.............................................................
από τον φίλο στο fb Βασίλη Παπαστεργίου (facebook, 8.2.2025)
"Το βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα" μου προκάλεσε, όπως και το περίμενα, ανάμεικτα συναισθήματα: δυσπιστία, θυμό, χαμόγελο.
Είναι σχεδόν αυτονόητο και επομένως περιττό, αλλά θα πρέπει να το πω εξαρχής: ο Σαββόπουλος είναι μια μείζων μορφή για το Ελληνικό τραγούδι, ένας ριζικός ανανεωτής του είδους.
Έκανε 7-8 εκπληκτικούς δίσκους (μέχρι και την "Ρεζέρβα") και έγραψε καμιά 40ριά αριστουργηματικά τραγούδια (πάρα πολλά δηλαδή), πριν έρθει η αναπόφευκτη καλλιτεχνική κάμψη που στην περίπτωσή του συνοδεύτηκε και με μια εντυπωσιακή ιδεολογική μεταστροφή.
Παρά το γεγονός ότι η μορφή του τροβαδούρου-συνθέτη του τύπου του Σαββόπουλου εμφανίζεται την ίδια περίπου εποχή σε διαφορετικές μουσικές σκηνές ανά τον κόσμο (Dylan, Brassens, De Andre, Dalla, Pete Seeger), η βαλκανική εκδοχή του Σαββόπουλου είχε την δική της ιδιαιτερότητα και αυταξία.
Ο Σαββόπουλος ανακάτεψε την φολκ της εποχής με το βαλκανικό ιδίωμα και ιδίως τους ελληνικούς παραδοσιακούς σκοπούς, δημιούργησε ένα δικό του σύμπαν και αναμφίβολα υπήρξε ένας μεγαλοφυής συνθέτης, μια μοναδική περίπτωση.
Το βιβλίο, όπως και το περίμενα, δεν δίνει καμία απάντηση στο αίνιγμα του Σαββόπουλου, δηλαδή δεν ξεκλειδώνει το ζήτημα του του συνδυασμού αυτού του καταιγισμού επιρροών ούτε καταγράφει την μεταστροφή του συνθέτη ούτε τίποτα από όλα αυτά. Θα πω παρακάτω γιατί νομίζω ότι συμβαίνει αυτό.
Το βιβλίο όμως έχει πιο βασικά προβλήματα.
Κατ'αρχάς είναι γεμάτο πραγματολογικές ανακρίβειες. Να επισημάνω μόνο κάποιες, αρκετά χοντρές:
- Στην σελίδα 126 ο Σαββόπουλος αναφέρεται στην γνωστή επιστολή του Θεοδωράκη προς τον Μπιθικώτση το 1967 και του αποδίδει και μάλιστα εντός εισαγωγικών, πράγμα που υπονοεί ακριβή καταγραφή, την εξής φράση
"Και μην ξεχνάς, Γρηγόρη, ότι εμείς παλιά στην ΟΠΛΑ τους προδότες τους εκτελούσαμε".
Η συγκεκριμένη επιστολή αυτή είναι γνωστή, έχει δημοσιευτεί αυτούσια σε πολλά μέσα (ενδεικτικά εδώ https://luben.tv/.../otan-o-mikis-theodorakis-kalouse-ton...), και φυσικά καμία τέτοια φράση δεν υπάρχει σε αυτή.
- Στην σελίδα 48 ο Σαββόπουλος διηγείται ότι σε ηλικία 7-8 ετών πήγαιναν οικογενειακώς διακοπές στο Μπαξέ Τσιφλίκι και όχι στο χωριό της γιαγιάς του γιατί εκεί "είχαν κατέβει αντάρτες".
Δεδομένου ότι ο Σαββόπουλος έχει γεννηθεί, όπως είναι γνωστό, την 2-12-1944, αυτό σημαίνει ότι το 1952-1953, δηλαδή περισσότερα από 3 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, υπήρχαν αντάρτες που κατέβαιναν σε χωριά της Μακεδονίας!
- Μιλώντας για την συμμετοχή του στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αναφέρεται (σελ.277) σε ποτάμι φοιτητών που ανεβαίνει την οδό Ηπείρου και γράφει. "Ήταν Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 1973". Διπλό λάθος. Πρώτον, είναι γνωστό ότι η 17 Νοεμβρίου 1973 ήταν Σάββατο και δεύτερον, το μεσημέρι εκείνης της ημέρας (δηλαδή μετά την είσοδο του τανκ στο Πολυτεχνείο που έγινε χαράματα εκείνης της ημέρας) δεν υπήρξαν φυσικά πορείες και μάλιστα μαζικές.
- Μας διηγείται ακόμα ο Διονύσης (σελίδα 36) ότι μετά τον θάνατο του Πατσιφά έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής στην Lyra και επιμελήθηκε τους δίσκους των Ξυδάκη - Ρασούλη (Η εκδίκηση της Γυφτιάς) και του Βαγγέλης Γερμανού (Τα μπαράκια). Είναι όμως γνωστό ότι ο Πατσιφάς πέθανε το 1983 και οι δίσκοι αυτοί εκδόθηκαν το 1978 και το 1981 αντίστοιχα. Βέβαια, ο Σαββόπουλος πράγματι έκανε την παραγωγή των δίσκων αυτών (και την έκανε εξαιρετικά, πρέπει να πω), αλλά αυτό βέβαια δεν συνδέεται χρονικά με τον θάνατο του Πατσιφά, είναι δηλαδή αναχρονισμός.
- Στην σελίδα 224, στο πλαίσιο προφανώς της αντιπάθειας που διακατέχει πλέον τον Δ.Σ. προς την Αριστερά, ο Δ.Σ. ισχυρίζεται ότι όταν πέθανε ο Αντρέ Ζιντ το 1951, η εφημερίδα του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος L'Humanite δήθεν "βγήκε με πηχυαίο τίτλο ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΠΕΘΑΝΕ". Τα πρωτοσέλιδα της Humenite υπάρχουν στο δίκτυο και φυσικά δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Υπάρχουν πολλές ακόμα τέτοιου είδους ανακρίβειες, αλλά δεν έχει νόημα να συνεχίσω.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν το βιβλίο είχε μια στοιχειωδώς επαρκή επιμέλεια.
Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι ανακρίβειες συνοδεύονται από διηγήσεις αντίστοιχης (αν)αξιοπιστίας.
Αναφέρω, για λόγους συντομίας, μόνο μία, αρκετά κραυγαλέα νομίζω. Ο Σαββόπουλος επινοεί ένα περιστατικό σχετικά με μια δημόσια εμφάνισή του στην Σχολή Αναβρύτων όπου δίνει συναυλία το 1966.
Ισχυρίζεται ότι τραγουδά ενώ αγνοεί ότι στο ακροατήριο βρίσκεται ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος (!) και παίζει το τραγούδι του Χατζιδάκι "κι ήταν λέει μια φορά όπου είχαμε έναν βασιλιά/καλό ανθρωπάκι", από το "Παραμύθι χωρίς όνομα" για να αποσπάσει το χειροκρότημα μόνο ενός ανθρώπου, που στην συνέχεια αποκαλύπτεται ότι είναι ο ίδιος ο τότε βασιλιάς (!).
Αν τώρα είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι είναι δυνατό να γινόταν συναυλία το 1966 όπου παρευρίσκονταν ο βασιλιάς - και μάλιστα ο συγκεκριμένος βασιλιάς - χωρίς ο τραγουδιστής να το ξέρει και αυτός (ο συγκεκριμένος βασιλιάς) χειροκρότησε στο άκουσμα αυτού του συγκεκριμένου τραγουδιού, νομίζω ότι αυτό είναι κάτι περισσότερο από "παραμύθι χωρίς όνομα".
Το βιβλίο είναι γεμάτο με τέτοιου τύπου απιθανότητες.
Όχι μόνο γιατί ο Σαββόπουλος ήταν (και σε ένα βαθμό παραμένει) ένας γοητευτικός παραμυθάς.
Αλλά και κυρίως γιατί με αυτά ο Σαββόπουλος προσπαθεί να κάνει κάτι άλλο, που είναι λιγότερο θεμιτό. Να επινοήσει ξανά το παρελθόν του προκειμένου να το προσαρμόσει στις σημερινές του απόψεις. Έτσι, στην περίπτωση του συγκεκριμένου μυθεύματος, ο Σαββόπουλος ξεκινά από αυτό το επινοημένο συμβάν για να μιλήσει για την τωρινή συμπάθειά του για τον τέως.
Και δυστυχώς, το πράγμα πάει γενικώς έτσι. Ο Σαββόπουλος στην συγκυρία του 1965-67 μας λέει σήμερα ότι ο ίδιος έβλεπε να δύο στρατόπεδα να συγκρούονται τυφλά χωρίς να δίνουν διέξοδο στην ένταση, ενώ ο ίδιος - τότε, όχι τώρα! - προσπαθούσε να μιλήσει για την συμφιλίωση. Τα ίδια και με τον Μάη του 68 που τον βρίσκει στο Παρίσι, αλλά ο Δ.Σ. μας λέει σήμερα ότι - τότε, όχι τώρα! - περίπου ανακουφίστηκε που ο Ντε Γκωλ επέβαλε τελικά την τάξη.
Δεν θα πω κάτι. Αρκεί να ακούσει κανείς ας πούμε την Αμνηστεία'64 ή την Παράγκα ή το Βιετνάμ γιε-γιε και το Ήλιε ήλιε αρχηγέ για να κατανοήσει πόσο βάσιμες είναι αυτές οι μεταγενέστερες κατασκευές.
Ακόμα, ο Διονύσης αναπαράγει σε πολλά σημεία στο βιβλίο του το γνωστό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η στράτευση στην Αριστερά, αντιστρατεύεται την δημιουργία μεγάλης τέχνης. Η περίπτωσή του είναι ωστόσο η ζωντανή διάψευση αυτής της θεωρίας. Ήταν ακριβώς η περίοδος της - αιρετικής σίγουρα - συμπόρευσής του με την Αριστερά πάντως που γέννησε τα πιο μεγάλα και τα πιο ελεύθερα δημιουργήματά του. Αντίθετα μετά την μεταστροφή του, ο Σαββόπουλος γίνεται όχι μόνο συντηρητικός, αλλά και διδακτικός ως απολύτως στρατευμένος στις νέες του απόψεις, γι'αυτό και καλλιτεχνικά αδιάφορος.
Ας είναι.
Υπάρχουν τρυφερές στιγμές στο βιβλίο.
Προς το τέλος, ο Σαββόπουλος προσπαθεί να λύσει τους λογαριασμούς του με ανθρώπους με τους οποίους τσακώθηκε ή παρεξηγήθηκε, ζώντες και τεθνεώτες.
Και για τους μεν νεκρούς, δίκιο έχει, δεν μπορεί να κάτι άλλο. Για τους ζωντανούς όμως, παρ'όλο που δεν μπορώ να αμφισβητήσω την ειλικρίνεια της μεταμέλειάς του και των προθέσεών του, θα έλεγα ότι αυτή η εξομολόγηση θα ήταν καλύτερο να μην ήταν δημόσια. Τον αντίλογο - προς τιμήν του - τον καταγράφει ο ίδιος όταν διηγείται ότι τα παιδιά του όταν προσπάθησε να λύσει τις διαφορές τους ενώπιον τρίτων, του επισήμαναν σοφά ότι "θα ήταν καλύτερα αυτά τα πράγματα να κουβεντιάζονται ιδιαιτέρως και σε πιο κατάλληλη στιγμή".
Θα ήθελα επίσης να του αναγνωρίσω ότι η σχετικά εκτενής του αναφορά στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου είναι γεμάτη αληθινή αγάπη. Αμφιβάλλω πολύ - όπως καταλαβαίνετε - για την αλήθεια όλων των σχετικών περιστατικών που διηγείται, αλλά είναι φανερό ότι υπάρχει μια αυθεντική αγάπη και συγκίνηση για αυτή την σημαντική, αλλά όχι ευρέως αναγνωρισμένη μορφή της νεοελληνικής ποίησης. Στο κάτω κάτω της γραφής, εν προκειμένω ο Δ.Σ. δεν έχει τίποτα να κερδίσει, η σχετική αναφορά δεν υπακούει σε καμία λογική δημοσίων σχέσεων.
Το να αλλάζει κανείς θεωρίες, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος ο Δ.Σ., είναι θεμιτό.
Το να τις αλλάζει όμως αναδρομικά, είναι κάτι που μάλλον δεν έχει κάποιο νόημα.
Νομίζω ότι ακριβώς αυτό προσπαθεί να κάνει ο Σαββόπουλος με αυτό το - έτσι κι αλλιώς - κάπως αδέξιο και "χύμα" πόνημά του. Μια τόσο σημαντική μορφή του Ελληνικού τραγουδιού, του Ελληνικού πολιτισμού γενικότερα, νομίζω ότι άξιζε έναν πληρέστερο απολογισμό ζωής.
Ας είναι, δικιά του ζωή είναι στο κάτω κάτω της γραφής.
Μόνο που να, η ζωή και τα τραγούδια του Σαββόπουλου, κάπως είναι τμήμα και της δικής μας ζωής, τα τραγούδια του είναι κομμάτι από το δέρμα μας. Εκεί θα καταφύγουμε, αυτά θα σκεφτούμε σχεδόν ασυνείδητα στις πιο δικές μας στιγμές.
Κι έτσι δικαιούμαι νομίζω, με τον τρόπο του ίδιο του Σαββόπουλου, να του πω ότι ίσως ματαιοπονεί στην προσπάθειά του να αλλάξει το παρελθόν, το δικό του και όσων πορεύτηκαν μαζί του.
Γιατί
"ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός"..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου