...............................................................
Μάρκος Μέσκος (1935 - 2019)
·
«Νερόμυλοι» διήγημα του Μάρκου Μέσκου (1935 – 2019)
από τη συλλογή πεζογραφημάτων «Νερό
Καρκάγια*» (εκδ. «Ίκαρος», β’ έκδοση, 2006)
Τώρα τελευταία τακτικά μάς επισκέπτεται ο
μουστερής. Πέρασαν τα χρόνια κι εκεί που λέγαμε «μας ξέχασε», να σου με διπλή
τριπλή μπαταριά. Πάει ο ένας φίλος, πάει ο άλλος, ο ένας πίσω από τον άλλον
φεύγει – για πάντα.
Απόγευμα ήταν, η φωνή
της ξαδέλφης του, της Ζάννας, απρόσμενη, μου ανακοίνωσε το κακό, «πάει ο
Παύλος».
Κατέβηκε στην Αθήνα
με τη γυναίκα του να δούνε την κόρη τους, τη Βάσω, κάτι κομάρες, κάτι
αδιαθεσίες, κάποια γενική κόπωση, καλού-κακού μπήκε σε κάποιο νοσοκομείο, η
διάγνωση ήταν καταστροφική. «Απλασματική αναιμία!» Τον θέρισε μέσα σε τριάντα
μέρες, μπα, λιγότερο! Με κλάματα τον «φακέλωσαν» και πίσω στο χωριό, στους
Νερόμυλους Καρατζιόβας, για την ταφή.
Χτες, δεκατέσσερις του Μάρτη, μέρα της
Σταυροπροσκηνήσεως, όλοι οι χωρικοί με κάποιο λουλούδι στο χέρι, είχαμε τα
σαράντα μετά την κηδεία του Παύλου. Έφτασα νωρίς, περνώντας τα χωριά εκείνης
της πλευράς στον κάμπο της Καρατζιόβας, μετά την Αριδαία όλα τα χωριά κοντά
κοντά σα χάντρες από το ίδιο κομπολόι, ο Εξαπλάτανος, η Μηλιά, η Κωνσταντία, η
Ίδα, οι Νερόμυλοι, ο Πρόδρομος, η Φούστανη, η Θηριόπετρα, το Αετοχώρι, η Νώτια,
η Λαγκαδιά, η Περίκλεια, ο Αρχάγγελος κάπου στις κορφές του Πάικου. Ο δρόμος
ανηφορικός, αριστερά η εύφορη (μαύρη) πεδιάδα, δεξιά και μπρος οι ραχούλες, οι
λόφοι, τα βουνά. Και δω έπεσε ο κλήρος, προσφυγικός κατά πλειοψηφία, για να
καρπίσει περισσότερο η ζωή με λίγα χωράφια, ζωντανά κι ελπίδες μιας νεότερης
πατρίδας, μιας καινούριας ζωής, ενώ οι τελευταίοι Τούρκοι από την περιοχή της
Νώτιας επίμονα ζητούσαν να μη φύγουν, η «ανταλλαγή» να μην ισχύσει γι’ αυτούς,
«εδώ είναι η πατρίδα μας» έλεγαν βουρκωμένοι. Είδα κι απόειδαν, μια μέρα
κίνησαν και κείνοι, για το δικό τους άγνωστο.
Εδώ λοιπόν ο Παύλος γεννήθηκε, μοναχοπαίδι
της Μάρθας και του Πέτρου, ορφάνεψε στα δεκατρία του χρόνια, τον συμμάζεψαν στα
Βοδενά, ο θείος του πρώτα ο Κοσμάς, στο Γυμνάσιο γνωριστήκαμε, φίλοι πάνω από
μισόν αιώνα. Ντόμπρος, καθαρός άνθρωπος, μετά το Γυμνάσιο σπούδασε τοπογράφος,
γύρισε στο χωριό να βοηθήσει τη μάνα του, ένα φεγγάρι στην Αθήνα υπάλληλος
γραφείου πολιτικού μηχανικού, δεν στέριωσε, κατόπιν κάποια χρόνια στην περιοχή
Σερρών, και κει δεν βολεύτηκε. Κατέληξε πάλι στο χωριό, στους Νερόμυλους, εδώ
έσφιξε τα ζωνάρια του για να επιβιώσει.
Κάποτε κάποτε ανταμώναμε και τα λέγαμε·
μακριά από φανατισμούς πολιτικών συζητήσεων, σα να ‘χε αποδεχτεί τα
τετελεσμένα, κι όμως· μέσα στ’ αμάξι μου δεν ξεχνούσε να μου υπενθυμίσει, «ρίξ’
την» μου έλεγε κι εγώ εννοούσα, έβαζα την κασέτα του Κόκκινου στρατού, αμίλητος
εκείνος, ρέμβαζαν τα γαλανά του μάτια (για πού άραγε;) ακούγοντας την
επαναστατημένη λαϊκή πειθαρχία των τραγουδιών, ένα υπέροχο σύνολο. Έπαιρνε την
πρέζα του και μετά, γρήγορα περνούσε στις ασήμαντες καθημερινότητες. Πίναμε
τσίπουρο, δίναμε τα χέρια μας, άιντε τώρα, στις άλλες υποχρεώσεις μας, θα σου
τηλεφωνήσω…
Πέρασε και από τον πόνο του χαμού της
κυρα-Μάρθας, λίγο μετά τις «θεραπείες» στο Θεαγένειο, ανταμώσαμε δυο χρόνια
πριν κάπου στο Πόζαρ, ήταν κι ο άλλος συμμαθητής μας ο Κώστας, χαρήκαμε όλοι,
δώσαμε πάλι τα χέρια μας, φιλήθήκαμε. Προηγουμένως η Ζάννα, η ξαδέρφη του, η
κόρη του θείου του Κοσμά, πήρε τη μηχανή, μας έστησε και μας φωτογράφισε. Τι
δηλαδή να εννοήσουν οι επίγονοι, ποιος είναι αυτός, ποια είναι εκείνη (σαν να
μην υπήρξαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι), θα λένε. Τυχαία ζήσαμε επιζήσαμε, τόσα
χρόνια τώρα.
Κι ο Παύλος, γιος της Μάρθας και του Πέτρου,
του Πέτρου που μπήκε νωρίς στους αγώνες της γερμανικής κατοχής, έφαγε καντάρια
το ξύλο από τις δυνάμεις Ασφαλείας μετά την Απελευθέρωση, τον φυλάκισαν, γύρισε
πάλι στο χωριό Νερόμυλοι, πέρασε γρήγορα στο βουνό με τους Αντάρτες,
στρατολόγος τώρα γιατί γνώριζε τους ανθρώπους και τον Τόπο, μια νύχτα του
στήσανε καρτέρι, χωσιά, κάτι προδόθηκε καθώς κατέβαιναν στη Νώτια για να πάρουν
νέους συντρόφους, «Τούσιμ» ήταν το σύνθημα (το παλιό δηλαδή όνομα του
Αετοχωρίου), εμπλοκή στην εμπλοκή, τίποτε δε λειτούργησε σωστά, οι ριπές της
ενέδρας του εθνικού στρατού σκότωσαν τον ένα της ομάδας, στον άλλον είπε ο
Πέτρος, «φύγε να σωθείς εσύ», «θα δω τι θα κάνω με τσακισμένο ποδάρι» - κράτησε
μια σφαίρα δική του στερνά, τίναξε τα μυαλά τους στον αέρα…
Λίγοι ξέραμε το γεγονός, ο Παύλος δε μιλούσε
για τον πατέρα του – δεκατέσσερις του μήνα σήμερα, ύστερα από το μνημόσυνο στην
εκκλησιά, οι συγγενείς και οι φίλοι περάσαμε απ’ το νεκροταφείο του χωριού,
μικρό το χωριό οι Νερόμυλοι μικρό το νεκροταφείο, κι ο Παύλος μέσα στα μάρμαρα
τώρα, στην άκρη άκρη του κοιμητηρίου, στα όρια των κυπαρισσιών, έχοντας δίπλα
του τον Κυριάκο Κακουλίδη και παραδίπλα τη Ζωή Νύχτα, ο Παύλος, ο
γλυκονανουρισμένος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου