Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

«Σ Κ Ο Ν Η» διήγημα της συγγραφέως και φίλης στο fb Μαρίας Κουγιουμτζή (facebook, 30.11.2024)

 ..............................................................




«Σ Κ Ο Ν Η»

διήγημα της συγγραφέως και φίλης στο fb Μαρίας
Κουγιουμτζή (facebook, 30.11.2024)

Κάτι τρίζει, σέρνεται, ελαφροπατάει, μήπως πετάει; Οι κουρτίνες τραβηγμένες αλλά ο ήλιος δεν μπαίνει, δε σκύβει το κεφάλι να δει. Βήματα. Πάνε, έρχονται, σταματάνε. Το σπίτι σιωπηλό, καθαρό, κι όμως μυρίζει. Δεν βρωμάει, ούτε μοσχοβολάει, μυρίζει. Οι παντόφλες, γυναικείες, σέρνονται. Τα παπούτσια ανδρικά, μεγάλα, σέρνονται. Αυτό που μυρίζει δεν προσεύχεται, ανακαλεί. Καπνίζει κι ο καπνός σιλουέτα νεανική κοιτάζει από ψηλά, αφουγκράζεται. Ο γέρος κι η γριά που δεν είναι καθόλου γέροι, αφουγκράζονται κι αυτοί. «Πόσο αργεί αυτό το παιδί» λέει η γυναίκα, «πάντα αργεί,» «μα όπου να ‘ναι θα ‘ρθει» λέει ο άντρας που μοιάζει με γέρο. Το παιδί κρύβεται πίσω απ’ τις κουρτίνες, «γιατί κρύβομαι» λέει «αφού δε με βλέπουν». «Πολύ αδυνάτισε ο γιός μας,» λέει η γυναίκα, «στέγνωσε, ξεθώριασε η όψη του.» «Σσς... κάτι ακούω, έρχεται». Ο νέος βγαίνει απ’ την κρυψώνα του, κάθεται στην πολυθρόνα πλάι τους. «Ήρθες γιέ μου; Γιατί δεν απαντάς Το παιδί της χαϊδεύει τα άσπρα μαλλιά. « Άσπρισες μάνα, σε δυο μήνες άσπρισες». «Κάθισε γιέ μου» λέει ο γέρος, «κάθισε». Το παιδί ξανακάθεται. Σκοτείνιασε, βγήκε αγέρας. Δεν τον αφήνουν να βγει έξω λες κι αέρας θα τον διαλύσει. Φοβούνται ότι θα βρέξει. Ας βρέξει. Τι κι αν βραχεί, τι κι αν κρυώσει, άσε που δεν κρυώνει ποτέ, εδώ και δυο μήνες τώρα, δεν πονάει, δεν κρυώνει, δεν πέφτουν τα μαλλιά του, δεν νυστάζει. Πέταξε όλα τα φάρμακά του, τις σύριγγες, τις μορφίνες την υπνηλία του. Ο θείος Ανδρέας το είχε πει. «πετάξτε όλες αυτές τις αηδίες». Η γυναίκα ανατριχιάζει, λέει στον άντρα «πέταξες τα φάρμακά του;» κι εκείνος «δε μου πάει καρδιά ακόμα, άντε σήκω να στρώσεις τραπέζι, το παιδί θα πεινάει». «Δεν θέλω να φάω» λέει το παλικάρι, αλλά η γυναίκα σέρνει τις παντόφλες της και στρώνει το τραπέζι. « Κάτσε να φας» του λέει. Η σιωπή σα σκόνη κάθεται πάνω τους. Κανένας δεν κάνει την παραμικρή κίνηση να την τινάξει. Άξαφνα την σχίζει σαν αστραπή το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η γυναίκα και ο άντρας ανασηκώνονται ταυτόχρονα και ξανακάθονται ταυτόχρονα. Το αφήνουν να χτυπά. Ο νέος σηκώνεται και πάει προς το τηλέφωνο, ύστερα γυρίζει πίσω και ξανακάθεται. Η γυναίκα σηκώνει το τραπέζι, «έχω να σιδερώσω τα ρούχα του» λέει, κι ο άντρας «χτες δεν σιδέρωσες;» «Ναι, μα σήμερα το πρωί τα ξανάπλυνα και τώρα θα τα σιδερώσω». Ο νέος της τραβά τα ρούχα από τα χέρια. «Μη κουράζεσαι μάνα» Δεν τον ακούει, της αρέσει να τον φροντίζει, τι άλλο να κάνει μια μάνα; « Γιέ μου χτες πέρασε ο Μιχάλης και μου ‘λεγε για σένα. Πόσο καλός είσαι στη δουλειά σου, «φιλότιμος», είπε, και «άξιος», «τον έστρωσες καλά τον γιό σου, μπάρμπα Νίκο» μου είπε. «Δεν τον έστρωσα εγώ, έτσι γεννήθηκε»» του είπα. «Κορδώθηκες όμως για τα καλά» είπε η μάνα χαμογελώντας. Το παιδί σκύβει και την φιλά.. «Πάψε να με φιλάς όλη την ώρα» είπε εκείνη, αλλά το πρόσωπό της έλαμπε. «Κάνεις πως δε θέλεις» είπε ο άντρας, «γελάνε και τ’ αυτιά σου». Διπλώνει τα ρούχα τα βάζει στην ντουλάπα. Όλα έτοιμα για αύριο, για κάθε μέρα, ώσπου... Τελικά βρέχει. Τα κόκαλα των δύο γέρων μουδιάζουν, οι σάρκες τους αναστενάζουν σε κάθε κίνηση. Κολλημένοι σφιχτά στο κρεβάτι τους κλείνουν τα μάτια και τεντώνουν τ’ αυτιά. Θροίσματα, βήματα, αναστεναγμοί. Ένας αέρας κρύος, φυσάει πάνω απ’ τα κλειστά τους μάτια. Εκείνος που περπατάει είναι πολύ μακριά κι αν ακούγονται τα βήματά του είναι γιατί έχει ξεκουραστεί πια. Δεν τριγυρνάει μέσα στο σπίτι, δε θυμάται ποιος είναι, ποιοι είν’ αυτοί που του μιλούν, ποιος είναι αυτός ο νέος που ξαγρυπνάει στο προσκεφάλι τους. Έχει διασπαστεί σε μικρές φωτεινές κηλίδες και ταξιδεύει. Είναι ένας άλλος, καινούργιος, κι απομακρύνεται χωρίς πόνο. Οι δυο γέροι το ξέρουν, μα είναι του κόσμου τούτου, κι ο πόνος τους πρέπει να πάρει μορφή σ’ αυτόν τον κόσμο, και να είναι μορφή ήμερη, συνεργάσιμη, να κάθεται πλάι τους και να μιλά, ν’ ακούει και ν’ απαντάει. Για να μπορούν να αγνοούν το τηλέφωνο που χτυπάει για να ρωτήσει αυτός που καλεί, τι θέλουν να γράψουν πάνω στην πλάκα του γιου τους. Η πλάκα δεν πρέπει να υπάρχει.






Δεν υπάρχουν σχόλια: