δουλεύει το σύστημα. Στο σπίτι μου όμως είμαι εγώ το κόμμα. Εκεί εποπτεύω εγώ χωρίς να κάνω τίποτα, ενώ η γυναίκα μου  και τα παιδιά μου σκύβουν το κεφάλι, βγάζουν το σκασμό και δουλεύουν.

   Αυτή ήταν η αποδεκτή πλευρά του συστήματος του Βασίλη. Η απορριπτέα  αφορούσε την κόρη του την Τατιάνα. Όταν του είπε ότι ήθελε να σπουδάσει γεωπόνος, σήκωσε το χέρι, της άστραψε ένα χαστούκι και την έστειλε στη μοναδική παραγωγική μονάδα που έχει ένα σπίτι: την κουζίνα.

   «Αυτά τα κομμουνιστικά, ότι όλοι, αγόρια και κορίτσια, πρέπει να σπουδάζουν, εγώ δεν τα ξέρω» της είπε. «Σ’ εμάς  τα κορίτσια μένουν στο σπίτι και γίνονται νοικοκυρές, ώσπου να τους βρουν ένα καλό παιδί και να τα παντρέψουν».

   Βέβαια, ο Μαρξ υποστήριζε ότι ο σοσιαλισμός θα έφτιαχνε τον καινούργιο άνθρωπο, αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τον Μαρξ, ήξερε τον περιφερειακό γραμματέα του κόμματος. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, ο Βασίλης πήρε την οικογένειά του και ήρθε στην Ελλάδα για να στήσει και εδώ την ίδια σοσιαλιστική οικογένεια, όπως την αντιλαμβανόταν. Το σύστημα λειτουργούσε ρολόι ως την μέρα που αποφάσισε να ανοίξει εστιατόριο. Τότε μπήκε το ερώτημα: τι θα έκανε την Τατιάνα, ένα κορίτσι είκοσι δύο χρόνων, κατάξανθο, με γαλανά μάτια, κορμί συλφίδας και δυο πόδια σαν κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού; Σκέφτηκε να την κλειδώσει στο σπίτι. Και θα έμενε μόνη στο σπίτι ως τις τρεις που γύριζαν από το μαγαζί;

   Εκεί πάνω του κατέβηκε η ιδέα του ταμείου. Και θα πρόσφερε στην επιχείρηση και θα την είχε υπό την εποπτεία του.

   Η προτομή που έβλεπαν κάθε βράδυ οι πελάτες ήταν έργο του Βασίλη. Η Τατιάνα ένιωθε αδιάκοπα το βλέμμα του πατέρα της πάνω της, ακόμα κι όταν ήταν στην κουζίνα ή εκτός εστιατορίου. Γιατί εν τη απουσία του την κάρφωναν τ’ αδέρφια της. Έμαθε λοιπόν να κρατάει σκυφτό το κεφάλι, να βλέπει μόνο χέρια – τα χέρια των αδερφών της όταν έπαιρναν τους λογαριασμούς – ν’ ακούει φωνές και να γράφει: «Μια πατατοσαλάτα στο δύο! Τρία μπορς στο έντεκα!»

   Με τον καιρό η ακοή της οξύνθηκε, όπως σε όλους τους τυφλούς. Από τις φωνές στο μαγαζί μπορούσε να υπολογίσει πόσο κόσμο είχαν εκείνο το βράδυ, ποιοι ήταν οι τακτικοί θαμώνες και ποιοι έρχονταν για πρώτη φορά. Έφτανε ν’ ακούσει μια φωνή για να καταλάβει ποιος καθόταν πού και σε ποιο τραπέζι.

 

                                                                   2.

 

   Η «Οντέσα» ήταν επί της Αγίων Ασωμάτων, στην περιοχή του ύψους και του βάθους της Αθήνας, εκεί όπου η γούνα συναντά το πλαστικό μπουφάν και η Μερσεντές το τρίκυκλο. Δεν ανήκε, βέβαια, στα ακριβά εστιατόρια-μπαρ, που είχαν αλώσει τα νεοκλασικά της περιοχής. Στεγαζόταν σε μια παλιά βιοτεχνία με μεγάλα γυμνά παράθυρα. Χάρη στη ρωσική κουζίνα της είχε καταφέρει ωστόσο να κάνει γρήγορα όνομα. Βαθμιαία ξέφυγε από τα πλαστικά μπουφάν κι άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα καμηλό και τα μάλλινα παλτά.

   Το όνειρο του Βασίλη Σερχίδη ήταν να κάνει την «Οντέσα» ένα εστιατόριο με άσπρα κολλαριστά τραπεζομάντιλα, άσπρες κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως εκείνα όπου έτρωγαν τα στελέχη του κόμματος στον Εύξεινο Πόντο.

   «Εδώ βασιλεύουν η λαδόκολλα και το γκοφρέ χαρτί» συνήθιζε να λέει. «Εμένα βέβαια με συμφέρει, αλλά πώς να το κάνουμε, εκεί σ’ εμάς ήταν πιο αριστοκρατικά».

   Βέβαια, στα βόρεια προάστια θα έβρισκε πολλά εστιατόρια σαν εκείνα όπου έτρωγε η τοπική νομενκλατούρα στον Εύξεινο Πόντο, αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τα βόρεια προάστια, όπως δεν ήξερε και τον Μαρξ.

   Δεν αποκλείεται να τα ήξερε ο αρχηγός του παραρτήματος Αθηνών της ρώσικης μαφίας που επισκέφτηκε την «Οντέσα» ένα Σάββατο βράδυ γύρω στις έντεκα, όταν η δουλειά ήταν στο φουλ. Σαραντάρης, μέτριο ανάστημα και αδρά χαρακτηριστικά. Ένας από  τους δυο μπράβους που τον συνόδευαν έκοψε το δρόμο του Ιωσήφ και τον ρώτησε στα ρωσικά.

   «Τ’ αφεντικό;»

   Ο Ιωσήφ κατάλαβε αμέσως. Έδειξε την κουζίνα, ενώ τα πιάτα άρχισαν να τρέμουν στα χέρια του. Ο μαφιόζος τον προσπέρασε αμίλητος, και οι δυο μπράβοι του στήθηκαν μπροστά στην πόρτα.

   Η Τατιάνα ένιωσε το βλέμμα του μαφιόζου πάνω της. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ταράχτηκε. Την έπιασε πανικός και ήθελε να εξαφανιστεί πίσω από το ταμείο. Η ταραχή ήταν στιγμιαία, γιατί ο μαφιόζος την προσπέρασε και μπήκε στην κουζίνα. Στάθηκε μπροστά στον Βασίλη και τον κοίταξε σιωπηλός, μετά έριξε άλλο ένα βλέμμα στο εστιατόριο.

   «Ωραίο μαγαζί» είπε σαν να επιβεβαίωνε την πρώτη του εντύπωση.

   Ενστικτωδώς, ο Βασίλης κατέβασε τον πήχη:

   «Μπα, φτηνομάγαζο. Μόλις και μετά βίας τρέφει τέσσερα στόματα».

   «Σηκώνει ν’ ανεβάσεις τις τιμές. Έχεις καλό κόσμο».

   «Αν τις ανεβάσουν θα φύγουν».

   «Είσαι φοβητσιάρης» του είπε ο άλλος και κούνησε του κεφάλι του. «Το φτηνό πράμα δεν πουλάει, έπρεπε να βουλιάξουμε για να το καταλάβουμε. Θέλεις ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά να σ’ το φυλάνε, για να μην πάθει καμιά ζημιά».

   Ο Βασίλης τον κοίταξε στα μάτια. «Δε χρειάζομαι προστασία!» του είπε κατηγορηματικά, σαν να ήθελε να του δείξει ότι δεν ήταν φοβητσιάρης.

   Ο άλλος σήκωσε τους ώμους.

   «Κοίτα γύρω σου. Τράπεζες, γραφεία, μαγαζιά – παντού βάζουν σεκιούριτι. Εμείς κάνουμε την ίδια δουλειά με τα μισά λεφτά».

  «Δε χρειάζομαι προστασία» επανέλαβε ο Βασίλης.

   «Σκέψου το πάντως. Δε χάνεις τίποτα. Τα ξαναλέμε».

   Βγήκε από την κουζίνα χωρίς να περιμένει απάντηση. Καθώς περνούσε από το ταμείο, σταμάτησε.

   «Σήκωσε το κεφάλι σου να σε δω» είπε στην Τατιάνα.

   Η φωνή του δεν ήταν ούτε άγρια ούτε επιτακτική, αλλά ένας υποβλητικός ψίθυρος.

   Η Τατιάνα υπάκουσε και σήκωσε αργά το κεφάλι της. Είδε το βλέμμα του να περιφέρεται στο πρόσωπό της ερευνητικό, σαν να αξιολογούσε την κάθε λεπτομέρεια, αλλά αυτή τη φορά δεν τρόμαξε. Τον άφησε να την κοιτάξει με την ησυχία του.

   «Είσαι ωραία κοπέλα» της είπε με την ίδια υποβλητική φωνή.

   Η Τατιάνα χαμήλωσε πάλι το βλέμμα και ο μαφιόζος απομακρύνθηκε. Άκουσε την πόρτα του εστιατορίου να ανοίγει και κατάλαβε ότι έφευγε.

   Ο Βασίλης παρακολούθησε τη σκηνή από την κουζίνα. Ήθελε να ορμήξει στον μαφιόζο, αλλά τον κράτησε το αξίωμά του από τη Σοβιετική Ένωση: «Ο γραμματέας έχει το πάνω χέρι. Βγάλε το σκασμό και κάνε τη δουλειά σου». Έσφιξε τα δόντια του ως τις τρεις το πρωί, που γύρισαν σπίτι. Εκεί όρμησε στην κόρη του και άρχισε να τη δέρνει αλύπητα. Η οικογένεια φρόντισε να εξαφανιστεί. Ο Βασίλης έδειρε την Τατιάνα ώσπου του κόπηκε η ανάσα. Την παράτησε στη μέση του καθιστικού κι έπεσε να κοιμηθεί με τα ρούχα.

   Το ξύλο στην Τατιάνα δεν εμπόδισε τον μαφιόζο να ξανάρθει το επόμενο βράδυ στο μαγαζί. Αυτή τη φορά κάθισε σε τραπέζι, έφαγε και πλήρωσε κανονικά το λογαριασμό του. Από εκείνο το βράδυ έγινε τακτικός πελάτης. Ο Βασίλης λύσσαγε από το κακό του, αλλά δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Άλλωστε, δεν του έδινε και αφορμή. Έτρωγε με τους δυο μπράβους του, πλήρωνε κι έφευγε. Μόνο μια φορά ρώτησε τον Βασίλη  αν είχε σκεφτεί την πρότασή του. Ο Βασίλης ξανάπε ότι «δεν ήθελε προστασία». Ο άλλος δεν επέμεινε και το θέμα έκλεισε.

   Τα σπασμένα τα πλήρωνε η Τατιάνα. Ο Βασίλης ξεθύμανε πάνω της κάθε βράδυ.

 

 

                                                                    3.

 

   Το τηλεφώνημα τους ξύπνησε μέσα στη νύχτα. «Η «Οντέσα» καίγεται», είπε μια φωνή κι έκλεισε αμέσως.

   Ο Βαγγέλης, ο μεγάλος γιος, που είχε σηκώσει το τηλέφωνο μέσα στον ύπνο του, χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να καταλάβει τι του είπαν. Όταν το συνειδητοποίησε, ξύπνησε την οικογένεια, πήδηξαν όλοι μαζί στο βαν και έτρεξαν στο μαγαζί.

   Είδαν τις φλόγες από μακριά. Στο απέναντι πεζοδρόμιο είχε μαζευτεί κόσμος και οι ένοικοι στα γύρω μπαλκόνια απολάμβαναν την πυρκαγιά, αντί για την ανατολή του ήλιου, που έτσι κι αλλιώς δεν φαινόταν. Δυο οχήματα της πυροσβεστικής προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά που είχε αγκαλιάσει ολόκληρο το κτίριο. Ο Βασίλης κατάλαβε πως δε θα έμενε τίποτε από το εστιατόριο, παρά μόνο οι τέσσερις τοίχοι. Πλησίασε τον επικεφαλής της πυροσβεστικής.

   «Τι ήταν, τσιγάρο ή φωταέριο;»

   Ο πυροσβέστης γύρισε και τον κοίταξε. «Εμπρησμός», του απάντησε ξερά. «Κάποιος είχε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί σου».

   «Εγώ δεν έχω καβγάδες με κανέναν. Στη γειτονιά με ξέρουν όλοι». Την ίδια στιγμή σκέφτηκε τον μαφιόζο, αλλά δε μίλησε, όπως παλιά με τον γραμματέα του κόμματος: τον σκεφτόταν, αλλά δεν τον ανέφερε ποτέ.

   «Αυτά θα τα πεις στην ανάκριση» του είπε ο πυροσβέστης και γύρισε στη δουλειά του.

   Όταν πήγε για ανάκριση, από την «Οντέσα» είχαν μείνει μόνο τα αποκαΐδια. Τον ανέκριναν πάνω από τρεις ώρες, αλλά και πάλι δεν είπε λέξη για τον μαφιόζο. Έξω από την πυροσβεστική τον περίμενε η οικογένειά του με το βαν, εκτός από την Τατιάνα.

   «Πού είναι η Τατιάνα;» ρώτησε.

   Η οικογένεια κοιτάχτηκε αμήχανα.

   «Δεν ξέρουμε» απάντησε ο Ιωσήφ, ο μικρός γιος. «Όταν μαζευτήκαμε να φύγουμε, είχε εξαφανιστεί».

   «Μπορεί να πήγε σπίτι» είπε η Μαρία.

   Δεν ήταν όμως στο σπίτι. Και δεν εμφανίστηκε ούτε τις επόμενες μέρες. Ο Βασίλης πήρε σβάρνα με τους γιους του όλα τα μαγαζιά που έβγαζαν στο κλαρί Ρωσίδες, Ρωσοπόντιες και Ουκρανές, αλλά δεν την βρήκαν πουθενά. Δυο χτυπήματα απανωτά το ίδιο βράδυ ήταν πολλά για τον Βασίλη. Για να ξεμπερδεύει με το ένα τουλάχιστον, απαγόρευσε στην οικογένεια να ξαναμιλήσει για την Τατιάνα. Οι δυο γιοι του υπερθεμάτισαν αμέσως, ως αναπληρωτές θεματοφύλακες της οικογενειακής τιμής. Η κυρα-Μαρία δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση και πενθούσε με κρυφό κλάμα.

   Τα δυο απανωτά χτυπήματα, αντί να ρίξουν τον Βασίλη, τον πείσμωσαν. Είχε μερικά λεφτά στην άκρη και αποφάσισε να ξανανοίξει το μαγαζί. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και προσπάθησε να ξεχάσει την εξαφάνιση της Τατιάνας. Στο κάτω κάτω δεν ήταν η πρώτη. Από τότε που είχε καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση, χιλιάδες κοπέλες εξαφανίζονταν από τα σπίτια τους και κατέληγαν σε κάποια πετρελαιοπαραγωγό χώρα.

   Μια εβδομάδα πριν ξανανοίξει το μαγαζί, εμφανίστηκε πάλι ο μαφιόζος με τους μπράβους του.

   «Καλορίζικο!» είπε στον Βασίλη φιλικά. «Είσαι πεισματάρης και προκομμένος. Μπράβο σου!»

   Ο Βασίλης γύρισε έξαλλος και τον κοίταξε: «Δε σου πληρώνω προστασία. Θα κοιμόμαστε όλοι στο μαγαζί με τα τουφέκια. Αν τολμάς, κάψ’ το»

   Ο μαφιόζος χαμογέλασε.

   «Ποιος μίλησε για προστασία;» του είπε φιλικά. «Για συνεταιρισμό μιλάμε».

   «Δε θέλω συνεταίρο στο κεφάλι μου. Και μάλιστα συνεταίρο που μου καίει το μαγαζί».

   «Θα σου βάλω τα μισά λεφτά, για να κάνεις το εστιατόριο λουξ, και τα κέρδη εξήντα-σαράντα».

   Ο Βασίλης διχάστηκε. Από τη μια έβλεπε το όνειρό του να εκπληρώνεται, από την άλλη του ξίνιζε να βάλει μαφιόζο συνεταίρο στο κεφάλι του. Μετά όμως το ξανασκέφτηκε πιο ψύχραιμα. Δηλαδή, αν ο περιφερειακός γραμματέας του ζητούσε να γίνουν συνεταίροι, θα έλεγε ποτέ όχι; «Εντάξει, αλλά πενήντα-πενήντα».

   Ο μαφιόζος χαμογέλασε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, σημάδι ότι τα είχαν βρει. Η «Οντέσα» έγινε πράγματι μαγαζί λουξ, με κολλαριστά τραπεζομάντιλα, κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως τα εστιατόρια όπου έτρωγαν ο γραμματέας και η νομενκλατούρα του κόμματος.

   Μια ώρα πριν τα εγκαίνια, ο Βασίλης είδε μια μαύρη Μερσεντές να σταματάει μπροστά στην «Οντέσα». Ένας από τους μπράβους του μαφιόζου κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα που βγήκε από το αμάξι φορούσε ακριβή γούνα και ήταν βαμμένη και χτενισμένη σαν να ερχόταν κατευθείαν από το κομμωτήριο. Ο Βασίλης δυσκολεύτηκε ν’ αναγνωρίσει την Τατιάνα. Μαρμάρωσε από την έκπληξη και δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει λέξη. Η κόρη του τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει καμιά σημασία και μπήκε στο μαγαζί. Μόλις συνήλθε ο Βασίλης, έτρεξε πίσω της.

   «Πουτάνα!» φώναξε και έκανε να της ορμήξει, αλλά οι δυο μπράβοι τον βούτηξαν και τον κόλλησαν σε μια καρέκλα.

   Η Τατιάνα γύρισε και τον κοίταξε αδιάφορη. Έβγαλε τη γούνα της και την πέταξε σε μια καρέκλα. Από μέσα φορούσε μια μαύρη τουαλέτα. Τ’ αυτιά, ο λαιμός και τα χέρια της δε φαίνονταν από τα κοσμήματα.

   «Από σήμερα εσύ θα κόβεις τους λογαριασμούς» είπε στον πατέρα της στα ρωσικά. «Την εποπτεία του εστιατορίου θα την αναλάβω εγώ. Έτσι αποφάσισε ο Ιγκόρ». Μετά γύρισε στα δυο αδέρφια της που παρακολουθούσαν με ανοιχτό το στόμα. «Έχετε μια εβδομάδα για να γίνετε από σερβιτόροι μετρ» τους είπε στα ρωσικά πάλι. «Αλλιώς θα σας διώξω και θα πάρω άλλους. Δε θέλω γύφτους στο μαγαζί».

   «Ποια είσαι συ που θα με διατάζεις;» φώναξε έξαλλος ο Βασίλης. «Αυτό το μαγαζί το έφτιαξα με τα χέρια μου».

   «Το ξέρω» του απάντησε ψυχρά η κόρη του. «Γι’ αυτό και σου αφήνω το μισό. Αν όμως δε μάθεις να φέρεσαι, θα αγοράσω το μερίδιό σου και θα σε πετάξω έξω».

   Από εκείνο το βράδυ η Τατιάνα δεν ξαναμίλησε ελληνικά. Μιλούσε ρωσικά με όλους. Και ο Βασίλης άρχισε πάλι να βγάζει το σκασμό και να δουλεύει, όπως παλιά στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, από το μαγαζί δεν είχε παράπονο· με την Τατιάνα επικεφαλής έβγαζε πολλά λεφτά. Το μόνο παράπονο ήταν η κόρη του. Μα να αρνηθεί έτσι την οικογένεια, την πατρίδα και τη γλώσσα της;

   Βέβαια, αν διάβαζε Μαρξ, θα ήξερε ότι το χρήμα δεν έχει πατρίδα ούτε συγγένεια. Αλλά ο Βασίλης δεν είχε διαβάσει Μαρξ, το ‘παμε.