Σάββατο 4 Μαΐου 2024

«Ιούδας» του Γιάννη Νικολούδη και «Ρεγγίνα» της Κατερίνας Σχινά. Δύο πασχαλινά διηγήματα από τις «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών» (3-5.5.2024)

............................................................ 



·        «Ιούδας» του Γιάννη Νικολούδη και «Ρεγγίνα» της Κατερίνας Σχινά. Δύο πασχαλινά διηγήματα από τις «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών» (3-5.5.2024)

 

           «Ιούδας» - Γιάννης Νικολούδης





   Εκείνη τη μέρα μαζέψαμε τα κλαδιά. Τότε το σκέφτηκα δηλαδή. Και είπα, εντάξει, θα το κάνω. Δηλαδή, εντάξει. Δεν ήτανε ότι αν γινότανε άλλη μέρα  εγώ θα κώλωνα. Αλλά ήτανε μια καλή μέρα και με βόλευε να το τελειώνω. Γι’ αυτό. Γιατί ήτανε η γιορτή τους. Όλοι στην εκκλησία από τις έντεκα νύχτα μέχρι μεσάνυχτα που βγάνει ο παπάς το καλό φως. Μετά τα μεσάνυχτα γυρίζουνε με κεριά με το φως πίσω στο σπίτι και κάποιοι βάνουνε και φωτιές και καίνε τον άντρα από άχερο. Και καλά του κάνουνε. Έτσι το κάνουνε εδώ. Δεκαπέντε και βάλε χρόνια έχω εδώ και κατέχω καλά εγώ. Δηλαδή όχι μόνο τη γλώσσα τους αλλά και τα χούγια.

   Από τις έντεκα νύχτα μέχρι μεσάνυχτα. Μια ώρα την είχα στα σίγουρα δηλαδή. Και είπα εγώ στον εαυτό μου, εντάξει σου φτάνει και σου περισσεύει μια ώρα. Δηλαδή θα προλάβαινα. Εκείνη τη μέρα με τα κλαδιά είπα μέσα μου, θα το κάνω και δεν πα’ να. Έτσι είπα. Το αφεντικό το πρωί είχε πει, βοήθα τα και έχε το νου σου μην γκρεμοτσακιστούνε. Και μου έβαλε στο χέρι ένα εικοσάρικο. Ήτανε ο γιος του με κάτι άλλα μικρά. Να ‘τανε όλα τους από οχτώ με δέκα χρονώ; Πέρα στα χωράφια με τα κοτρώνια, με τα μεγάλα τα μουρέλα (σημ.: ελαιόδεντρα) τα παρατημένα. Έτρεχα ξωπίσω και τα πρόσεχα και τα βοήθαγα στο κουβάλημα όποτε πετυχαίνανε έναν ασήκωτο κλάδο. Είχανε κάνει σωρό τα κλαδιά πιο πίσω στην απλωσιά. Πιο πίσω από το σπίτι του αφεντικού δηλαδή. Σωρός τα κλαδιά, ψηλός σωρός. Ίσαμε κειπάνω. Εκεί θα βάνανε φωτιά μετά που θα γυρίζανε από την εκκλησία και θα καίγανε τον Γιούδα που τον είχανε φτιαμένο με λινάτσα και άχερο και παλιές ζακέτες και θα πετούσανε και σκλαμπατζίκια (σημ.: κροτίδες) και θα ψήνανε τα κρέατα.

   Εκείνη με είδε που βοήθαγα τα κοπέλια και πρόσεχα το γιο της. Και ύστερα στο αποθηκάκι, μετά που τελειώσαμε, μου είπε, τι θα κάνω με σένα ρε συ. Ακόμα ξάπλα, φουλ ξυρισμένη. Άδειασα την καπότα στον καμπινέ και την έβαλα στην τσέπη και πρόσεχα μη μας σταμπάρει κάνα μάτι από το παραθύρι. Ύστερα μου είπε ότι δεν είχε ξαναδεί άλλον σαν και μένα και μου είπε ότι είμαι  σπέσιαλ. Ήτανε που εγώ από νωρίς ξεμπέρδεψα με τις μαλακίες και δεν ήθελα πολλά πολλά εγώ με αυτά που είχα αφήσει πίσω από κει που είχα έρθει. Ούτε Αλλάχ ούτε προσευχές και άλλα τέτοια. Ήτανε ότι φορούσα τζιν πανταλόνι και δεν χαμπάριαζα και ότι τα είχα καταφέρει εγώ και έμενα μοναχός σε σπίτι κανονικό, άσε ότι είχα και τον τρόπο να καβαλικεύω όποτε γουστάριζα τη γυναίκα του αφεντικού – και της έκλεισα τώρα το μάτι.

   Αυτά τρεις μέρες πριν το καλό φως. Μετά ήρθε το Μεγάλο Σάββατο και το μεσημέρι βοήθησα το αγόρι του αφεντικού και τους φίλους του να στήσουνε στον σταυρό τον Γιούδα. Κακομούτσουνο τον είχανε φτιαμένο και ήταν να τον λυπάσαι και σαν να τον πονούσε κάτι κάτω από το κρέας του από άχερα. Τον τραβάγανε βίντεο και φώτο με τα κινητά. Μετά πήγα σπίτι μου και περίμενα μέχρι που σκοτίδιασε και βγήκα και παραμόνεψα έξω από το σπίτι του αφεντικού μέχρι που είδα εκείνη μαζί και το αφεντικό και το αγόρι. Τραβάγανε για την εκκλησία. Στην πένα ντυμένοι και οι τρεις. Εκείνη με κοντό φουστάνι, μπούτια να δεις όξω. Το αγόρι με λευκό πουκάμισο.  

   Περίμενα για κάμποσο – εικοσάλεπτο γεμάτο. Μετά άκουγες τον παπά από τα μεγάφωνα. Έπιανε φωνή όλο τον τόπο, μέσα από τα δέντρα. Είπα, τώρα. Έχεις σαράντα λεπτά πάνω-κάτω. Και μπήκα στο σπίτι από την πίσω πόρτα και πήγα εκεί που έπρεπε. Εκείνη δεν κλείδωνε ποτέ το κουτί. Και τα έκανα ένα σωρό και τα σώριασα στην τσέπη. Τότε ξαφνικά ένα γερό μπαμ πίσω από το σπίτι. Τραντάχτηκε το χτήμα. Μετά μια ησυχία. Κοκάλωσα. Περίμενα. Σε λίγο πάλι άκουσα τη φωνή του παπά από απόσταση σαν να μην έτρεχε κάστανο. Μετά πήγα στο παραθύρι και το άνοιξα. Το μύρισα στον αέρα. Και σε λίγο είδα. Από το πουκάμισο το κατάλαβα. Έτρεξα με τον φακό του κινητού και τον είδα πεσμένο στα χορτάρια και του λείπανε δυο δαχτύλια και η μισή φάτσα. Δυο άγγιχτες μινέρβες (σημ.: κροτίδες) γουρούνες στο χορτάρι. Το μαλακιστήρι. Είχε φύγει σκαστός από την εκκλησία. Τον σήκωσα με τα χίλια ζόρια, φοβόμουνα μην ξεκολλήσει το υπόλοιπο πρόσωπό του στο χώμα. Τον έβαλα στους ωμους και έφυγα τσουβαλάτα για το κέντρο υγείας.

   Εγώ κανονικά είχα μιλημένα να φύγω με έναν που είχε αμάξι και θα με πήγαινε Ηράκλειο και από κει θα ‘μουνα φευγάτος για το πλοίο πριν να με πάρουνε γραμμή. Αλλά τώρα αυτό με το αγόρι με μούδιασε. Ξέχασα ότι είχα και τα χρυσάφια στην τσέπη. Τουλάχιστον μέχρι οι γιατροί να πουν ότι θα ζούσε το αγόρι. Τότε ανάσανα και τα θυμήθηκα τα χρυσάφια αλλά τότε είχε έρθει και ο πατέρας του. Ποτέ δεν τον είχα δει έτσι χάλια. Στεκόμασταν στο διάδρομο στα επείγοντα. Μέχρι που είδε την καδένα να περισσεύει από την τσέπη μου και είπε τι είναι αυτό ρε και έβαλε το χέρι στην τσέπη μου και χυθήκανε όλα στο πάτωμα και του είπα, μη αφεντικό, αλλά μου έριξε φούσκο γερό.

   Και ύστερα μου είπε να τον περιμένω σπίτι και είπε ότι θα λογαριαζόμασταν οι δυο μας μετά.

 

         «Ρεγγίνα»  Κατερίνα Σχινά

 


   Κοντή και σγουρομάλλα, δέρμα στο χρώμα της ελιάς, μικρά μάτια, δυνατές γάμπες – έτσι τη θυμάμαι. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν δεκαπέντε χρόνων. Τη μέρα που την έφερε ο πατέρας μου στο σπίτι – «ιδού η νέα σου υπηρεσία», ανακοίνωσε με φαιδρή επισημότητα στην αιφνιδιασμένη μητέρα μου – κρατούσε μια βαλίτσα από χαρτόνι κι είχε βαμμένο κατακόκκινο το στόμα της. «Ρεγγίνα» με βάφτισε ο νονός μου», δήλωσε, «μ’ άμα δεν σας αρέσει, να με λέτε όπως θέτε». Κι ύστερα άφησε κάτω τη βαλίτσα της, σταύρωσε τα χέρια και μας κοίταξε έναν έναν σαν να μας μετρούσε. «Πήγαινε να βγάλεις το κοκκινάδι», είπε η γιαγιά μου αυστηρά. «Και μη σε ξαναδώ να το φοράς».

   Εγκαταστάθηκε στην κουζίνα, ή μάλλον την κατέλαβε. Δούλευε ακατάπαυστα, με ασίγαστο πάθος. Εμένα και την αδελφή μου μας αγνόησε, μας απευθυνόταν μονάχα με νεύματα και με λοξές ματιές. Σπάνια ξεμύτιζε απ’ το σπίτι, δεν πήγαινε ούτε στο περίπτερο. «Θα μπερδέψω τα ρέστα», δικαιολογιόταν.

   Μάτωνε συνέχεια η μύτη της. Εκεί που έπλενε τα πιάτα, εκεί που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το μάγουλο ακουμπισμένο στην παλάμη της και το αυτί στο ραδιόφωνο, ξάφνου ανάβλυζε ποτάμι το αίμα. Έγερνε πίσω το κεφάλι, πίεζε με τα δυο δάχτυλα τα ρουθούνια της και με το άλλο χέρι πασπάτευε στα τυφλά να βρει το οξυζενέ, πάντοτε πρόχειρο σε μια γωνιά του πάγκου. «Άντε πάλε», έλεγε. Σαν μυστικό της παρατσούκλι ψιθυρίζαμε τη φράση με την αδελφή μου όταν αναφερόμασταν σ’ εκείνη. Στα κλεφτά, να μην ακούσουν οι γονείς.

   Ήταν ανεξιχνίαστη. Πότε πότε βυθιζόταν σε μια ρηχή περισυλλογή, από την οποία συνερχόταν ξαφνικά, σαν να την είχε ανακαλέσει στην τάξη κάποια, ανήκουστη σε μας τους υπόλοιπους, φωνή. Άλλοτε πάλι κυριευόταν από μια νευρική ιλαρότητα που έφτανε σε παροξυσμό κι εκδηλωνόταν σαν πειρακτική επιθετικότητα προς εμάς, τα παιδιά. Αποσυρόταν με τις ώρες στην καμαρούλα της και την ακούγαμε να ψέλνει, αν και αρνιόταν να συνοδέψει τη γιαγιά μου στην Αγία Ειρήνη τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, τις μόνες μέρες της χρονιάς που εκκλησιαζόταν η Αυτοκράτειρα Πουλχερία, όπως αποκαλούσαμε με την αδελφή μου τη γιαγιά μας, πανευτυχείς που καμιά δεν είχε πάρει το όνομά της. «Μπα, δεν είμαι της εκκλησίας», είχε πει ξινίζοντας τα μούτρα της, εκείνη την πρώτη Μεγάλη Τρίτη που της ζητήθηκε, χάριν της ημέρας, να απομακρυνθεί επιτέλους από το σπίτι· λίγο αργότερα, ωστόσο, ενώ τηγάνιζε τις πατάτες μας, έπιασε το τροπάριο «ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας» κι ότανν έφτασε στο τέλος, «ο αμέτρητος έχων το έλεος», το ξανάπιασε από την αρχή. «Οι στροσακόλα σίαζο» μουρμούρισε η αδελφή μου καθώς τρώγαμε, και μου έβγαλε τη γλώσσα.

   Δεν ήταν της εκκλησίας, αλλά της άρεσε η «Μεγαλοβδομάδα» και η «φούρια» της. Φούρνιζε τα λαμπριάτικα τσουρέκια, έβαφε τα αυγά και γύριζε τα εντεράκια με τη μαγειρίτσα με οίστρο αναμαρτησίας. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ξεπάτωνε τα παρτέρια με τις βιολέτες της γιαγιάς μου και το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ήταν άφαντη. «Κορίτσι δεν είμαι κι εγώ;» διαμαρτυρόταν όταν η μητέρα μας απορούσε τι την έσπρωχνε, ενώ δεν έβγαινε ποτέ της, να τρέχει αξημέρωτα να στολίσει τον Επιτάφιο.

   Έντεκα χρόνων ήμουν το Πάσχα του 1972, όταν χάσαμε την «Άντεπάλε». Έφυγε, καθώς φαίνεται, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά δεν γύρισε το μεσημέρι, ούτε το απόγευμα, ούτε το βράδυ. Στην περιφορά του Επιταφίου, νόμισα πως διέκρινα το στιβαρό της περίγραμμα να ξεκορμίζει από τις μενεξελιές σκιές του δειλινού πίσω από μια συστάδα πικροδάφνες και να βαδίζει βιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά δεν πρόλαβα να την φωνάξω. Έπιασα μόνο τον φευγαλέο κυματισμό του πορτοκαλί φουστανιού της ανάμεσα στο πλήθος. Δεν κρατούσε κερί.

   Έλειψε όλο το Σάββατο. «Μάλλον το έσκασε», είπε η μητέρα μας, μ’ όλο που ψάχνοντας τα πράγματά της είδε πως τίποτα δεν έλειπε. Δεν φάνηκε ούτε το μεσημέρι της Λαμπρής. Μεγάλος αναβρασμός στο σπίτι, έξω φρενών η γιαγιά και η μητέρα, είχαμε κόσμο, έλειπαν τα χέρια. Η αδελφή μου κι εγώ ανάστατες, διεγερμένες, ο πατέρας μας όλο και πιο ανήσυχος. «Θα δηλώσω εξαφάνιση», είπε, βραδάκι πια, και κάλεσε την αστυνομία.

   Μας την έφεραν πίσω δυο μέρες μετά, λιγάκι στραπατσαρισμένη, με μια γαλάζια ζακέτα που δεν είχαμε ξαναδεί, ριχτή στους ώμους.  Το στόμα της ήταν και πάλι κατακόκκινο. Μου φάνηκε πως πέρασαν ώρες ώσπου να βγει από την καμαρούλα της όπου την ανέκριναν οι γονείς μου· και καθώς αδημονούσα για την κατάληξη, η παιδική μου ηλικία απομακρυνόταν, σαν όνειρο που εξανεμίζεται στο πρώτο φως. Λες και το αίνιγμα που ήταν ως τότε ο ενήλικος κόσμος είχε αποκρυπτογραφηθεί, λες και το κόκκινο στόμα της Ρεγγίνας ήταν η λύση του. Λίγο πριν ανοίξει η πόρτα της, η έντασή μου είχε αποφορτιστεί· τώρα με κατέκλυζε η αίσθηση του κωμικο-τραγικού και του παράλογου, άγνωστη ως τότε. Τρεις μόνο λέξεις της είχα καταφέρει να κρυφακούσω: «Πάλε μάτωσα, κυρία».


Δεν υπάρχουν σχόλια: