...............................................................
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881)
·
Από το μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
(1821-1881) «Ο αιώνιος σύζυγος» (μτφ.
Μάγδα Καϊναδά, εκδ. «Ερμείας» &
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 2006)
Από το κεφ. IV.
«Η ΣΥΖΥΓΟΣ, Ο ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΑΣΤΗΣ»
(σελ. 36-39)
«…Καθισμένος
στο κρεβάτι του, τσακισμένος από τις συγκεχυμένες σκέψεις που κλωθογύριζαν στο
μυαλό του, δεν ένιωθε και δεν καταλάβαινε παρά ένα μόνο. Παρ’ όλη τη
«συγκλονιστική» εντύπωση που του είχε κάνει η είδηση, το γεγονός ότι η Νατάλια
Βασίλιεβνα είχε πεθάνει , τον άφηνε απόλυτα ήρεμο. Η αλήθεια ήταν πως τώρα δεν
αισθανόταν κανένα μίσος γι’ αυτήν, μπορούσε να την κρίνει αμερόληπτα. Κατά τη
γνώμη του, γνώμη σχηματισμένη κιόλας μέσα στα εννιά χρόνια του χωρισμού, η
Νατάλια Βασίλιεβνα ήταν από τις συνηθισμένες κυρίες της επαρχίας, κυρίως της
«καλής» επαρχιακής κοινωνίας. «Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήμουν ο μόνος που την
έβλεπα διαφορετική με τη φαντασία μου». Ωστόσο, πάντοτε είχε την ιδέα πως τούτη
η γνώμη του ήταν σφαλερή ως ένα σημείο – το ίδιο συναίσθημα είχε και τώρα.
Εξάλλου, το έδειχναν και τα γεγονότα. Κι αυτός ο Μπαγαούτοβ είχε μαζί της ένα
δεσμό που κράτησε κάμποσα χρόνια – κι αυτός είχε σκλαβωθεί «από τη γοητεία»
της.
Τούτος ο Μπαγαούτοβ ανήκε στην καλύτερη
κοινωνία της Πετρούπολης – και καθώς ήταν ένας άνθρωπος εντελώς ασήμαντος,
(έλεγε γι’ αυτόν ο Βελτσάνινοβ) δεν μπορούσε να σταδιοδρομήσει παρά μονάχα στην
πρωτεύουσα. Ε, λοιπόν, ο Μπαγαούτοβ είχε περιφρονήσει την Πετρούπολη που του πρόσφερε τόσες δυνατότητες και είχε
χάσει πέντε χρόνια της ζωής του στο Τ… για χάρη της Νατάλια Βασίλιεβνα. Εξάλλου
δεν ήταν απίθανο να είχε γυρίσει κι αυτός στην Πετρούπολη, επειδή του είχαν
δώσει «τα παπούτσια στο χέρι». Άρα, εκείνη η γυναίκα πρέπει να είχε κάτι το
ξεχωριστό, το χάρισμα να ελκύει, να επηρεάζει, να κυριαρχεί.
Και όμως θα έλεγε κανείς εντελώς το
αντίθετο: πως δεν είχε επάνω της τίποτε που να τραβάει και να σκλαβώνει. Δεν
ήταν δε και τόσο όμορφη· ίσως να μην ήταν καθόλου όμορφη. Ήταν κιόλας
εικοσιοχτώ χρόνων τότε που την γνώρισε ο Βελτσάνινοβ. Το πρόσωπό της, όχι
ωραίο, είχε κάποιο θέλγητρο όταν κάτι που ξυπνούσε το ενδιαφέρον της το
ζωντάνευε. Τα μάτια της όμως ήταν δυσάρεστα· είχε μια σκληρότητα στο βλέμμα.
Ήταν πολύ αδύνατη. Η πνευματική της ανάπτυξη ήταν μέτρια· το αναμφισβήτητο
πνεύμα της, διορατικό, αλλά σχεδόν πάντα μονόπλευρο· οι τρόποι της, τρόποι
κοσμικής επαρχιώτισσας, αλλά είχε πολύ τακτ, αυτό ήταν αλήθεια, ένα γούστο
λεπτότατο, που φαινόταν στο ντύσιμό της. Ένας χαρακτήρας αποφασιστικός και
αυταρχικός· δεν μπορούσες ποτέ να έρθεις σε συμβιβασμούς μαζί της. «Ή όλα ή
τίποτε». Η σταθερότητα και η επιμονή της
στις δύσκολες περιστάσεις ήταν καταπληκτικές. Ήταν μεγαλόψυχη, αλλά και
ταυτόχρονα, πολλές φορές τρομερά άδικη. Ήταν αδύνατο να συζητήσεις μ’ αυτή την
κυρία, γιατί το «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» δεν είχε κανένα νόημα γι’ αυτή.
Ποτέ δεν παραδεχόταν ένα λάθος της ή μια αδικία. Οι αλλεπάλληλες άπειρες
απιστίες που έκανε στον άντρα της, δε βαραίνανε διόλου τη συνείδησή της. Ήταν
πιστή στους εραστές ως την ημέρα που τους βαριόταν. Της άρεσε να τους βασανίζει
, αλλά ήξερε και να τους ανταμείβει. Ήταν μια γυναίκα παράφορη, σκληρή,
φιλήδονη. Μισούσε τη διαφθορά, την κατέκρινε με πείσμα, η ίδια όμως ήταν
διεφθαρμένη. Και τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει να παραδεχθεί τη διαφθορά
της. «Ασφαλώς το αγνοεί με απόλυτη ειλικρίνεια», σκεφτόταν ο Βελτσάνινοβ τότε,
στο Τ… (και αξίζει να σημειωθεί, ενώ έπαιρνε κι ο ίδιος μέρος σ’ αυτές τις
διαστροφές). «Είναι από τις γυναίκες» - συλλογιζόταν – «που γεννήθηκαν, θαρρείς
για να κάνουν απιστίες στον άντρα τους. Οι γυναίκες αυτές δεν υποκύπτουν ποτέ όσο είναι ακόμη ανύπαντρες. Σύμφωνα με
τους νόμους του χαρακτήρα τους, αυτό δεν πρέπει να γίνει παρά μονάχα όταν είναι
παντρεμένες. Ο σύζυγος είναι ο πρώτος εραστής τους, μετά το γάμο όμως, ποτέ
πριν. Καμιά άλλη γυναίκα δεν παντρεύεται με τόση καπατσοσύνη και τόση ευκολία.
Ο σύζυγος είναι πάντοτε υπεύθυνος για τον πρώτο εραστή. Κι όλα γίνονται με
απόλυτη ειλικρίνεια· οι γυναίκες αυτές πιστεύουν πάντα πως το δίκιο είναι με το
μέρος τους και, φυσικά, πως είναι εντελώς αθώες».
Ο Βελτσάνινοβ είχε την πεποίθηση πως τούτος
ο τύπος της γυναίκας υπήρχε πραγματικά, αλλά ήταν επίσης βέβαιος πως υπήρχε κ’
ένας τύπος συζύγου φτιαγμένου γι’ αυτού του είδους τις γυναίκες, που μοναδικός
λόγος της υπάρξεώς του ήταν να συμμορφώνεται ανάλογα. Κατά τη γνώμη του
Βελτσάνινοβ, το κύριο χαρακτηριστικό
αυτών των ανδρών συνίσταται στο να είναι «αιώνιοι σύζυγοι» ή καλύτερα,
να μην παρά «αποκλειστικά και μόνο» σύζυγοι. «Ένας τέτοιος άνθρωπος γεννιέται
και μεγαλώνει για να παντρευτεί και να γίνει αμέσως παράρτημα της γυναίκας του,
ακόμη κι όταν έχει αναμφισβήτητα δική του προσωπικότητα. Το διακριτικό σημάδι
ενός τέτοιου συζύγου είναι κάποιο γνωστό στολίδι, όπως είναι αδύνατο στον ήλιο
να μη φωτίζει· κι όχι μονάχα το αγνοεί πάντα, αλλά είναι γραφτό του να το
αγνοεί, σύμφωνα με τους νόμους της φύσης». Ο Βελτσάνινοβ πίστευε βαθιά στην
ύπαρξη των δύο αυτών τύπων και πως ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκη αντιπροσώπευε
στο Τ… τον ένα από τους δυο. Ο χθεσινός όμως Παύλος Παύλοβιτς ήταν πολύν διαφορετικός απόν κείνον που ο
Βελτσάνινοβ είχε γνωρίσει στο Τ… Ο Βελτσάνινοβ τον έβρισκε τρομερά αλλαγμένο,
ήξερε όμως ταυτόχρονα πως δεν ήταν πολύ φυσικό: ο κύριος Τρουσόσκη δεν μπορούσε
να είναι αυτός που ήταν όσο ζούσε η γυναίκα του, γιατί τώρα αντιπροσώπευε, θα
έλεγες, μονάχα ένα τμήμα από κάποιο σύνολο, ένα τμήμα που είχε αποσπασθεί
ξαφνικά από τούτο το σύνολο και είχε αφεθεί ελεύθερο, δηλαδή κάτι το παράξενο
και σπάνιο…
Από
το κεφ. ΧΙΙ «ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΖΑΧΛΙΕΜΠΙΝΙΝ»
(σελ. 108-112)
«…Ήταν
φανερό πως η μεγαλύτερη από τις δεσποινίδες Ζαχλιεμπίνιν, η Κατερίνα
Θεοδόσιεβνα, εκείνη που ήταν εικοσιτεσσάρων χρόνων και που ο Παύλος Παύλοβιτς
την είχε χαρακτηρίσει χαριτωμένη, είχε πάρει ύφος ανάλογο με την περίσταση.
Ξεχώριζε από τις αδελφές της με το επιμελημένο ντύσιμό της και το πρωτότυπο
χτένισμα των μαλλιών της. Οι αδελφές της και οι άλλες κοπέλες φαίνονταν να
είναι απόλυτα βέβαιες πως ο Βελτσάνινοβ είχε έρθει «για να δει την Κάτια». Οι
ματιές τους και ορισμένα λόγια που τους ξέφυγαν στο διάστημα της ημέρας,
επικύρωσαν αυτή του την υπόνοια.
Η Κατερίνα
Θεοδόσιεβνα ήταν ξανθή, ψηλή και εύσωμη, σχεδόν πληθωρική, με πρόσωπο νόστιμο
και χαρακτήρα ολοφάνερα ήσυχο, κάπως νωθρό. «Περίεργο να μην έχει ακόμη
παντρευτεί», συλλογίστηκε άθελά του ο Βελτσάνινοβ, κοιτάζοντάς την με κάποια
ευχαρίστηση. «Δεν έχει προίκα, είναι αλήθεια, και γρήγορα θα γίνει υπερβολικά
χοντρή, για την ώρα όμως θα πρέπει να υπάρχουν πολλοί που να την βρίσκουν του
γούστου τους…» Οι άλλες αδελφές ήταν επίσης νοστιμούλες κι ανάμεσα στις
γειτονοπούλες, ο Βελτσάνινοβ πρόσεξε μερικά χαριτωμένα σχεδόν όμορφα μουτράκια.
Η επίσκεψη άρχισε να την διασκεδάζει, εξάλλου, είχε κι αυτός μια ιδέα
μπαίνοντας σε τούτο το σπίτι.
Η Ναντιέζντα Θεοδόσιεβνα, η έκτη αδελφή, η
μαθήτρια, εκείνη που ο Παύλος Παύλοβιτς θεωρούσε γι’ αρραβωνιαστικιά του, δεν
παρουσιάστηκε αμέσως, σίγουρα για να συγκεντρώσει τη γενική προσοχή. Ο
Βελτσάνινοβ την περίμενε με μια ανυπομονησία που τον έβαζε σε απορία και τον
ίδιο· κορόιδευε μάλιστα, από μέσα του, τον εαυτό του γι’ αυτό του το ενδιαφέρον.
Τέλος η μικρή έκανε την εμφάνισή της, όχι χωρίς να προκαλέσει αίσθηση,
συνοδευόμενη από μια φίλη, την Μαρία Νικήτισνα, μια μελαχρινούλα με προσωπάκι
έξυπνο και τσαχπίνικο και που, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ο Παύλος Παύλοβιτς
την φοβόταν πολύ. Αυτή η Μαρία Νικήτισνα, μια κοπέλα εικοσιτριών χρόνων,
γελαστή και έξυπνη, ήταν γκουβερνάντα σε μια γειτονική και φιλική οικογένεια με
τρία παιδιά. Οι Ζαχλιέλιμπιν την είχαν σαν δικό τους άνθρωπο και τα κορίτσια
την λάτρευαν. Ήταν φανερό πως η Νάντια κυρίως δεν μπορούσε να κάνει χωρίς
αυτήν, εκείνη τη στιγμή. Με την πρώτη ματιά, ο Βελτσάνινοβ κατάλαβε πως οι
κοπέλες , ακόμη και οι γειτονοπούλες, είχαν συμμαχήσει όλες εναντίον του Παύλου
Παύλοβιτς, και ένα λεπτό μετά την εμφάνιση της Νάντιας, πρόσεξε πως κι αυτή τον
μ ι – σ ο ύ σ ε . Παρατήρησε επίσης ο Παύλος Παύλοβιτς δεν είχε ιδέα για το
συναίσθημα που προκαλούσε, ή, ίσως, δεν ήθελε να τον παραδεχθεί. Η Νάντια ήταν
αναμφισβήτητα ομορφότερη από όλες. Ήταν μια λεπτοκαμωμένη μελαχρινή, με ύφος
ανήμερο, ανυπότακτο, ένα διαβολάκι με μάτια αστραφτερά, χαμόγελο γοητευτικό,
χείλη και δόντια υπέροχα, πεταχτή, λυγερή. Το παιδιάστικο ακόμα πρόσωπό της
είχε κιόλας κάτι το στοχαστικό. Τα δεκαπέντε της χρόνια φανερώνονταν σε κάθε
της κίνηση, σε κάθε της λέξη. Αποδείχτηκε αργότερα πως κρατούσε πραγματικά μια
μουσαμαδένια σάκκα μαθητριούλας, όταν ο Παύλος Παύλοβιτς την είχε δει για πρώτη
φορά, όχι όμως τώρα πια.
Το βραχιόλι δεν είχε καμιά επιτυχία,
δημιούργησε μάλιστα δυσάρεστη εντύπωση. Μόλις είδε την μνηστή του, ο Παύλος
Παύλοβιτς πήγε κοντά της χαμογελώντας. Πρόσφερε το δώρο του και, για να το
δικαιολογήσει, είπε πως ήθελε να εκφράσει «την εξαιρετική απόλαυση που είχε
αισθανθεί ακούγοντας την Νατιέζντα Θεοδόσιεβνα, την προηγούμενη φορά, να
τραγουδάει εκείνο το ρομαντικό τραγούδι στο πιάνο…» Μπέρδεψε τα λόγια του, δεν
κατάφερε ν’ αποτελειώσει τη φράση του και έμεινε σαστισμένος, προσπαθώντας να
γλιστρήσει τη θήκη στα χέρια της Νάντιας που δεν ήθελε να την πάρει και που,
κατακόκκινη από ντροπή και θυμό, έκρυβε πίσω της τα χέρια της. Τελικά, στράφηκε
με αυθάδεια προς τη μητέρα της που φαινόταν πολύ συγχυσμένη και είπε δυνατά:
«Δεν θέλω να το πάρω, μαμά!»
«Να το πάρεις και να πεις ευχαριστώ», δήλωσε
ο πατέρας της αυστηρά, αλλά ήταν κι αυτός δυσαρεστημένος. «Ήταν περιττό, περιττό»,
ψιθύρισε στον Παύλο Παύλοβιτς με ύφος επιτιμητικό.
Μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, η Νάντια
πήρε τη θήκη και, με χαμηλωμένα τα μάτια, έκανε μια παιδιάστικη υπόκλιση,
σκύβοντας απότομα και ορθώνοντας πάλι το κορμί της, σαν να την τίναξε ελατήριο.
Μια από τις αδελφές πλησίασε να δει το βραχιόλι και η Νάντια της έδωσε τη θήκη
κλειστή, δείχνοντας έτσι πως αυτή δεν ήθελε να δει το κόσμημα. Το βγάλανε από
τη θήκη· πέρασε από χέρι σε χέρι, όλοι όμως το εξέτασαν σιωπηλοί, μερικοί
μάλιστα μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. Μονάχα η μητέρα είπε με άτονη φωνή πως το
βραχιόλι ήταν πολύ ωραίο. Ο Παύλος Παύλοβιτς θα ήθελε να άνοιγε η γη να τον
καταπιεί.
Ο Βελτσάνινοβ έσπευσε να τον βοηθήσει. Άρχισε
να μιλάει δυνατά, αρπάζοντας την πρώτη ιδέα που του ήρθε στο μυαλό· δεν πέρασαν
πέντε λεπτά και είχε κιόλας προσελκύσει την προσοχή όλης της συντροφιάς. Ήξερε
στην εντέλεια την τέχνη της κοσμικής φλυαρίας, την τέχνη αυτή που το μυστικό
της είναι να φαίνεσαι απολύτως απλός και ειλικρινής, δείχνοντας ταυτοχρόνως με
το ύφος σου πως θεωρείς αυτούς που σ’ ακούνε το ίδιο ειλικρινείς και απλούς.
Όταν το καλούσε η περίσταση, ήξερε να παίζει πολύ καλά το ρόλο του
ανοιχτόκαρδου και ευτυχισμένου ανθρώπου. Ήξερε επίσης να πετάει στην κατάλληλη
στιγμή ένα ευφυολόγημα, έναν υπαινιγμό διασκεδαστικό, ένα πετυχημένο αστείο
δήθεν εντελώς τυχαία και δίνοντας την εντύπωση πως ούτε το πρόσεχε, παρ’ όλο
που ήταν πολύ πιθανό να είχε προετοιμάσει από καιρό αυτό το ευφυολόγημα, το
αστείο, ακόμη και το λογύδριο να το είχε μάθει από έξω και ανακατωτά και να
είχε κάνει τη φιγούρα του μ’ αυτό πολλές φορές. Εκείνη την ημέρα όμως η ψυχική
του διάθεση υποβοηθούσε την τέχνη του· είχε κέφι, κάτι τον έσπρωχνε· είχε την
απόλυτη, μεθυστική βεβαιότητα πως, σε πέντε λεπτά, όλα τα μάτια θα καρφώνονταν
επάνω του, και όλοι δεν θα άκουγαν πια παρά μονάχα αυτόν, δε θα μιλούσαν παρά
μαζί του, δε θα γελούσαν παρά με ό,τι θα έλεγε εκείνος. Πραγματικά, γέλια
ξέσπασαν εδώ και εκεί· λίγο-λίγο η κουβέντα γενικεύτηκε· ο Βελτσάνινοβ είχε σε
μεγάλο βαθμό το ταλέντο να προσελκύει τους άλλους στη συζήτηση· άκουγες κιόλας
τρεις-τέσσερις φωνές να μιλούν όλες μαζί. Ικανοποίηση, σχεδόν χαρά, φώτισαν το
σκυθρωπό και κουρασμένο πρόσωπο της κυρίας Ζαχλιέμπινιν· το ίδιο έγινε και με
την Κατερίνα Θεοδόσιεβνα, που άκουγε και κοίταζε καταγοητευμένη. Η Νάντια
παρατηρούσε τον Βελτσάνινοβ με τρόπο, αλλά πολύ προσεκτικά το έβλεπες πως ήταν
προκατειλημμένη εναντίον του. Αυτό κέντρισε ακόμη περισσότερο τον Βελτσάνινοβ.
Η Μαρία Νικήτισνα, η «κακιά», κατάφερε ωστόσο να του πετάξει, μέσα στην κουβέντα
ένα τσουχτερό πείραγμα: είπε πως μιλώντας γι’ αυτόν, την προηγούμενη μέρα, ο
Παύλος Παύλοβιτς, τον είχε περιγράψει σαν ένα παιδικό φίλο του· πρόσθετε έτσι,
τονίζοντας το άλλωστε, εφτά χρόνια στην ηλικία του. Ο Βελτσάνινοβ όμως
κατόρθωσε τελικά να κερδίσει τη συμπάθεια και της δύσκολης Μαρίας Νικήτισνα. Ο
Παύλος Παύλοβιτς ήταν κατάπληκτος. Ήξερε βέβαια τα προσόντα του φίλου του και η
επιτυχία του τον ευχαρίστησε στην αρχή· είχε γελάσει τυπικά με τους άλλους και
είχε πάρει μέρος στην κουβέντα· σιγά-σιγά όμως έπεσε σε συλλογή, σε μελαγχολία,
και το πρόσωπό του πρόδωσε τα αισθήματα που τον αναστάτωναν.
«Βλέπω πως είσαστε ένας επισκέπτης με τον
οποίο δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να ψάχνει να βρίσκει θέματα ομιλίας»,
δήλωσε εύθυμα ο κύριος Ζαχλιέμπινιν, καθώς σηκωνόταν να πάει στο δωμάτιό του,
στο δεύτερο πάτωμα, για να υπογράψει – παρ’ όλο που ήταν γιορτή – διάφορα
έγγραφα. «Και να φαντασθείτε πως σας είχα για τον πιο υποχονδριακό νέο που
έτυχε να συναντήσω. Πώς γελιέται κανείς!»
Υπήρχε ένα πιάνο στο σαλόνι. Ο Βελτσάνινοβ
ρώτησε ποιος ενδιαφερόταν για τη μουσική και στράφηκε ξαφνικά στη Νάντια:
«Τραγουδάτε, νομίζω».
«Ποιος σας το είπε;» έκανε εκείνη ξερά.
«Ο Παύλος Παύλοβιτς το είπε πριν από λίγο».
«Δεν είναι αλήθεια. Τραγουδώ έτσι, για γούστο.
Δεν έχω καν φωνή.»
«Και εγώ δεν έχω φωνή και όμως τραγουδώ.»
«Θα τραγουδήσετε, λοιπόν;» Τότε θα
τραγουδήσω και εγώ», είπε η Νάντια και τα μάτια της λάμψανε. «Αργότερα όμως, μετά
το δείπνο», πρόσθεσε. «Το βαρέθηκα το πιάνο. Στο σπίτι μας όλοι τραγουδούν και παίζουν
πιάνο από το πρωί ως το βράδυ. Η Κάτια δεν κάνει και τίποτ’ άλλο.»
Ο Βελτσάνινοβ το σημείωσε αυτό. Έμαθε πως σε λίγο
η Κατερίνα Θεοδόσιεβνα ήταν η μόνη από όλες τις αδελφές που μελετούσε σοβαρά μουσική.
Την παρακάλεσε αμέσως να παίξει κάτι. Το γεγονός ότι έκανε την παράκλησή του στην
Κάτια τους ευχαρίστησε φανερά όλους, η μαμά κοκκίνισε μάλιστα από τη χαρά της. Η
Κατερίνα Θεοδόσιεβνα σηκώθηκε χαμογελαστή και προχώρησε προς το πιάνο· ξαφνικά έγινε
κατακόκκινη και ντράπηκε που κοκκίνιζε έτσι σαν κοριτσάκι, αυτή, η τόσο μεγάλη,
η τόσο ψηλή, εικοσιτεσσάρων χρόνων κοπέλα πια. Και όλα τα συναισθήματα ζωγραφίστηκαν
στο πρόσωπό της όταν άρχισε να παίζει. Έπαιξε ένα κομμάτι του Χάυντν, πολύ καθαρά,
χωρίς έκφραση όμως. Είχε τρακ. Όταν τέλειωσε, ο Βετσάνινοβ επαίνεσε με ενθουσιασμό
όχι το παίξιμο της Κάτιας, αλλά τον Χάυντν και ιδιαίτερα το κομμάτι που είχε παίξει·
αυτό φάνηκε να την ευχαρίστησε τόσο πολύ, άκουγε με τόση ευγνωμοσύνη και χαρά τους
επαίνους που απευθύνονταν όχι σ’ αυτήν αλλά στον Χάυντν, που ο Βελτσάνινοβ άθελά
του, της έριξε ένα βλέμμα πιο προσεκτικό, πιο θωπευτικό: «Είσαι αλήθεια σπουδαία
κοπέλα», έμοιαζε να λέει, κι όλα τα κορίτσια κατάλαβαν μονομιάς τούτο το βλέμμα,
κυρίως η ίδια η Κάτια Θεοδόσιεβνα.
«Ωραίος που είναι ο κήπος σας», είπε έξαφνα, χωρίς
να απευθύνεται σε καμιά ιδιαιτέρως και γυρίζοντας προς την τζαμένια μπαλκονόπορτα:
«Πάμε στον κήπο;»
«Ναι, ναι, πάμε!» φώναξαν όλες μαζί χαρούμενα λες
και είχε μαζέψει ο Βελτσάνινοβ τη μεγαλύτερή τους επιθυμία…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου