Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Αποσπάσματα από την «Περσεφόνη» του Γιάννη Ρίτσου (1909 – 1990) («Τέταρτη Διάσταση», εκδ. «Κέδρος»,18η έκδοση, 1996)

 ...............................................................



            Γιάννης Ρίτσος (1909 - 1990)



·       Αποσπάσματα από την «Περσεφόνη» του Γιάννη Ρίτσου (1909 – 1990) («Τέταρτη Διάσταση», εκδ. «Κέδρος»,18η έκδοση, 1996)

 

(Έχει γυρίσει, όπως κάθε καλοκαίρι, απ’ την ξένη σκοτεινή χώρα, στο μεγάλο, εξοχικό, πατρικό της σπίτι, - πολύ ωχρή, σαν κουρασμένη απ’ το ταξίδι, σαν άρρωστη απ’ τη μεγάλη διαφορά κλίματος, φωτός, θερμότητας. Σαν ένα στρώμα προφυλακτικής σκιάς σκεπάζει ακόμα το πρόσωπό της και τα χέρια της. Μένει ξαπλωμένη στον παλιό καναπέ, σ’ ένα ευρύχωρο, φρεσκοασβεστωμένο δωμάτιο, στο πάνω πάτωμα, με κλεισμένα τα παντζούρια στα τρία παράθυρα και στην μπαλκονόπορτα. Ωστόσο η αντηλιά φωτίζει έντονα τους τοίχους με τρεμάμενα ραβδωτά φέγγη. Στο πάτωμα ένα σωρό πανέρια, γεμάτα αγριολούλουδα, όμοια μ’ εκείνα που δεν είχε προφτάσει να πάρει μαζί της, τότε, στο πρώτο ξαφνικό ταξίδι της. Φαίνεται πως, πριν από λίγο, της τάχαν φέρει οι φιλενάδες της για τα καλωσορίσματα. Τώρα, μένει κοντά της μονάχα μια νέα με ανάλαφρο κυανό φόρεμα, με κυανή ταινία στα μαλλιά, σα νάναι η πιο πιστή, η θυσιασμένη της φίλη, η υδάτινη Κυάνη. Πλάι στον καναπέ, πάνω σε μια καρέκλα, ένα πιάτο με δροσερό νερό. Η φίλη της, κάθε τόσο, βρέχει εκεί ένα βατιστένιο κεντητό μαντιλάκι, το στίβει και το αποθέτει χαμηλά στο μέτωπο της ταξιδιώτισσας, κρύβοντάς της τα φρύδια. Πότε-πότε, καμιά σταγόνα κυλάει λοξά στο μάγουλό της, νοτίζει το φαρδύ πολύχρωμο μαξιλάρι, - έτσι κάπως σα να κλαίει με ξένα δάκρυα. Και τα μαλλιά της είναι λίγο βρεγμένα. Έξω, μόλις ακούγεται η θάλασσα – γαλήνια, λάδι – και κάποτε η φωνή κάποιου κολυμβητή. Η αντηλιά τότε δυναμώνει στο δωμάτιο. Μιλάει η ταξιδιώτισσα):

«Αλήθεια σου λέω, - είμουν καλά εκεί πέρα. Συνήθισα. Εδώ δεν αντέχω· είναι πολύ το φως – μ’ αρρωσταίνει – απογυμνωτικό, απροσπέλαστο·

όλα τα δείχνει και τα κρύβει· αλλάζει κάθε τόσο – δεν προφταίνεις· αλλάζεις·

αισθάνεσαι το χρόνο που φεύγει – μια ατέλειωτη, κουραστική μετακίνηση·

σπάζουν τα γυαλικά στη μετακόμιση, μένουν στο δρόμο, αστράφτουν·

άλλοι πηδούν στη στεριά, άλλοι ανεβαίνουν στα πλοία· - όπως τότε,

έρχονταν, φεύγαν οι επισκέπτες μας, έρχονταν άλλοι·

μέναν για λίγο στους διαδρόμους οι μεγάλες βαλίτσες τους –

μια ξένη μυρωδιά, ξένες χώρες, ξένα ονόματα, - το σπίτι

δε μας ανήκε· - είταν κι αυτό μια βαλίτσα μ’ εσώρρουχα καινούργια,

        άγνωστά μας –

μπορούσε κάποιος να την πάρει απ’ το πέτσινο χερούλι και να φύγει…

 

                                                          …Κει πέρα,

κανείς δεν πέφτει στο νερό· κανείς δεν φωνάζει. Τα τρία ποτάμια,

σταχτιά, ακατάδεχτα, καθώς συρρέουν τριγύρω στο μεγάλο βράχο,

έχουν ολότελα άλλο θόρυβο – ισχυρό, ομοιόμορφο –

εκείνον τον ακίνητο θόρυβο της αιώνιας ροής· - τον συνηθίζεις·

σχεδόν δεν τον ακούς…

 

…Έτρεξα επάνω, στο μεγάλο δωμάτιο, άνοιξα την μπαλκονόπορτα·

μπήκε μια μυρωδιά από κατράμι και χαρούπι, μια μυρωδιά από κόκκινο·

το σκυλί της μητέρας κοιμόταν στον ίσκιο της μεγάλης μουσμουλιάς

με τη μουσούδα του πάνω στα δυο πόδια του. Σφάλησα πάλι την πόρτα.

 

Ίσως γι’ αυτό διαλέγουμε στο τέλος τη σκιά. Το σκοτάδι είναι μαύρο –

μαύρο, στιλπνό, αναλλοίωτο, χωρίς αποχρώσεις. Γλυτώνεις

απ’ την προσπάθεια να διακρίνεις, - προς τι;

                                                                       Ο υπηρέτης εκείνος

είταν φτιαγμένος σαν από σκοτάδι. Θυμάσαι; - Όταν μ’ άρπαξε

μαζεύαμε λουλούδια στο μεγάλο λιβάδι. Τα κανίσκια γεμάτα

κρόκους, λουλούδια στο μεγάλο λιβάδι. Τα κανίσκια γεμάτα

κρόκους, βιολέτες, κρίνους, ρόδα, αμάραντα, υακίνθους· - εγώ είχα

          σκύψει

πάνω σ’ ένα παράξενο λουλούδι – σα νάρκισσος έμοιαζε, - ένας νάρκισσος

πρωτόφαντος, μ’ εκατό χρώματα, μ’ εκατό μίσχους·

σπίθιζαν πάνω του οι σταγόνες της δροσιάς. Κ’ εγώ εκεί, θαμπωμένη,

γερτή, σαν αναδιπλωμένη εντός μου, σα σκυμμένη σ’ ένα πηγάδι,

να βλέπω τη μορφή μου (αυτάρκης σχεδόν), ερωτευμένη

με την τριανταφυλλένια σκιά στις άκρες των χειλιών μου,

με την κρουστή, φιλντισένια κοιλότητα ανάμεσα στα στήθη.

 

Πάνω απ’ την πλάτη μου πλατάγιζε σαν σημαία το λιοπύρι·

μούκαιγε τα μαλλιά· χιλιάδες άστρα λεπτότατα αναβόσβηναν,

ένα σε κάθε τρίχα μου, με πεντάχτινα χρώματα. Τάβλεπα

μέσα στο δροσερό νερό (ή μέσα σ’ εκείνον τον νάρκισσο; - δεν ξέρω),

         αμέτρητα

σπιθίζανε γύρω στο πρόσωπό μου, σα νάχα πιάσει φωτιά, και σα νάθελα

να πέσω μέσα στο νερένιο είδωλό μου να τη σβήσω.

 

                                                                                       Κι άξαφνα

είδα ορθωμένα μπρος στα μάτια μου τα δυο κατάμαυρα άλογά του

και τυφλωμένα από το φως, (τάδα μες στο νερό κ’ εκείνα). Φώναξα,

όχι από φόβο αλλά από θάμπος, σα να με κατάπιε το λουλούδι εκείνο,

σα νάπεσα μες στο πηγάδι, σα να πήδησα μονομιάς όλη τη σκάλα

ως τα δωμάτια των υπηρετών· κ’ ένιωσα στο γυμνό μου πέλμα

το εξαίσιο γλύστρημα του κάτω ημικύκλιου. Μόλις που πρόφτασα

να δω πού πέφτανε σ’ αυτό το ρήγμα τα κανίσκια μας με τα λουλούδια,

η κρήνη του κήπου, το πέτρινο λιοντάρι, η χάλκινη χελώνα.

 

Θυμάμαι αυτή την αυστηρή, εσωτερική πυκνότητα, και πάνω της

σας άκουσα να με φωνάζετε με τ’ όνομά μου·

και τ’ όνομά μου είταν ξένο· κ’ οι φίλες μου ξένες·

ξένο το επάνω φως με τα τετράγωνα, κάτασπρα σπίτια,

με τους σαρκώδεις, πολύχρωμους καρπούς, προσποιητούς κι αυθάδεις,

μ’ εκείνο το εύθραυστο, αδηφάγο στόμα των δημητριακών. Δε φοβήθηκα

           διόλου.

 

Την απώλεια μόλις που την ένιωσα στην άκρη των χειλιών μου

που ξαφνικά στεγνώσαν· - δε σχημάτιζαν φθόγγο ή διάθεση φθόγγου,

μονάχα η μακρινή, σκοτεινή ελευθερία, ανταμωμένη

σώμα με σώμα – εγώ κ’ εκείνη – η μια μέσα στην άλλη – ένα απίστευτο

          σώμα.

Κ’ ένιωσα τότε το χέρι του τυλιγμένο στη μέση μου

τραχύ, δασύτριχο, μυώδες, να δαμάζει την αντίστασή μου· - ποιαν

         αντίσταση; -

εγώ δεν ήμουν εγώ· - κανένας φόβος λοιπόν για μια ταπείνωση·

       τα πάντα

είχαν ακινητήσει σε μια απέραντη διαύγεια

ενός συντελεσμένου ακατόρθωτου.

                                                          «Φοβάσαι;», μου είπε

(τι ανίσχυροι πούναι οι πολύ δυνατοί· - φοβούνται πάντα

μήπως δεν τους φοβόμαστε όσο πρέπει, - οι ωραίοι, οι ανύποπτοι

μέσα στην παιδικήν αλαζονεία τους). «Ναι, του είπα, - φοβάμαι»,

κ’ εκείνος μ’ έσφιξε πάνω του πιότερο, τόσο που αισθάνθηκα του χεριού του

          το τρίχωμα

να εισδύει μες απ’ τους πόρους μου σα νάμουν δεμένη στο σώμα του

με χιλιάδες λεπτότατες ρίζες – καθόλου δεσμευμένη, μια κ’ ήμουν αφημένη.

 

Εκεί τα σπίτια είναι υπόγεια, τα ποτάμια υπόγεια, ο ουρανός υπόγειος·

λίγες λεύκες μονάχα τεφρές στο υπόγειο περιβόλι,

τα μαύρα κυπαρίσσια, οι άγονες ιτιές, η άγρια μέντα

και μερικές ροδιές.

                               Μου καθάριζε ρόδια με τα ίδια του τα χέρια.

Τα δάχτυλά του μαύριζαν ακόμη πιο πολύ. Τα κουκιά του ροδιού

        θαμποφέγγαν

σα γυάλινα φιαλίδια γεμάτα μ’ αίμα. Με τάιζε στην παλάμη του

ανάμεσα στα μεγάλα πιθάρια και στα πέτρινα σκαμνιά, μη και ξεχάσω

και δε γυρίσω πάλι κοντά του. – Πώς να μη γυρίσω; Τούτη η θάλασσα

σου τινάζει το φέγγος της, τριμμένο γυαλί, στα μάτια, στο στόμα,

μες στο πουκάμισο μες στα σαντάλια.

                                                            «Κράτησέ με, - του έλεγα· -

        άφησέ με

νάμαι μονάχα το ένα – έστω μισό· - τ’ ολόκληρο μισό (όποιο νάναι),

όχι τα δυο, τα χωριστά και άσμιχτα, γιατί δε μου μένει

παρά νάμαι η τομή – δηλαδή να μην είμαι –

μια κάθετη μονάχα μαχαιριά κι ο συθέμελος πόνος – »·

και το μαχαίρι, ούτε κι αυτό να μην είναι δικό σου. «Δεν αντέχω, - του

       έλεγα· - κράτησέ με».

 

Εκείνος είναι η μεγάλη, σκοτεινή βεβαιότητα – η μόνη. Κατηφής πάντα

με τα χοντρά του φρύδια να του κρύβουν τα μάτια,

τόσον όρθιος, κι ωστόσο σα σκυμμένος,

κλονισμένος στον εαυτό του, μες στο τρίχωμά του, αόρατος σχεδόν,

δαγκώνοντας ένα φύλλο ή καπνίζοντας την πήλινη πίπα του

κ’ η μικρή φλόγα να φωτίζει απ’ τα κάτω τα ρουθούνια του

σα ν’ αστράφτει μακριά σ’ ένα έρημο, σάρκινο τοπίο,

ένα τοπίο απορροφητικό· - μ’ απορροφούσε…

 

…Ατέλειωτες μέρες. Αργεί να νυχτώσει. Κ’ η νύχτα σα μέρα – δε σε κρύβει…

 

…Είναι όμορφα το φθινόπωρο. Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει

τη δεσποτεία του, την τρομερή έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·

τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους, τόσο που λέω

μην είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας. Το άστρο της εσπέρας

ανατέλλει πολύ πιο ψηλά, κρυστάλλινο, διάφανο· μαρμαίρει

ευοίωνο πάνω απ’ το μαύρο δάσος, σαν μια ελάχιστη

σταγόνα, πεντακάθαρο νερό, αχτινοβολώντας

πολύ κοντά, σαν κολλημένο στο τζάμι του παράθυρου και ταυτόχρονα

απέραντα μακριά, - μια λευκή λάμψη, ένα δάκρυ

διϋλισμένο, όλο διαύγεια, ανεξαρτησία κ’ ευφρόσυνη ματαιότητα –

μια σιωπηλή, βαθειά βεβαιότητα του τέλους και του πάντα.

 

Τότε είναι η ώρα να επιστρέψω κοντά του, σχεδόν λυτρωμένη,

ή μάλλον για να λυτρωθώ μες στον ίσκιο του. Τράβηξε τις κουρτίνες.

         Κοίτα

μια μέλισσα στάθηκε ασάλευτη στο δαχτυλίδι μου,

βομβίζει κιόλας – την ακούς; - μια ηχητική δαχτυλιδόπετρα.

 

Κλείσε, λοιπόν, τις κουρτίνες. Δεν αντέχω εδώ πέρα.

Τούτο το φως με τρυπάει με χιλιάδες βελόνες,

μου τυφλώνει τα μάτια. Δεν το αντέχω. Τράβηξέ τες, σου λέω, τις κουρτίνες.

 

(Η φίλη της σηκώθηκε να τραβήξει τις κουρτίνες. Μα εκείνη τινάχτηκε απ’ τον καναπέ. Το βρεγμένο μαντίλι έπεσε στο πάτωμα. Έφτασε με δυο βήματα στο παράθυρο. Έπιασε το κορδόνι. Σταμάτησε εκεί, με το χέρι υψωμένο. Και, μεμιάς, άνοιξε διάπλατα τις γρίλιες. Έμεινε έτσι, μες στο εκτυφλωτικό φως, σαν άγαλμα που λίγο-λίγο ζωντανεύει. Κινεί το χέρι της. Νεύει προς τα έξω. Μια βάρκα γεμάτη νεαρές κολυμβήτριες περνάει. Φωνάζουν. Χαιρετούν. Στο δρόμο της ακρογιαλιάς, που αχνίζει απ’ τη ζέστη, περνάει ένα μεγάλο μαύρο σκυλί (μήπως εκείνο;) κρατώντας ανάμεσα στα δόντια του ένα καλάθι με πολύχρωμους καρπούς. Κοιτάζει αόριστα, σαν τυφλό, προς το παράθυρο. Ένας ωραίος, ηλιοκαμένος κολυμβητής, περνώντας πλάι του, του δίνει μια κλωτσιά στην κοιλιά με το γυμνό του πόδι. Η κόρη, στο παράθυρο, γέλασε. Το σκυλί συνέχισε το δρόμο του. Η νέα γύρισε μέσα. Χτύπησε το κουδούνι. Ένας υπηρέτης, με ριγωτό γκριζόμαυρο παντελόνι, πολύ εφαρμοστό (ίσως εκείνο του θείου της) παρουσιάστηκε στην πόρτα. «Να ετοιμαστεί το τραπέζι», του είπε. Εκείνος έφυγε. Οι δυο φίλες άνοιξαν την μπαλκονόπορτα και τ’ άλλα δυο παράθυρα. Το δωμάτιο πλημμύρισε φως. Μοσκοβολάνε τα λουλούδια στα καλάθια. Ακούγονται πιο δυνατές οι φωνές απ’ τη θάλασσα, ανάμιχτες με τους χτύπους απ’ τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα κάτω στην τραπεζαρία. Το νοτισμένο μαντίλι μένει στο πάτωμα σαν ένα μικρό, πονηρό, άσπρο πουλί, ήμερο τάχα και υπάκουο. Λίγο-λίγο στεγνώνει κι αχνίζει).

 

ΑΘΗΝΑ, ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΔΙΜΗΝΙΟ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1965-Δεκέμβρης 1970.    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου